Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καλώς ήρθες

Αναγνώστης, συγγραφέας, αρθρογράφος ή και απλός περαστικός... Είναι τιμή μας να σε έχουμε στην παρέα μας!

Επιλεγμένα

KΟΝΤΑ ΜΑΣ Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΕΛΕΝΗ ΣΙΝΤΟΥ

 Η Ελένη Σίντου γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Ιωάννινα. Σπούδασε Πληροφορική και ΜΜΕ στο ΑΤΕΙ Πάτρας (Παράρτημα Πύργου). Είναι μητέρα δύο παιδιών και λατρεύει το διάβασμα και τα ταξίδια. Το πρώτο της μυθιστόρημα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λυκόφως με τίτλο Αρλίν. Τον Μάρτιο του 2023 εκδόθηκαν τα Αδαμάντινα Τείχη και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους τα Αδαμάντινα Τείχη Φιανκέτο, από τις εκδόσεις Ελκυστής. Επισης στις 20 Δεκεμβρίου του 2023 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα 7 Κόκκινα Φεγγάρια, σε μορφή e- book, από τις εκδόσεις CarmelasBooks .Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής και λογοτεχνίας του φανταστικού, το Master Class Συγγραφής του Κώστα Κρομμύδα, τα σεμινάρια Φιλολογικής και Λογοτεχνική επιμέλειας του Βαγγέλη Ιωσηφίδη, όπως επίσης και το σεμινάριο «Εγκληματολογία: στο μυαλό ενός δράστη» του ΚΕΔΙΒΙΜ Παντείου. Αγαπά και θαυμάζει τον Τόλκιν, τον John Verdon και την αστυνομική λογοτεχνία. Είμαι μητέρα δύο μικρών κοριτσιών και μου αρέσουν τα ταξίδια. ΑΔΑΜΑΝΤΙΝΑ ΤΕΙΧΗ - ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ Β

Εγώ

 

                                                                           Εγώ

 


Είχα ξεχάσει ότι στην Ελλάδα κάνει τόση ζέστη. Ο καιρός στη Σουηδία δεν έχει καμία σχέση με τον καυτό ελληνικό ήλιο που μου καίει το δέρμα. Πέντε χρόνια αποχής από τα ελληνικά εδάφη. Μόλις χθες το μεσημέρι φορούσα τη ζεστή μου φούτερ στο διαμέρισμα της οδού Φρέντσαταν και τώρα το αμάνικο μπλουζάκι μου προκαλεί αναθυμιάσεις.

Η γυναίκα απέναντί μου με κοιτάζει όπως ακριβώς της ζήτησα. Με το βλέμμα εκείνης που με γνωρίζει για πρώτη φορά, ακόμα κι αν είναι διαφορετικός ο πραγματικός της ρόλος στη ζωή μου.

Μία συνέντευξη είναι μόνο, Μαρινέτ… Αύριο θα είσαι σπίτι.

Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως, αυτό για το οποίο ήρθα στην Ελλάδα, θα έχει μία όμορφη κατάληξη, μα το μόνο που καταφέρνω είναι να με αγχώνω περισσότερο.

Πού είναι τα τσιγάρα όταν τα χρειάζεσαι, το κέρατό μου…;

«Όποτε είσαι έτοιμη» μου λέει γλυκά η τόσο οικεία φωνή και τα ίδια πρασινοκαφέ μάτια της χαμογελάνε.

Χαμογελάω αμήχανα και πίνω ακόμα μία γουλιά από τον ελληνικό καφέ μου.

«Έτοιμη είμαι» νεύω και τη βλέπω να πατάει το κουμπί της ηλεκτρονικής συσκευής που θα καταγράφει τη συνομιλία μας.

«Κατ’ αρχάς θέλω να σε ευχαριστήσω που είσαι εδώ σήμερα. Δεν περίμενα πως θα δεχτείς να έρθεις στην Ελλάδα για μία συνέντευξη και να επιστρέψεις το πρωί της επομένης στο Σούντσβαλ».

«Πέντε χρόνια σιωπής είναι πολλά, δε νομίζεις; Άλλωστε… δεν είχα να χάσω κάτι. Χρειαζόσασταν τα λόγια μου, όπως μου είπες στο τηλέφωνο. Ορίστε λοιπόν… τα έχετε».

«Γιατί είμαστε εδώ, είναι η πρώτη μου ερώτηση. Έχεις κάποιο συναισθηματικό δέσιμο με το μέρος αυτό;»

Κοιτάζω δεξιά και αριστερά και το βλέμμα μου πέφτει ξανά στη γυναίκα απέναντι μου, ενώ σηκώνω τους ώμους αδιάφορα.

«Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι, βασικά. Είμαστε εδώ γιατί όσοι μας ακούσουν από τα διπλανά τραπέζια, δε θα με ξαναδούν και δε θα τους ξαναδώ κι εγώ. Μ’ ενοχλεί να πηγαίνω σε μέρη που γνωρίζω και με γνωρίζουν αντίστοιχα. Ή μάλλον… πιστεύουν πως με γνωρίζουν».

«Ποιος θα έλεγες ότι σε ξέρει καλύτερα, πέραν του εαυτού σου, φυσικά» ρωτά εύστοχα και είμαι σίγουρη πως η ερώτηση εκείνη γίνεται για να με αναγκάσει να της πω αυτό που θέλει να ακούσει. Μα η κυρία απέναντί μου, σφάλλει.

«Το ταβάνι μου» απαντάω απόλυτα κοιτώντας την ευθεία στα μάτια, δίνοντας της να καταλάβει ότι βγαίνει ελαφρώς από το ρόλο της και αυτό δεν το θέλουμε.

«Μάλιστα…» απαντάει καθαρίζοντας τον λαιμό της πριν ρίξει στο τραπέζι την επόμενη ερώτησή της. «Έφυγες από την Ελλάδα πριν πέντε χρόνια. Πώς σε βρίσκουμε, λοιπόν, μετά από την εγκατάλειψη των ακαδημαϊκών σου σπουδών;»

«Με βρίσκετε 25 ετών, αρτιμελή και ζωντανή» απαντάω αστειευόμενη, μα δε δείχνει να της αρέσει ούτε αυτή μου η απάντηση. Αναστενάζω και επαναδιατυπώνω την απάντηση μου. «Ζω στη Σουηδία, στο Σούντσβαλ, μία μικρή και ήσυχη παραλιακή συνοικία, καθώς αγαπάω τη θάλασσα. Τη βιβλιοθήκη μου στολίζουν, συν τοις άλλοις, τα τέσσερα βιβλία μου και στο μπρελόκ των κλειδιών μου βρίσκεται κι εκείνο του βιβλιοπωλείου στο οποίο εργάζομαι τα τελευταία τρία χρόνια».

«Τέσσερα βιβλία γραμμένα στα Σουηδικά! Δεν είναι και λίγο για κάποια που μιλούσε σπαστά τη γλώσσα πριν φύγει για να κυνηγήσει το όνειρο».

Ειρωνεύτηκε λίγο στο τέλος ή είναι η ιδέα μου;

«Τα όνειρα είναι για να τα κυνηγάμε. Άσχετα, αν έχουν καταντήσει τα τελευταία χρόνια να μετατρέπονται σε μπαλόνια που κάποιος ανίδεος σπάει με καρφίτσες».

Μην επιτίθεσαι κορίτσι μου, τη δουλειά της κάνει.

Συμμαζεύω τον εαυτό μου και της χαμογελάω.

«Συγγνώμη, αλλά είναι κάποια θέματα πολύ ευαίσθητα».

Μου νεύει με το χέρι της πως δε τρέχει κάποιο θέμα και συνεχίζει.

«Η ερώτηση που τίθεται σε κάθε συγγραφέα. Γιατί γράφεις και πιο συγκεκριμένα, γιατί υπο-γράφεις ως Μαρινέτ;»

Αποκλείεται να το άκουσα αυτό. Έχω σταθεί ακίνητη με το χέρι μετέωρο καθώς πάω να πιάσω την κούπα του καφέ μου. Αποκλείεται να με ρώτησε τον λόγο που γράφω, θα παράκουσα, σίγουρα!

«Συγγνώμη, σε έχασα για λίγο, επαναλαμβάνεις;»

«Ναι, φυσικά! Σε ρώτησα τον λόγο που σε ώθησε εξ αρχής στο γράψιμο».

Όχι, δεν παράκουσα.

Αφήνω το χέρι μου να πέσει χωρίς να πιω τη γουλιά εκείνη του καφέ που ήθελα και κοιτάω για λίγες στιγμές στα δεξιά μου, αποπροσανατολισμένα.

