Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2023
banner

Our Latest

Το Καπετανόσπιτο - Γράφει η Ελένη Ζηνονίδη

Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...

ΈΝΑ ΤΑΓΚΟ ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ (Διήγημα της Ελευθερίας Καλογνωμά)

                                                                                                          Η καθημερινότητά του είχε γίνει ίδια κι απαράλλαχτη και το μόνο που τον παρηγορούσε ήταν πως αυτή η καθημερινότητα ήταν ακριβώς έτσι και για όλους τους υπόλοιπους. Τους γνωστούς και τους ξένους. Τους γείτονες, τους συνεργάτες, τους φίλους, τους συγγενείς. Μαύρα τα νέα στην τηλεόραση και τι σημασία είχε αν η μέρα έξω ήταν ανοιξιάτικη; Τίποτα δεν άνθιζε πια στις ψυχές των ανθρώπων . «...

'Hταν άραγε..αγάπη;

  Γράφει η Χριστοδούλου Αικατερίνη Δεν ήταν κάτι μεγαλειώδες, κάθε άλλο. Τέσσερις τοίχοι και μια ξύλινη πόρτα. Ένα μικρό μπαλκονάκι, κι ένα σιδερένιο κρεβάτι καταμεσής με θέα τα αστέρια. Έτσι το έβλεπαν. Έτσι το ένιωθαν. Η σοφίτα.. Ήδη, από την πρώτη στιγμή η ζεστασιά και η οικειότητα που προσέφερε, έδινε μια άλλη νότα, διαφορετική, αλλιώτικη στην όλη ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Η φωλιά του έρωτα τους. Η δίκη τους κρυψώνα από όλους και από όλα. Από την πρώτη ανάσα τους μέχρι και την τελευταία στάλα ιδρώτα στα σεντόνια. Από την πρώτη αγκαλιά, το πρώτο φιλί, την πρώτη επαφή.  Αυτό ήταν. Τρία σκαλιά δρόμος και μπροστά τους άνοιγε ο παράδεισος. Ο δικός τους παράδεισος, όπως τον αποκαλούσαν.  Οι μέρες περνούσαν, οι μήνες, τα χρόνια κι ακόμη στεκόταν στο ίδιο σημείο σαν πρώτα, να αγναντεύει το μέρος που φιλοξένησε την αγάπη τους. Ήταν άραγε αγάπη; Δυο δάκρυα και ένα ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη ήταν αρκετά για να την επαναφέρουν στην πραγματικότητα.  Το φως τρεμόσβηνε πίσω απ...