Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καλώς ήρθες

Αναγνώστης, συγγραφέας, αρθρογράφος ή και απλός περαστικός... Είναι τιμή μας να σε έχουμε στην παρέα μας!

Επιλεγμένα

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

  "ΜΠΛΕΞΑΝ ΟΙ ΖΩΕΣ ΜΑΣ" Νεκταρία Μαρκάκη Περίληψη Σε μια πόλη που πνίγεται στο γκρίζο, ένας άνθρωπος χρωματίζει τις ζωές δύο αγνώστων, δίνοντας τους ένα χέρι βοηθείας την στιγμή που και οι δύο ήταν έτοιμοι να παραδώσουν τα όπλα. Ο Μάρκος έχει μάθει να δίνει απλόχερα με μοναδικό αντάλλαγμα, για όποιον το θέλει, να προσφέρει και αυτός με την σειρά του σε κάποιον. Ένα καλός λόγος σε μία γυναίκα και λίγα τρόφιμα σε έναν άστεγο άνδρα είναι αρκετά για να φέρουν κοντά έξι ανθρώπους που θα ζήσουν ένα θαύμα. “Μία απλή πράξη καλοσύνης μπορεί να φέρει αλυσιδωτές αντιδράσεις ευτυχίας!” Βρείτε το βιβλίο μέσω του eshop makestorytelling.com σε αποκλειστική συνεργασία με τη συγγραφέα και την ομάδα συνεργασίας.  ΘΕΛΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ! Λίγα Λόγια για τη Νεκταρία Μαρκάκη Η Νεκταρία Μαρκάκη γεννήθηκε στην Αθήνα και η αγάπη της για τη συγγραφή ξεκίνησε στα εφηβικά της χρόνια, όταν αποτύπωσε για πρώτη φορά στις σκέψεις της σε χαρτί. Το 2013 μοιράστηκε το πρώτο της δημιούργημα στην εφαρμογή συγγραφέων Wa

Ο Στάθης & η Αστάθεια

 Γράφει ο Χάρης Κωφιάδης


 Η πρώτη φορά που ο Στάθης είδε τον γέρο ήταν μια μέρα που λίγο διέφερε απ’ όσες προηγήθηκαν.

Στη δουλειά το τηλέφωνο δεν είχε σταματήσει να χτυπάει. Φωνές και φράσεις κοφτές, τυπικά ευγενικές μα ουσιαστικά αγενείς. Σπάνια πια, των παραπόνων και των απαιτήσεων προηγούνταν μια καλημέρα, ή μια καλησπέρα. Λες κι ήταν δεδομένο… Μα δεν ήταν. Κι έλειπε κι αυτό το χαμόγελο που εκείνος δεν θα μπορούσε να δει, μα αν μη τι άλλο θα το άκουγε. Είχε καλό αυτί όπως του λέγανε άλλωστε. Χρόνια στην ίδια θέση, επαγγελματικά είχε φτάσει στο απόγειο μιας καριέρας περιορισμένης και κομματάκι πεζής, να ανέχεται τον πάσα έναν που δεν πηδούσε ή δεν πηδιόταν αρκετά. Μπορεί βέβαια να μην έφταιγαν και οι πελάτες∙ το είχε σκεφτεί μια-δυο φορές και αυτό. Μπορεί να ήταν που και ο ίδιος δεν τους χαμογελούσε πια όπως παλιά. Όταν πήρε τη θέση, το ήθελε και το έκανε, μετά το προσπαθούσε. Στο τέλος το πέταξε στην άκρη σαν γραβάτα που κάπως σε στενεύει, κάπως σε πνίγει και δεν σου κάνει κέφι πια να τη φοράς. Και το ήξερε πως γινόταν ένα με τους υπόλοιπους γκρίζους ανθρώπους αλλά τελευταία όλο και συχνότερα ένιωθε πως δεν είχε το κουράγιο να χρωματίζει πλέον ούτε εαυτόν, ούτε τους γύρω του.