«Νομίζω… Νομίζω ότι γράφω γιατί είμαι δειλή στις κουβέντες. Στο μπλα μπλα, κατάλαβες. Όσο κι αν πάλεψαν οι δικοί μου για να γίνω ένα άτομο που θα τα λέει έξω από τα δόντια, δεν κατάφεραν πολλά. Δε μου αρέσει να ενοχλώ τον άλλον με τη γνώμη μου. Την κρατάω για μένα, καθώς δεν υπάρχει λόγος να οδηγηθούμε σε εντάσεις και καταλήγω αυτή τη γνώμη… να τη γράφω. Βουβά είναι όλα πιο όμορφα. Όσο για το… Μαρινέτ, Αννέτα-Μαρία είναι το βαφτιστικό μου. Αλλά επειδή τη ζωή μας την καθορίζουμε εμείς και όχι οι αποφάσεις των γονιών και τον παππούδων μας, έγινα η Μαρινέτ. Το λες και μία μίνι επανάσταση από μία άκρως μη-επαναστατική φύση…»

Την είδα προβληματισμένη. Πώς να μην είναι, άλλωστε;

«Δε θα έλεγα πως είσαι δειλή…» μου λέει παρασυρόμενη, αλλά μαζεύει τα λόγια της γρήγορα καταλαβαίνοντας πως ξέφευγε από τα όρια του ρόλου που ενσαρκώνει τώρα.

«Πότε ξεκίνησες, λοιπόν, να προτιμάς τα βουβά λόγια σου; Πότε ξεκίνησες το συγγραφικό σου ταξίδι;»

Γέλασα στιγμιαία χωρίς να κρατηθώ.

«Αν με ρωτούσες πριν έξι-επτά χρόνια, θα σου απαντούσα πως ξεκίνησα να γράφω στην πρώτη λυκείου. Όμως σήμερα θα σου πω πως το πρώτο μου λογοτεχνικό γραπτό ολοκληρώθηκε στην πέμπτη δημοτικού».

Σήκωσε το φρύδι της απορημένη. Όχι, φυσικά… δε θυμόταν.

Ούτε κι εγώ θυμόμουν, μαμά…

«Η τότε δασκάλα μου, είχε μία ιδέα να βγούμε για μια φορά από τα καλούπια και τις φόρμες των εκθέσεων που γράφαμε μέχρι τότε. Μας πέταξε στον πίνακα δύο λέξεις, αν θυμάμαι καλά ήταν νυχτερίδα και σταφύλι, και μας προέτρεψε να γράψουμε μία ιστοριούλα που θα μας έρθει στο μυαλό. Στις εκθέσεις δεν υπήρξα ποτέ καλή. Δε μου άρεσε αυτός ο εξαναγκασμός του να γράψω για ένα θέμα, κατέληγα κάθε φορά με πολύ λιγότερες λέξεις απ’ όσες ζητούσε η εκφώνηση. Αντίθετα, σε αυτή την άσκηση της δασκάλας μου, έγραψα τεσσερισήμισι σελίδες, από εκείνες των μικρών τετραδίων με το περιθώριο στα αριστερά. Το καταχάρηκα κι εγώ και η δασκάλα. Θυμάμαι να επιστρέφω σπίτι και να λέω στη μητέρα μου πως για πρώτη φορά τα πήγα τέλεια! Αυτή ήταν η πρώτη μου προσπάθεια, την οποία τώρα αναγνωρίζω ως λογοτεχνικό βήμα. Τότε δεν ήξερα πού παν’ τα τέσσερα».

Φυσικά και το είχε ξεχάσει. Τα μάτια της είχαν γεμίσει με μία μικρή λάμψη, μα είχαν σκουρύνει ταυτόχρονα. Το είχε ξεχάσει και ντρεπόταν… Εισέπνευσε βαθιά κοιτάζοντας στιγμιαία αλλού κι έπειτα επέστρεψε σε μένα.

«Μετά;»

«Μετά… ξεκίνησα να γράφω στη δευτέρα γυμνασίου. Δεν ήξερα ούτε τότε, τι έγραφα, πώς και γιατί. Απλά ήξερα πως αυτό που έκανα, ότι αφηγούμουν φανταστικές ιστορίες με φανταστικούς ανθρώπους, δηλαδή, με έκανε να περνάω όμορφα τον χρόνο μου. Ήταν κάτι που με γέμιζε, με έκανε να ξεχνιέμαι».

Σταμάτησα. Την κοίταξα στα μάτια ζυγίζοντας στο μυαλό μου αυτό που ετοιμαζόμουν να πω. Αλλά κάποια στιγμή… έπρεπε να το ακούσει αυτό το παράπονο που το σέρνω μαζί μου από τότε.

