Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καλώς ήρθες

Αναγνώστης, συγγραφέας, αρθρογράφος ή και απλός περαστικός... Είναι τιμή μας να σε έχουμε στην παρέα μας!

Επιλεγμένα

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

  "ΜΠΛΕΞΑΝ ΟΙ ΖΩΕΣ ΜΑΣ" Νεκταρία Μαρκάκη Περίληψη Σε μια πόλη που πνίγεται στο γκρίζο, ένας άνθρωπος χρωματίζει τις ζωές δύο αγνώστων, δίνοντας τους ένα χέρι βοηθείας την στιγμή που και οι δύο ήταν έτοιμοι να παραδώσουν τα όπλα. Ο Μάρκος έχει μάθει να δίνει απλόχερα με μοναδικό αντάλλαγμα, για όποιον το θέλει, να προσφέρει και αυτός με την σειρά του σε κάποιον. Ένα καλός λόγος σε μία γυναίκα και λίγα τρόφιμα σε έναν άστεγο άνδρα είναι αρκετά για να φέρουν κοντά έξι ανθρώπους που θα ζήσουν ένα θαύμα. “Μία απλή πράξη καλοσύνης μπορεί να φέρει αλυσιδωτές αντιδράσεις ευτυχίας!” Βρείτε το βιβλίο μέσω του eshop makestorytelling.com σε αποκλειστική συνεργασία με τη συγγραφέα και την ομάδα συνεργασίας.  ΘΕΛΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ! Λίγα Λόγια για τη Νεκταρία Μαρκάκη Η Νεκταρία Μαρκάκη γεννήθηκε στην Αθήνα και η αγάπη της για τη συγγραφή ξεκίνησε στα εφηβικά της χρόνια, όταν αποτύπωσε για πρώτη φορά στις σκέψεις της σε χαρτί. Το 2013 μοιράστηκε το πρώτο της δημιούργημα στην εφαρμογή συγγραφέων Wa

Μια ηλιόλουστη μέρα

 


Δεν είχα παρά να ανοίξω τα μάτια, όμως δεν μπορούσα. Δεν μπορούσα ή δεν ήθελα;

Μερικές φορές ο φόβος και η αβεβαιότητα για το τι θα αντιμετωπίσεις μόλις τα μάτια ανοίξουν, έχουν μια δύναμη απίστευτη. Μπορούν να σε κάνουν να νοιώσεις άρρωστος ή -ακόμα χειρότερα- εγκλωβισμένος.

Το ένα μάτι άνοιξε δειλά. Κάπου στο βάθος του μυαλού, προφανώς υπήρχε ένας κόκκος θάρρους,  που κατάφερε να βγει στην επιφάνεια και να δώσει την εντολή.

Περίεργο!

Το άλλο μάτι ακολούθησε και το μυαλό μου πλημύρισε φως. Γύρισα και κοίταξα το ρολόι. Ήταν νωρίς ακόμα. Μόλις 7 το πρωί.

Δεν θυμάμαι να έχω ξυπνήσει ποτέ από μόνη μου τέτοια ώρα, εκτός από τότε που πήγαινα σχολείο και θα πηγαίναμε εκδρομή. Τότε σχεδόν δεν κοιμόμουν από το άγχος μου μην μείνω πίσω.

Χαμογέλασα στην ανάμνηση και σηκώθηκα. Αφού ξύπνησα, δεν υπήρχε λόγος να παραμένω ξαπλωμένη και να κοιτάζω το ταβάνι. 

Οι κινήσεις μηχανικές σχεδόν. Πλένω το πρόσωπο, βουρτσίζω τα δόντια, αλλά αποφεύγω να κοιτάξω το είδωλο μου στον καθρέφτη. Πάω στην κουζίνα και ετοιμάζω καφέ,  ενώ το μάτι μου πέφτει στο άχτιστο οικόπεδο που φαίνεται από το παράθυρο της κουζίνας. Μια εικόνα που κοιτάω σχεδόν κάθε μέρα και σχεδόν πάντα δεν μου κάνει καμιά ιδιαίτερη αίσθηση.

Σήμερα όμως κάτι τράβηξε την προσοχή μου.