Απ’ τη δουλειά στο λεωφορείο του γυρισμού, όπου έκανε για ακόμη μία φορά πως δεν κοιτούσε και δεν άκουγε. Κρυμμένος πίσω από εκείνο το βιβλίο που κουβαλούσε μαζί του κοντά τέσσερις μήνες πια -ανάθεμα κι αν είχε διαβάσει είκοσι σελίδες όλες κι όλες- κι ένα ζευγάρι ακουστικά που χρησίμευαν μοναχά ως ωτασπίδες, προσποιούνταν. Κι έτσι, αφού το βλέμμα του ποτέ δεν διασταυρώθηκε με κανενός άλλου, δεν ένιωθε αναγκασμένος να σηκωθεί και να παραχωρήσει τη θέση του, να απαντήσει σε ερωτήσεις για τις επερχόμενες στάσεις, να νεύσει συγκαταβατικά για τους μικροτσακωμούς που ξεσπούσαν καθημερινά στο αστικό. Στρουθοκαμηλισμός ∙ έτσι το λέγανε και έτσι ήτανε. Ήταν κι αυτό κομμάτι του προσωπικού του εγχειριδίου επιβίωσης “Πώς να βγάλετε άλλη μια σκατένια μέρα”. Εντάξει, δεν θα γινόταν ποτέ Best-Seller, αλλά τον είχε φέρει ως εδώ. Όχι;

Κι από το αστικό στο σύντομο δρόμο της επιστροφής. Τα πράγματα δεν ήτανε καλύτερα κι εκεί. Ούτε χειρότερα ήταν. Κι αν ήταν βέβαια εκείνος δεν θα το μάθαινε ποτέ. Γιατί ο Στάθης είχε μάθει να κοιτάει χαμηλά, στα πόδια. Εκεί που δεν ανθίζει το καλύτερο ή το χειρότερο, το χαρούμενο και το θλιμμένο, το γαλήνιο και το οργίλο. Στα πόδια, ευτυχώς, δεν υπήρχαν βλέμματα από αυτά που κατακρίνουν, από αυτά που θλίβουν, ή από αυτά τα χαρούμενα που σε κάνουν να νιώθεις άβολα, απλά και μόνο γιατί σου υπενθυμίζουν πως κάτι εσύ δεν κάνεις καλά για να είσαι πάλι κατηφής. Στα πόδια ο Στάθης έβρισκε το γκρίζο που τον ηρεμούσε.

Και βούλιαζε. Κάθε μέρα τα ίδια, με μικρές διακυμάνσεις: άχρωμες φωνές, άχαρες ησυχίες και πόδια δίχως χαρακτήρα. Κάθε μέρα, μέχρι εκείνη τη μέρα.

Κατέβηκε από το λεωφορείο βλαστημώντας μέσα από τα δόντια του για την ανοησία των ανθρώπων που δεν καταλάβαιναν μια λογική ακολουθία: πρώτα κατεβαίνουν οι επιβάτες και έπειτα επιβιβάζονται οι επόμενοι. Είναι απλό! Προσπέρασε το γωνιακό καφέ χωρίς καν να το καταλάβει, μηχανικά. Κάποτε σταματούσε πού και πού. Έκαναν ωραίο και φτηνό club sandwich. Δύο έπαιρνε και μια εναμισάρα coca cola, γι’ αυτόν και για τη Λένα. Η συνέχεια ήταν εγγυημένη. Λίγο Netflix για το ξεκάρφωμα κι έπειτα σεξ μέχρι που δεν τους βαστούσαν πια τα πόδια τους. Αυτόν δηλαδή περισσότερο, γιατί εκείνη έμοιαζε ανεξάντλητη. Όταν ο ίδιος πάσχιζε να κατεβάσει τους σφυγμούς του, το πρόσωπο της Λένας έλαμπε πιο όμορφο και λάγνο από ποτέ. Τον κοίταζε προκλητικά, μάτια και χείλη μισάνοιχτα, μάγουλα αναψοκοκκινισμένα, σώμα γυμνό και ιδρωμένο. Τον προκαλούσε! Κι εκείνος γελούσε στραβά, ηττημένος, και έσερνε το βάρος του πάνω της.