Συγγνώμη μαμά… Μη βγεις από το ρόλο σου, σε εκλιπαρώ, άσε με να μιλήσω.

«Είχα ένα ημερολόγιο…» ξεκίνησα και εκείνη έγειρε ελαφρώς το κεφάλι της, μην κατανοώντας ακόμα την κατάληξη μου. «Για την ακρίβεια, κρατάω ημερολόγιο από την πέμπτη δημοτικού. Τα φυλάω όλα σε ένα κουτί στο σπίτι μου, πότε πότε τα ξεφυλλίζω και θυμάμαι. Το μόνο που λείπει, είναι εκείνο της δευτέρας γυμνασίου. Και αυτό γιατί…»

Βγαλ’ το από μέσα σου πια!

«Γιατί πετάχτηκε. Οι δικοί μου δεν νοούσαν πως ένα κορίτσι της ηλικίας μου έγραφε λόγια για έρωτες, για μάτια μπλε, για καρδιές που χτυπούσαν, για όνειρα, για αναμονές. Και αυτό το… δαιμονικό αντικείμενο που τόσο κακό μου έκανε… πετάχτηκε στα σκουπίδια».

Το πρόσωπο της είχε παγώσει. Αλλά δυστυχώς δεν είχα τελειώσει ακόμα.

«Ξέρεις τι; Μπορεί τότε να μη με πείραξε πολύ. Ήταν λίγες σελίδες γραμμένες, σιγά! Θα έγραφα κι άλλες στα κρυφά. Κάτι το οποίο, όχι, δεν έκανα μέχρι την πρώτη λυκείου. Αλλά τώρα… με πονάει τόσο πολύ! Είναι… είναι τα πρώτα μου βήματα, είναι οι πρώτες μου σκέψεις, τα πρώτα μου συναισθήματα γραμμένα στο χαρτί. Η πρώτη μορφή της γραφής μου. Ναι, θυμάμαι τι έγραφα. Αλλά… άλλο η θεωρία… και άλλο το να μπορώ να με διαβάζω. Να μπορώ να χαμογελάσω με την Μαρινέτ της δευτέρας γυμνασίου που τότε ήταν απλώς η… Μαρία».

Έριξε το βλέμμα της από πάνω μου κι άνοιξε την τσάντα της.

«Γιατί σταμάτησες;» με ρώτησε αφοπλίζοντας με.

Όχι, δεν πίστευα πως ήθελε να μάθει κι άλλα. Ίσως πάλι να ήθελε να τιμωρήσει τον εαυτό της με όσα άκουγε από μένα και την πίκραιναν.

«Γιατί με πείσανε. Με έπεισαν πως είναι κακό αυτό που κάνω. Πως δε μου επιτρέπεται να εκφράζω έναν πλασματικό έρωτα στο χαρτί. Ξέρεις τι έκαναν;» ρώτησα και πλησίασα τον κορμό μου περισσότερο στο τραπέζι. Με κοίταξε. «Πήραν αυτό το όνειρο και σαν ένα από τα μπαλόνια που σου έλεγα πριν, το έσπασαν με μια καρφίτσα. Αυτή την καρφίτσα την ονόμαζαν «πρέπει». Και με αυτή τρυπούσαν κι εμένα για δύο χρόνια».

Είχε τραβήξει ήδη δύο τζούρες από το τσιγάρο που μόλις είχε ανάψει. Το πακέτο το άφησε πάνω στο τραπεζάκι, ανάμεσα μας. Είχε χλομιάσει το πρόσωπό της. Ξαφνικά οι ρυτίδες της φάνηκαν να μετατρέπονται σε χαράδρες χρόνων.

«Πόνεσες ποτέ ξανά;» με ρώτησε αργά, η φωνή της είχε βαρύνει. «Έχεις ξαναπονέσει για κάποιο γραπτό σου;»

Έκλεισα τα μάτια γιατί μόλις είχα συνειδητοποιήσει πόσο πόνο θα έκρυβε η απάντηση μου. Η γυναίκα απέναντί μου έβγαινε σιγά σιγά από τον ρόλο της δημοσιογράφου και επανερχόταν σε εκείνο της μητέρας μου. Όμως θα εκμεταλλευόμουν το παιχνίδι εκείνο, τη συμφωνία εκείνη, να μη με μεταχειριστεί σα μάνα, αλλά σαν μία ξένη. Εφόσον συμφώνησε, θα πρέπει να κρατήσει τον ρόλο της μέχρι να φύγουμε από την καφετέρια. Γι’ αυτό κι εγώ μίλησα. Γιατί μπροστά μου είχα μία… ξένη.

