Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...
Το περιεργαζόμουν σαν να αντίκρυζα πρώτη φορά κάτι του είδους του. Ακόμη κι αν αλλάζω ένα κάθε χρόνο, ακόμη κι αν κρατάω ημερολόγιο από τότε που ήμουν τετάρτη δημοτικού, το συγκεκριμένο διέφερε σίγουρα απ’ ό,τι είχα κρατήσει στα χέρια μου μέχρι σήμερα. Ήταν μπεζ, με μία λεπτή πλαστικοποιημένη στρώση για εξώφυλλο. Ένα φαινομενικά απλό, μπεζ ημερολόγιο. Το οποίο όμως μέσα του… έκρυβε μία ιστορία αγάπης από εκείνες του παλιού κινηματογράφου. Και ανήκε στην προπρογιαγιά μου. Το όνομά της ήταν Καλυψώ. Το επώνυμό της δεν το έμαθα ποτέ. Υπήρχε ανέκαθεν μία μυστικοπάθεια για εκείνη τη γυναίκα. Σαν να ντρεπόταν η προγιαγιά μου για τα κατορθώματα της μάνας της, για τα οποία φυσικά δεν έμαθε ποτέ η γιαγιά μου. Άρα ούτε η μαμά μου. Άρα ούτε κι εγώ. Δεν είχα δει ποτέ φωτογραφία της. Αλλά τη φανταζόμουν με καστανά σγουρά μαλλιά, μεγάλα πράσινα μάτια – δεν ξέρω γιατί πράσινα – και λεπτά χείλη. Νομίζω θα της άρεσαν οι πέρλες. Ξέρω ότι γεννήθηκε το 1905 και ότι είχε έναν αδελφό, τον Μεμά. Άθλ...