Έβγαλα το μπρίκι από το γκαζάκι και βγήκα στο μπαλκόνι.

Ένας σκύλος έψαχνε επίμονα κάτι. Σαν μανιακός έσκαβε. Σαν να κρεμόταν η ζωή του από αυτό που κρυβόταν από κάτω. Μια φωνή με έκανε να τρομάξω και ανάγκασε τον σκύλο να σταματήσει και να οπισθοχωρήσει.

«Φτάνει Ρόκυ! Μια μέρα θα βρεθεί ο ιδιοκτήτης και θα μας κάνει μήνυση για τις τρύπες που ανοίγεις.»

Ο σκύλος πλησίασε το αφεντικό του και κούνησε την ουρά χαρούμενος, ενώ παράλληλα έριξε μια τελευταία ματιά στο ανολοκλήρωτο έργο του.

Έφυγαν, όμως εγώ έμεινα να κοιτάζω την τρύπα σαν να περίμενα πως κάτι θα βγει από μέσα. Το ξυπνητήρι που ακούστηκε από το υπνοδωμάτιο, με έβγαλε από την ηρεμία μου. Μπήκα ξανά στο σπίτι, ήπια τον καφέ μου και ετοιμάστηκα.

Πριν φύγω, διακινδύνευσα μια μάτια στον καθρέφτη. Όχι γιατί είχα περιέργεια να δω το είδωλό μου. Μια επιβεβαίωση απλά πως ήμουν ευπαρουσίαστη.

Μια γυναίκα γύρω στα 30 με κοιτούσε θλιμμένα. Δεν ήταν όμορφη με την κλασσική έννοια της λέξης. Μερικά κιλάκια παραπάνω τα είχε, όπως και μερικές άσπρες τρίχες στο κεφάλι για να της θυμίζουν πως μεγάλωνε. Τα μάτια ήταν καστανά και μεγάλα και πέρα από την θλίψη της, είχαν και μια ζεστασιά που την έκανε να χαμογελάσει.

Αρκετά!

Κλείδωσα την πόρτα του σπιτιού και ξεκίνησα. Η αναμονή για το λεωφορείο πάντα με εκνεύριζε. Τόσα χρόνια δεν είχα πάρει ποτέ την απόφαση να μάθω να οδηγώ και κάθε μέρα έλεγα πως την επομένη, θα έπαιρνα μαζί ένα βιβλίο για να περνάω την ώρα μου.

Ποτέ δεν το έκανα όμως. Ίσως αν το είχα κάνει, να μην έβλεπα το αυτοκίνητο που σταμάτησε στο φανάρι μπροστά από την στάση.

Το ήξερα αυτό το αμάξι. Όπως ήξερα και την οδηγό του. Με είδε, όπως την είδα κι εγώ, όμως προσποιήθηκε πως έψαχνε ένα σταθμό στο ραδιόφωνο. Το ίδιο έκανα και εγώ ψάχνοντας κάτι στην τσάντα μου.

Γιατί το κάνω αυτό;

Την στιγμή που πήρα την απόφαση να σταματήσω να την αγνοώ, το φανάρι άναψε πράσινο και το αυτοκίνητο ξεκίνησε.

Μερικά λεπτά μετά, το λεωφορείο έκανε την εμφάνιση του και βιάστηκα να επιβιβαστώ, διώχνοντας επιδέξια την προηγούμενη συνάντηση από το μυαλό μου.

Άλλη μια μέρα ξεκίνησε.

Βάλθηκα να χαζεύω τους πεζούς και τα αυτοκίνητα μέσα από το τζάμι, όπως έκανα τόσα χρόνια.

Η διάθεσή μου δεν βελτιώθηκε καθόλου και μάλιστα χειροτέρεψε όταν μπαίνοντας στην εταιρία που δούλευα, πρόσεξα μια περίεργη αναστάτωση.

Πλησίασα και ρώτησα μια συνάδελφο.

«Η Κατερίνα, η λογίστρια. Είχε ένα τροχαίο.»

«Είναι καλά; Πού την έχουν;»

«Στην εντατική στο ΚΑΤ. Δεν ξέρουν αν θα συνέρθει και πότε. Όμως…»

Κόμπιασε και με κοίταξε με αμηχανία.