Κοντοστάθηκε μια στιγμή. Κάτι γνώριμο φούντωσε μέσα του. Και τι δεν θα ‘δινε για να της έκανε έρωτα όπως τότε. Η Λένα όμως είχε αλλάξει. Τα βλέφαρα ήταν βαριά συνήθως από την κούραση και τα χείλη μισάνοιχτα σε μια εκπνοή που δεν έμοιαζε να τελειώνει και φώναζε πλήξη. Ούτε κι εκείνος ήταν βέβαια ο ίδιος Στάθης με τότε. Άραγε, ποιος απ’ τους δυο άλλαξε πρώτος;

Χαμένος σε αυτή την ερώτηση, του πήρε λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσει πως είχε μείνει ακίνητος στη μέση του δρόμου. Συνήλθε. Η όποια φλόγα τρεμόπαιξε νευρικά και έσβησε, κι εκείνος συνέχισε στην παράπλευρη του ψυχιατρείου οδό που οδηγούσε δύο στενά από το σπίτι του. Στη δεξιά πλευρά του δρόμου τα σκουπίδια είχαν μαζευτεί τελευταία δυσχεραίνοντας το πέρασμά και αναγκάζοντάς τον να κάνει ελιγμούς, οι οποίοι έφερναν στα χείλη του ακόμη περισσότερα σιχτίρια. Επέλεξε την αριστερή. Εκεί, μερικές ξεχαρβαλωμένες πλάκες του πεζοδρομίου μπαλαντζάριζαν κάτω από το βάρος του, πιτσιλώντας τον βρομόνερα αν είχε βρέξει και τα τσαλαπατημένα σύκα έκαναν ένα μέρος της διαδρομής αηδιαστικά ηχηρό σε περιόδους ανομβρίας... Ας είναι, σκέφτηκε. Πήρε τον δρόμο για το σπίτι αναλογιζόμενος μονάχα το καυτό μπάνιο που θα έκανε, με τους ατμούς να γεμίζουν το μικρό δωμάτιο και να κρύβουν τα σημάδια της υγρασίας στους τοίχους και αυτόν τον ίδιο. Είχε πει πως θα το ασπρίσει το μπάνιο με την πρώτη ευκαιρία...

Ρουθούνισε νευρικά όταν είδε λίγα μέτρα μπροστά ένα ζευγάρι πόδια να σουλατσάρει νωχελικά, κόβοντας του το δρόμο. Ο εκνευρισμός του δεν κράτησε πολύ. Εστιάζοντας στο παντελόνι πιτζάμας κι εκείνα τα παλιά καφέ μποτάκια που ‘ταν δεμένα γύρω από τους αστραγάλους, ξύπνησε μέσα του η περιέργεια. Πολύ θα ήθελε να πει πως σήκωσε το βλέμμα του παρακινούμενος από ένα αίσθημα ανθρωπιάς, αλλά το ήξερε πως δεν θα ήταν αλήθεια. Δεν πρόλαβε ωστόσο να περιεργαστεί τον γέρο όσο θα ήθελε και ήδη τον είχε κοντέψει πολύ.

Γεια” ψέλλισε ο γέρος με φωνή βραχνή και τραχιά.

Ο Στάθης έκανε μερικά βήματα από κεκτημένη ταχύτητα προτού σταματήσει στη θέση του. Σε αυτόν είχε μιλήσει; Κοίταξε γύρω τους. Δεν υπήρχε κανένας άλλος στον δρόμο στον οποίο θα μπορούσε να απευθύνεται εκείνος ο χαιρετισμός. Το βλέμμα του έτρεξε πίσω κι έμεινε να παρατηρεί τον γέρο όπως δεν είχε παρατηρήσει άνθρωπο τελευταία. Έμοιαζε να είναι προγραμματισμένος κατά κάποιον τρόπο. Επαναλάμβανε το ίδιο, περιορισμένο δρομολόγιο, μπροστά από ένα παγκάκι μισοκρυμένο στις σκιές του απογεύματος. Στην τελευταία αναστροφή, όταν γύρισε και πάλι πρόσωπο προς εκείνον, ο Στάθης μισάνοιξε τα χείλη.

Σε μένα μίλησες;” θα τον ρωτούσε μα δεν το έκανε.

