ΈΝΑ ΤΑΓΚΟ ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ (Διήγημα της Ελευθερίας Καλογνωμά)
Η καθημερινότητά του είχε γίνει ίδια κι απαράλλαχτη και το μόνο που τον παρηγορούσε ήταν πως αυτή η καθημερινότητα ήταν ακριβώς έτσι και για όλους τους υπόλοιπους. Τους γνωστούς και τους ξένους. Τους γείτονες, τους συνεργάτες, τους φίλους, τους συγγενείς. Μαύρα τα νέα στην τηλεόραση και τι σημασία είχε αν η μέρα έξω ήταν ανοιξιάτικη; Τίποτα δεν άνθιζε πια στις ψυχές των ανθρώπων . «Μένουμε σπίτι» , φώναζαν και τραγουδούσαν οι πάντες στο διαδίκτυο, σαν να ήταν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, σαν να μην απαιτούσε σκληρή προσπάθεια το να σταματήσεις ξαφνικά να ζεις και να περιοριστείς σε λίγα τετραγωνικά. Άπαντες διασκέδαζαν τον πόνο τους, χωμένοι και χαμένοι στον παγκόσμιο Ιστό που τους είχε πιάσει για τα καλά στα δίχτυα του, είχε γίνει ξαφνικά όλος ο κόσμος τους κι όχι απλά ένα κομμάτι του, τους πρόσφερε χαμόγελα που χρειάζονταν και προβληματισμούς που δεν ήθελαν. Διασημό