«Έλα λέγε...»

«Είχε μαζί την κόρη της. Η μικρή δεν τα κατάφερε. Μάλλον δεν φορούσε ζώνη.»

Ακούμπησα στον τοίχο πίσω μου γιατί ξαφνικά τα πόδια μου δεν με κρατούσαν. Τώρα καταλάβαινα την αμηχανία της Ειρήνης.

«Είσαι καλά;»

Τι να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση; Δυστυχώς ήμουν καλά. Εγώ ήμουν καλά.

«Ειρήνη κάνε μου μια χάρη. Δικαιολόγησέ με στο αφεντικό. Αύριο θα είμαι στην θέση μου και θα δουλέψω διπλή βάρδια αν θέλει, πες του.»

Έφυγα σαν κυνηγημένη. Χρειαζόμουν επειγόντως αέρα.

Σταμάτησα ένα ταξί και μπήκα μέσα, αγνοώντας την απορημένη έκφραση του οδηγού που με κοιτούσε σαν να ήμουν φάντασμα.

«Στο πρώτο νεκροταφείο.» του είπα και εκείνος κούνησε το κεφάλι καταφατικά και το ύφος του άλλαξε. Με κοίταξε με συμπάθεια.

Πλήρωσα και κατέβηκα σχεδόν τρέχοντας. Άνθρωποι και αυτοκίνητα γύρω μου, όμως εγώ δεν έβλεπα τίποτα. Έπρεπε απλά να φτάσω στον προορισμό μου όσο ακόμα είχα οξυγόνο στα πνευμόνια μου.

Σταμάτησα μπροστά στο μνήμα και κοίταξα τα πρόσωπα που με κοιτούσαν χαμογελαστά. Ο άντρας και η κόρη μου.

Ένας νέος άντρας που σήμερα θα ήταν 35 ετών και ένα κοριτσάκι. Ένα κοριτσάκι που για μένα θα ήταν πάντα 3 ετών. Ένα κοριτσάκι που ήταν κομμάτι μου και κομμάτι του, όμως την πήρε μαζί του και με άφησαν μόνη.

Το οξυγόνο μου τελείωσε και γονάτισα. Τα δάκρυα που πίστευα πως είχαν στερέψει πια, εμφανιστήκαν σαν ξαφνική μπόρα που ξέσπασε ανεξέλεγκτη.

Όμως όλες οι μπόρες σταματούν κάποια στιγμή και μερικές φορές βγαίνει ένα ουράνιο τόξο που σε κάνει να χαμογελάσεις και σου δίνει ελπίδα.

Το άγγιγμα στον ώμο μου με έκανε να τιναχτώ ξαφνιασμένη. Γύρισα και είδα το τελευταίο άτομο που περίμενα να δω.

«Συγγνώμη. »

Δεν ήμουν σίγουρη πως την άκουσα καλά. Άλλωστε στην κατάσταση που ήμουν εκείνη την στιγμή δεν νομίζω πως είχα επαφή με το περιβάλλον γύρω μου.

«Σούλα;»

Ψέλλισα το όνομα της περισσότερο για να επιβεβαιώσω την παρουσία της.

«Εγώ είμαι. Συγγνώμη.»

«Γιατί ζητάς συγγνώμη; »

«Για όλα φαντάζομαι. Για τις μέρες που όπως σήμερα έκανα πως δεν σε είδα. Για τις μέρες που σε άφησα να περάσεις τις δυσκολίες μόνη σου. Γιατί ο αδελφός μου δεν θα με συγχωρούσε ποτέ, αν ήξερε τον τρόπο που σου φέρθηκα τότε…»

«Γιατί τώρα;»

«Γιατί είμαι έγκυος και μόνο στην σκέψη του πόνου που έζησες, η καρδιά μου σφίγγεται.»

«Περιμένεις μωρό;»

Το χαμόγελο ξεπήδησε χωρίς να το καταλάβω και ασυναίσθητα πήγα να χαϊδέψω την κοιλιά της, όμως κρατήθηκα.

«Αυτό ήρθα να τους πω. Για αυτό είμαι εδώ. Για να τους ζητήσω να με προσέχουν. Εμένα και το μωρό μου.»