Ο γέρος δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται την παρουσία του. Κι αν κάποια στιγμή το έκανε, δεν τον ένοιαζε πια. Τα μάτια του παρέμεναν καρφωμένα μπροστά, αγναντεύοντας θαρρείς το απόλυτο τίποτα. Θολά από τα χρόνια, χωμένα βαθιά στις κόγχες τους, με τα βλέφαρα ορθάνοιχτα και το δέρμα γύρω ζαρωμένο και γκρίζο, αυτά τα μάτια ο Στάθης το ήξερε πως θα τον στοίχειωναν. Γιατί εκείνο το κενό, εκείνη η απουσία μέσα τους που έκανε τον άντρα να μοιάζει τυφλός, ενείχε κάτι το τρομακτικά οικείο. Ακόμη δεν μπορούσε, ή δεν ήθελε να το εντοπίσει. Μέσα του όμως το αναγνώριζε. Έβγαλε κρύο ξαφνικά. Και το πέρα-δώθε στο πεζοδρόμιο συνέχιζε -αέναα θα μπορούσε να πιστέψει- χωρίς ποτέ τίποτα να αλλάζει. Για μια στιγμή ο Στάθης πίστεψε πως ίσως και να είχε παρακούσει.

Έσφιξε τα χέρια στις τσέπες του παλτό τόσο δυνατά, που ένιωσε τα ακροδάχτυλά του να μουδιάζουν ακαριαία, πέρασε απέναντι τον δρόμο και έριξε μια τελευταία ματιά προς τον γέρο. Τότε μόνο μπόρεσαν τα δικά του μάτια να συλλάβουν το μεγαλείο και συνάμα την ειρωνεία της γενικότερης εικόνας που έμοιαζε με έργο του Roger Deakins. Λίγο πιο πέρα από τον γέρο, μερικά μέτρα πίσω από το παγκάκι που στεγαζόταν από τις δυο αλβιζίες εκατέρωθεν, τα ξεχαρβαλωμένα παράθυρα της εγκαταλελειμμένης μονοκατοικίας έμοιαζαν να έχουν επιτέλους βρει το ταίρι τους σε εκείνον τον παράταιρο γέρο. Ο Στάθης αναρίγησε και βιάστηκε να αποστρέψει το βλέμμα του. Διέσχισε την υπόλοιπη διαδρομή πιο γρήγορα από ποτέ άλλοτε.

Μπαίνοντας στο σπίτι του, περίμενε να νιώσει ένα αίσθημα ζεστασιάς και ασφάλειας. Όταν αυτό δεν ήρθε, κρέμασε το παλτό του στον καλόγερο και πέταξε ένα σκέτο “γύρισα” για τα τυπικά. Χωρίς να πάρει απάντηση έκανε στροφή και μπήκε στο μπάνιο κλειδώνοντας πίσω του την πόρτα. Βαθιά ανάσα κι εκπνοή. Οι σκέψεις βρήκαν τον δρόμο στην καθημερινή τους ρουτίνα.

Ο Γρηγόρης που είναι;

Γιατί δεν έτρεξε να με χαιρετήσει;

Πότε έτρεξε τελευταία φορά;

Δεν θυμόταν… Κι έπειτα ο λογισμός του έτρεξε στη γκρίζα Λένα του σήμερα. Η άλλη, που ήταν έντονο κόκκινο κι έκανε το αίμα στις φλέβες του να βράζει, είχε ξεμείνει πίσω, στη διασταύρωση μεταξύ Ιεραποστόλου Κοσμά και πρώτης παρόδου Δερβενακίων.

Τι να μαγείρεψε σήμερα;

Άραγε θυμήθηκε να πλύνει το μπλε μου πουλόβερ;

Είχε ακόμη εκείνο το μπλε πουλόβερ;

Τα μάτια του ταξίδεψαν ψηλότερα και οι σκέψεις ακολούθησαν σαν πιστοί υπηρέτες.

Χειροτέρεψε η υγρασία.

Τις προάλλες ήταν ακόμη γκρι τα σημάδια. Τώρα είναι μαύρα.

Προτιμώ το γκρι.

Μαζί με τον νου, το σώμα ακολουθούσε και αυτό τη δική του ρουτίνα. Η μπανιέρα γέμισε νερό και το δωμάτιο υδρατμούς. Μέσα στην υγρή αιθάλη, ο Στάθης ξέκλεψε μια ματιά στο είδωλό του στον καθρέφτη. Τον περιεργάστηκε για όσο χρόνο είχε στη διάθεσή του προτού χαθεί. Οι θωρακικοί του μύες ήταν ακόμη σε καλό επίπεδο, είχε ανοιχτές πλάτες και σχετικά επίπεδο στομάχι. Αν δεν ήταν η έκφραση στο πρόσωπό του, ίσως έδειχνε νεότερος απ’ όσο πραγματικά ήταν και ένιωθε. Έκανε μια απόπειρα να χαμογελάσει, έτσι για να διαπιστώσει αν είχε δίκιο. Το χαμόγελο όμως δεν έφτασε ποτέ στα μάτια.

