Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...
Δεν είχα παρά να ανοίξω τα μάτια, όμως δεν μπορούσα. Δεν μπορούσα ή δεν ήθελα; Μερικές φορές ο φόβος και η αβεβαιότητα για το τι θα αντιμετωπίσεις μόλις τα μάτια ανοίξουν, έχουν μια δύναμη απίστευτη. Μπορούν να σε κάνουν να νοιώσεις άρρωστος ή -ακόμα χειρότερα- εγκλωβισμένος. Το ένα μάτι άνοιξε δειλά. Κάπου στο βάθος του μυαλού, προφανώς υπήρχε ένας κόκκος θάρρους, που κατάφερε να βγει στην επιφάνεια και να δώσει την εντολή. Περίεργο! Το άλλο μάτι ακολούθησε και το μυαλό μου πλημύρισε φως. Γύρισα και κοίταξα το ρολόι. Ήταν νωρίς ακόμα. Μόλις 7 το πρωί. Δεν θυμάμαι να έχω ξυπνήσει ποτέ από μόνη μου τέτοια ώρα, εκτός από τότε που πήγαινα σχολείο και θα πηγαίναμε εκδρομή. Τότε σχεδόν δεν κοιμόμουν από το άγχος μου μην μείνω πίσω. Χαμογέλασα στην ανάμνηση και σηκώθηκα. Αφού ξύπνησα, δεν υπήρχε λόγος να παραμένω ξαπλωμένη και να κοιτάζω το ταβάνι. Οι κινήσεις μηχανικές σχεδόν. Πλένω το πρόσωπο, βουρτσίζω τα δόντια, αλλά αποφεύγω να κοιτάξω το είδωλο μου στον...