«Όταν έπρεπε να σώσω τον πρωταγωνιστή μου…» απάντησα και έμεινα για λίγο σιωπηλή. Δε γινόταν να το κρατήσω άλλο κρυφό. «Τότε ξεκίνησα και το κάπνισμα» κατέληξα και άρπαξα το κουτί με τα τσιγάρα που είχε αφήσει πάνω στο τραπεζάκι.

Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και παρακολούθησαν κάθε κίνηση μου, μέχρι να φυσήξω τον καπνό ενός αναμμένου τσιγάρου στον αέρα.

Άσε με να σου μιλήσω μαμά, απλά μην κάνεις τίποτα που θα με σταματήσει…

«Γιατί;» ρώτησε ξεψυχισμένα, με βλέμμα που ικέτευε να παύσω κάθε μου κίνηση και δεν είμαι σίγουρη αν με ρωτούσε γιατί κάπνιζα, ή γιατί ήθελα να σώσω τον πρωταγωνιστή μου. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ αν με ρωτούσε η μητέρα μου ή η δημοσιογράφος.

«Γιατί ήθελα!» απάντησα και για τις δύο ερωτήσεις. «Γιατί εκεί που όλοι τον κατηγορούσαν, εγώ ξυπνούσα και κοιμόμουν με το ίδιο βάρος στο στήθος, πως έχω την υποχρέωση να τον σώσω από το άσχημο τέλος. Γιατί ήταν παιδί μου, γιατί τον αγαπάω, γιατί έχω ευθύνη απέναντι του. Να τον σώσω… Γιατί κι εκείνος μ’ αγαπούσε…»

Έσβησε το τσιγάρο της και είδα πως ένα δάκρυ της έτρεξε στο μάγουλο.

Συγγνώμη που δε με έσωσα από τον καπνό, μαμά.

«Λένε πως… κάποια παιδιά δεν αγαπάνε τους γονείς τους. Εσύ ήσουν πλασματική μαμά, όσο πλασματικός ήταν κι εκείνος. Γιατί να σ’ αγαπάει από την στιγμή που τον οδηγούσες στον θάνατο;» με ρώτησε.

Τράβηξα μία τζούρα από το τσιγάρο και κοίταξα αλλού.

«Δεν ξέρω αν υπάρχουν παιδιά που δεν αγαπούν. Ξέρω όμως πως υπάρχουν γονείς που δε θέλησαν να παραχωρήσουν χρόνο στα παιδιά τους για να τους μάθουν την αγάπη».

Την κοίταξα ξανά στα μάτια και αντέδρασα χωρίς δεύτερη σκέψη. Έσβησα το τσιγάρο μου και έκλεισα απότομα το μηχάνημα που κατέγραφε τη συνομιλία μας.

«Καπνίζω, γιατί είμαι συγγραφέας» της είπα απότομα έχοντας στηρίξει τους βραχίονες μου στο τραπέζι. «Καπνίζω γιατί μου ταιριάζει. Όχι γιατί το πήρα από σένα και τον μπαμπά, αλλά επειδή έχω τόσους δαίμονες μέσα μου που θα τρόμαζες αν ήξερες την ύπαρξη τους. Καπνίζω γιατί δε με φαντάζομαι γριά με ρυτίδες και εγγόνια, γιατί κάτι μου λέει πως θα πεθάνω νέα. Δε ξέρω αν θα έχεις φύγει εσύ πρώτη, το ελπίζω. Προσπάθησες να με πείσεις πως είναι κακό, μου έδειχνες συνέχεια το πόσο μετανιώνεις που το άρχισες. Εσύ το άρχισες για έναν γκόμενο. Εγώ το άρχισα γιατί το μέλλον μου δεν το βλέπω! Γιατί με συντροφεύουν οι πλασματικοί εκείνοι, που ονόμασες, τόσο έντονα με συντροφεύουν που νομίζω πως τους ακούω, τους απαντάω κιόλας. Καπνίζω γιατί κάνω σκέψεις που αν τις ήξερες θα σταματούσες να με ρωτάς από την τρίτη λυκείου, αν θέλω να πάω σε ψυχολόγο, θα με είχες στείλει ήδη. Και δε θα κοιμόσουν τα βράδια γιατί θα αναρωτιόσουν τι στο διάολο πάει στραβά με εμένα, πως θα με γιατρέψεις; Όπως τότε με το ημερολόγιο… Πώς θα με κάνεις καλά; Είμαι συγγραφέας, μαμά… Έχω πάρα πολλά χρόνια να αισθανθώ καλά. Οι ήρωες μου πεθαίνουν κι εφόσον πεθαίνουν εκείνοι στους οποίους δίνω πνοή, πεθαίνω κι εγώ! Λυπάμαι που δε με προστάτευσες από τον καπνό, μαμά… Αλλά είμαι συγγραφέας. Και η ψυχή μου δεν είναι ημερολόγιο να την πετάξεις για να με κάνεις καλά».