Χαμογελούν οι ανόητοι, είπε μια φωνή μέσα του.

Τέλειωσε το μπάνιο όπως-όπως, τυλίχτηκε με το μπουρνούζι του και κινήθηκε προς την κουζίνα όπου ήξερε πως θα έβρισκε τη Λένα να καπνίζει κάτω από τον απορροφητήρα. Υποτίθεται πως το είχε κόψει αλλά την έπιανε συχνά να ξεκλέβει μερικές τζούρες χωμένη στα ενδότερα του βασιλείου της.

Τέλειωσες κιόλας το μπάνιο;” τον ρώτησε, σβήνοντας βιαστικά το τσιγάρο. “Δεν έχω προλάβει να σου στρώσω”.

Ήμουν λίγο βιαστικός” παραδέχτηκε εκείνος. “Ήθελα να σου πω…”

Κοκκινιστό έχω κάνει” τον έκοψε εκείνη, προσπαθώντας να αποφύγει μια πιθανή κουβέντα για το κάπνισμα. “Μου πέτυχε πολύ αυτή τη φορά. Μου δίνει βέβαια καλό κρέας και ο Ανέστης και όσο να πεις…”

Ο Γρηγόρης πού είναι;”

Στη μάνα μου” αποκρίθηκε η γυναίκα γεμίζοντας ένα πιάτο. “Ήθελε να μείνει εκεί με τα ξαδέρφια του.”

Ο Στάθης δεν κάθισε στην καρέκλα όπως συνήθιζε.

Λένα;” είπε πλησιάζοντας και πιάνοντάς την από το χέρι, την ώρα που εκείνη διάλεγε τα μαχαιροπίρουνα. “Θέλω να σε ρωτήσω κάτι.”

Κάτσε να φας και θα τα πούμε μετά” αποκρίθηκε εκείνη κι έκανε να τραβηχτεί αλλά ο Στάθης δεν της το επέτρεψε. “Συνέβη κάτι;” τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον για πρώτη φορά από τη στιγμή που είχε μπει στην κουζίνα.

Μιας και ο Γρηγόρης είναι στη μάνα σου...” ξεκίνησε διστακτικά. Δεν ήξερε πού ήθελε να καταλήξει ούτε και τι τον είχε πιάσει. Ένιωθε όμως πως κάτι απροσδιόριστο τον κυνηγά και έπρεπε να βιαστεί. “Τι θα έλεγες να πεταχτώ εδώ στη γωνία, ξέρεις, να πάρω club sandwich και coca cola, να αράξουμε μαζί και να δούμε καμιά ταινία” Δεν τόλμησε να συνεχίσει περαιτέρω.

Και το κοκκινιστό;”

Γάμησέ το το κοκκινιστό” της είπε απότομα. Κάτι στον απαθή τρόπο που του απαντούσε του προκάλεσε νευρικότητα. “Το τρώμε αύριο θέλω να πω.”

Έγινε κάτι στη δουλειά;”

Γιατί πρέπει να έγινε κάτι, γαμώτο;” της αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο αλλά εξίσου γρήγορα μετρίασε την έντασή του. “Έλεγα απλά να περάσουμε λίγο χρόνο μαζί, αυτό είναι όλο.”

Η Λένα του έριξε ένα κουρασμένο χαμόγελο που τον τσάκισε.

Μην εκνευρίζεσαι” του αποκρίθηκε περνώντας το χέρι της βιαστικά από το μάγουλό του. “Απλώς δεν με έχεις συνηθίσει.”

Κάποτε το κάναμε...”

Κάποτε το κάναμε” συμφώνησε μαζί του. “Κάτσε να φας το κοκκινιστό, μην πάει χαμένο, και για το βράδυ βλέπουμε.”