Γύρισα και κοίταξα την φωτογραφία τους.

«Δεν χρειάζεται να το ζητήσεις. Θα το έκαναν έτσι κι αλλιώς. Έχεις χρόνο για έναν καφέ;»

Η ερώτηση μου την ξάφνιασε και φάνηκε, αλλά δέχτηκε. Άφησε τα λουλούδια που κρατούσε πάνω στο μνήμα και με έπιασε από το μπράτσο όπως έκανε πάντα. Τότε που κάναμε παρέα. Πριν καν τα φτιάξω με τον αδελφό της και αλλάξει όλη η ζωή μου.

Η ηρεμία του χώρου με γαλήνεψε και η είδηση για την νέα ζωή που ήταν καθοδόν, αποδείχτηκε το δικό μου ουράνιο τόξο.

«Πότε με το καλό;»

Μια απλή ερώτηση και αυτή τη φορά το χέρι μου δεν σταμάτησε και χάιδεψε την κοιλιά που ακόμα δεν είχε φουσκώσει.

«Αν όλα πάνε καλά θα γεννηθεί κοντά στην ημερομηνία γέννησης του Νίκου.»

Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα στην σκέψη του αδελφού της.

«Όχι άλλα δάκρυα. Όλα γίνονται για κάποιο λόγο.»

«Αλήθεια το πιστεύεις αυτό;»

«Κάποιες φορές, ναι.»

«Σε θέλω δίπλα μου. Ξέρω πως δεν έχω δικαίωμα να στο ζητάω μετά από όσα έκανα,  αλλά σε χρειάζομαι.»

«Θα είμαι.»

Αυτές οι δυο λεξούλες, ειπωμένες με τόση σιγουριά, ήταν αυτό που χρειαζόμουν και εγώ να ακούσω. Και τότε συνειδητοποίησα πως η μέρα σήμερα ήταν ηλιόλουστη και ας ήμασταν στην καρδιά του χειμώνα.

Σήκωσα το πρόσωπο και κοίταξα τον ανέφελο ουρανό.

Ήταν και οι δυο εκεί.

Με χαιρετούσαν και μου χαμογελούσαν, λίγο πριν η μικρή μου κυνηγήσει ένα κουνελοσύννεφο, που εμφανίστηκε ξαφνικά και ο Νίκος τρέξει πίσω της.

Σχόλια

  1. Να που καμιά φορά, ένα απλό κείμενο, μικρό, λιτό, μπορεί να προξενήσει συναισθήματα! Καταλαβαίνω τώρα προς τι τα καλά λόγια που άκουσα για σένα Αγλαΐα! Μπράβο σου και καλή αρχή!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πάρα πολύ όμορφο, ανθρώπινο, δυνατό σε αισθήματα, βαθύ σε αλήθειες, παραστατικό σε αφήγηση και εικόνες.
    Η απώλεια δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη. Δεν είναι καθόλου αποδεκτή. Όσες σοφίες και αν ψελλίσουν κάποιοι, ακούγονται ως λόγια του αέρα ή το καλύτερο λόγια μιας παρηγοριάς. Τίποτα άλλο.
    Φυσικά και όλα περνούν. Φυσικά και ο χρόνος σκεπάζει τα πάντα από πάνω του. Μένουν μονάχα κάποιες "ανασκαφές" στη μνήμη μας για να ανακαλύψουμε ξανά την απουσία και τον πόνο.
    Η σκηνή του σκύλου που σκάβει δεν ξέρω αν γράφτηκε τυχαία αλλά έχει το δικό του συμβολισμό.
    Καλησπέρα Αγλαΐα, με άγγιξες πολύ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ παρα πολυ Γιάννη! Χαίρομαι που οπως φαίνεται μπορω να ακουμπήσω λιγακι τα ευαισθητα σημεία σας με τη γραφη μου. Οι συμβολισμοί θα μπορουσαν να ειναι τυχαίοι, αλλά γραφήκαν σε μια στιγμή της ζωης μου που εψαχνα παρηγορια στα πιο καθημερινα πράγματα, οπότε όχι. Δεν ηταν τυχαίο.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Back to Top