Σηκώθηκα απότομα από την καρέκλα χωρίς να κοιτάξω τον κόσμο γύρω μου που με κοιτούσε περίεργα.

«Τις υπόλοιπες ερωτήσεις στειλ’ τες μου σε μέιλ. Θα της απαντήσω από το σπίτι».

Άρπαξα την τσάντα μου βιαστικά και χωρίς να κοιτάξω πίσω πήρα τον αντίθετο δρόμο από τον οποίο είχαμε έρθει. Με την καρδιά μου να καίγεται από τον καπνό του τσιγάρου και το μυαλό μου να στέκεται δίπλα στη μαμά που έκρυβε το πρόσωπό της στις χούφτες της.

Συγγνώμη μαμά για το ξέσπασμά μου… Και αν δε σηκώσω το βράδυ το τηλέφωνο είναι που θα σκέφτομαι το πόσο ηλίθια λόγια ξεστόμισα σε εσένα που αγαπάω. Μα, θα με ρωτήσεις αν είμαι καλά, μαμά. Και τις τόσες φορές που με έχεις ρωτήσει, η βουβή καρδιά σου δεν με άκουσε που ούρλιαζα:

Είμαι συγγραφέας, μαμά. Δεν είμαι καλά.



Μarilene

Σχόλια

  1. Μια όμορφη ιστορία μέσα από την οποία διακρίνω κάποιες αλήθειες γύρω από την ζωή. Συμπάθησα την χαρακτήρα της ιστορίας και αυτό διότι μέσα της είδα ένα μικρό κομμάτι των δικών μου καθημερινών σκέψεων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είναι μία χαρακτήρας που απλά θέλει να βγάλει από μέσα της ο,τι της επέβαλαν, εστω κι αν έτσι λαβωνει λεκτικά εκείνη που αγαπάει. Χαίρομαι που ειδες μέσα από τις λέξεις μου ένα μικρό κομμάτι σου!!!

      Διαγραφή
  2. Δε μπορώ να εκφράσω όσα ένιωσα διαβάζοντας. Θα πω απλά ότι δεν είναι τίποτα τυχαίο. ♥️

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δυνατή έκφραση συναισθημάτων. Με προβλημάτισε πολύ αλλά μου άρεσε ο τρόπος γραφής.
    Την Καλημέρα μου,Marilen!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ο προβληματισμός ήταν ο στόχος μου. Χαίρομαι πολύ που κατάφερα να τον περάσω. Ευχαριστώ πολύ!

      Διαγραφή
  4. Ναι με συγκίνησες Ελένη και μάλιστα πολύ. Γιατί είδα στον κόσμο της συγγραφέως, της Μαρινέτ ένα πολύ μεγάλο παράπονο. Μια φορτισμένη καρδιά, που κουβαλούσε μια σειρά από παραμορφώσεις δοσμένες από δικά της αγαπημένα πρόσωπα. Μας προβλημάτισες πάρα πολύ καλή μου φίλη.
    Η σχέση συγγραφέα με τους χαρακτήρες του, αναδεικνύεται με τρόπο εμφανή και πολύ δυνατό. Όπως και η χειραγώγηση, η απογοήτευση, η έλλειψη κατανόησης.
    Καταθέτω την καρδιά μου στο διήγημά σου Ελένη, υπέροχο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ πολύ κύριε Γιάννη για το τόσο "γεμάτο" σχόλιο σας. Η ταύτιση με τους ήρωες φτάνει έως ένα σημείο, αλλά δεν παύει να υπάρχει. Σας ευχαριστώ που είστε εδώ κάθε φορά 💙

      Διαγραφή
    2. Εμείς χαιρόμαστε, Ελένη, που έχουμε μια νέα γυναίκα κοντά μας, με ποιότητα και έφεση στη δημιουργία και στη συγγραφή. Πάντα να είσαι καλά να δημιουργείς και να γράφεις κοπέλα μου.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Back to Top