Ο Στάθης έκατσε βαρύς και η Λένα του σέρβιρε όπως έκανε κάθε μέρα ανεξαιρέτως. Τίποτα δεν είχε αλλάξει, πέραν των όσων είχαν αλλάξει ριζικά και ίσως αμετάκλητα τα τελευταία χρόνια. Πλέον σπάνια καθόταν μαζί του την ώρα που έτρωγε για να ανταλλάξουν δυο κουβέντες.

Πώς γίναμε έτσι, ρε συ Λένα;”

Οι λέξεις πέταξαν από τα χείλη του προτού καν τις σκεφτεί, τη στιγμή που η γυναίκα του ετοιμαζόταν να βγει από την κουζίνα. Εκείνη γύρισε, έπλεξε τα χέρια κάτω από το στήθος και στηρίχτηκε στην κάσα της πόρτας. Έμοιαζε εξίσου κουρασμένη με αυτόν. Για μια στιγμή έμεινε να τον κοιτάζει, προσπαθώντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις.

Νόμιζα πως δεν σε ένοιαζε” του είπε τελικά.

Δεν ήταν μομφή. Περισσότερο διαπίστωση θα έλεγε κανείς. Ωστόσο κάτι αδιόρατο, σχεδόν κρυμμένο στον τόνο της φωνής της, υπονοούσε μια ερώτηση. Ίσως περίμενε ακόμη και τώρα μιαν απάντηση. Αυτή ωστόσο δεν ήρθε ποτέ. Ο Στάθης προτίμησε να μην μιλήσει από το να πει ψέματα.


Τις επόμενες μέρες το μετάνιωσε αρκετές φορές που δεν απάντησε κάτι τότε. Πόσο δύσκολο θα ήταν να ανοίξει το ρημάδι του και να της πει μια καλή κουβέντα; Κι ας μην ήταν αλήθεια. Κι ας μην ήταν σίγουρος πως είναι αλήθεια. Δεν θα του κόστιζε. Δεν θα του στοίχιζε τίποτα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, μπορεί να κέρδιζε και μια θέση στο κρεβάτι και στα πόδια της. Στη χειρότερη, η Λένα θα παρέμενε μια εξαιρετική μαγείρισσα.

Βλάκα!” συλλογιζόταν και έβριζε τον εαυτό του. “Σήμερα θα το κάνεις! Μόλις σχολάσεις, μετά το μπάνιο. Θα πάρεις τα αναθεματισμένα club και θα το κάνεις.

Δεν χρειαζόταν να το κάνει ευθέως άλλωστε. Θα μπορούσε να ανοίξει μια κουβέντα γενική και αόριστη. Μικρότερο το ρίσκο έτσι. Θα μπορούσαν να καθίσουν ο ένας απέναντι στον άλλον και να μοιραστούν τα νέα τους για αρχή, έστω και μουδιασμένα λόγω του καιρού που δεν το είχαν κάνει. Ίσως ακόμη και να κοιτάζονταν μια δυο φορές κατά τη διάρκεια, αντί εκείνος να χαζεύει το φαγητό στο πιάτο του κι εκείνη τους τοίχους της κουζίνας, με το σαγόνι ακουμπισμένο βαριεστημένα στην παλάμη της. Αυτό θα ήταν ωραίο... Και κάπου εκεί -δεν μπορεί- θα έβρισκε την ευκαιρία να της ανοίξει πάλι το θέμα και να της πει πως τον ένοιαζε το μεταξύ τους.

Το “θα” όμως αποδείχτηκε ένας σπόρος που δεν ριζώνει εύκολα. Κάθε σήμερα και μία αναβολή. Η κουβέντα αυτή δεν άνοιγε ποτέ. Κι ο γέρος εκεί, να πηγαινοέρχεται μονάχος μπροστά στο σκοτεινό παγκάκι, μπροστά στην εγκαταλελειμμένη ασορτί μονοκατοικία, με τα γυάλινα μάτια και το κενό βλέμμα∙ ένας ζωντανός νεκρός. Κι όσο ο Στάθης τον παρατηρούσε, τόσο άρχιζε να διακρίνει ομοιότητες που τον έκαναν έκαναν ακόμη πιο διστακτικό.

Ώσπου ήρθε εκείνη η Τετάρτη. Και αν και οι μέρες δεν αναγράφονται στις πλάκες του πεζοδρομίου, εκείνη την Τετάρτη δεν θα μπορούσε να την μπερδέψει με μια Πέμπτη ή μια Δευτέρα. Έχοντας φύγει νωρίτερα από τη δουλειά λόγω μιας στάσης εργασίας, ο Στάθης βρήκε την παράπλευρη του ψυχιατρείου στα χειρότερά της μετά τη λαϊκή αγορά. Οι οδοκαθαριστές δεν είχαν περάσει ακόμη και στην άκρη του δρόμου είχε μαζευτεί ένας συρφετός από φρούτα και λαχανικά, σκισμένα χαρτοτελάρα και αποτσίγαρα που είχαν μουσκέψει από τη βροχή, είχαν τσαλαπατηθεί και έζεχναν. Ανάμεσα στις υπόλοιπες, δυνατότερη πλανιόταν ακόμη στον αέρα και η μυρωδιά των ψαριών. Μόρφασε έντονα και κράτησε την ανάσα του λες και ετοιμαζόταν για μακροβούτι. Αυτή η μυρωδιά του προκαλούσε πάντα ένα δυσάρεστο συναίσθημα, αλλά συνήθως δεν χρειαζόταν να την υποστεί.

Τα πόδια του τον οδήγησαν γοργά κατά μήκος της οδού μέχρι το παγκάκι του γέρου. Εκεί ξέχασε και τη δυσωδία και τα πάντα. Τα μάτια του πάγωσαν και το σκούρο της ίριδας φωτίστηκε, διάστικτο από μικρές. ασημένιες πινελιές. Ήτανε μίσος; Όχι. Ήτανε ζήλια.

Ο γέρος ήταν για πρώτη φορά καθισμένος στις ξύλινες τάβλες, με τη πιτζάμα μουσκεμένη όπου είχε έρθει σε επαφή με το παγκάκι, και λίγο παραπάνω. Γερμένος όπως ήταν πάνω στον νεαρότερο άντρα που έστεκε όρθιος μπροστά του λίγο αμήχανος, είχε δέσει τα χέρια του γύρω από τη μέση του σε μια σφιχτή αγκαλιά. Τα χείλη του είχαν τραβηχτεί σε ένα πλατύ χαμόγελο που έφτανε εύκολα μέχρι τα μάτια. Εκεί, λίγο πιο κάτω από το τσόχινο κασκέτο και σε εκείνα τα δυο κλειστά μάτια που δάκρυζαν, ο Στάθης βρήκε τελικά την ώθηση που χρειαζόταν. Την ίδια στιγμή, εκείνο το παράλογο αίσθημα πως πρέπει να βιαστεί, τον έκανε να βάλει φτερά στα πόδια του.

Μέχρι να φτάσει στο σπίτι του, το παντελόνι του είχε βραχεί από τα λασπόνερα που πετούσαν οι λασκαρισμένες πλάκες του πεζοδρομίου, η ανάσα του είχε λιγοστέψει και οι παλμοί βαρούσαν στα μηνίγγια σαν ταμπούρλα. Οι σκάλες μέχρι τον δεύτερο δεν βοήθησαν, μα τις ανέβηκε δυο-δυο και αυτές. Μπήκε στο χολ με τα παπούτσια. Ξέχασε ακόμη και να φωνάξει το συνηθισμένο “γύρισα” πηγαίνοντας βιαστικά προς την κουζίνα. Σταμάτησε έξω από τη μισάνοιχτη πόρτα. Από μέσα ακουγότανε μονότονος ο ήχος του απορροφητήρα που σκέπαζε μερικές σιγανές ομιλίες. Έκανε ένα βήμα πιο κοντά και σταμάτησε να ξεχωρίσει τις φωνές προτού μπει. Μόνο να μην ήτανε εκεί η πεθερά του!

Δεν γίνεται” άκουσε τη Λένα να λέει. Σύντομα ξαναμίλησε και ο Στάθης κατάλαβε πως η γυναίκα του ήταν με κάποιον στο τηλέφωνο.

Ανακούφιση ∙ μια ακόμη αναβολή μπορεί να θέριζε το θάρρος που είχε ξεφυτρώσει τόσο απότομα μέσα του.

Όχι δεν είναι αυτό, σε παρακαλώ”.

Ήταν έτοιμος να μπει. Θα της έκανε νόημα να το κλείσει. Με όποιον και να μιλούσε άλλωστε μπορούσε να περιμένει. Πόσο σημαντικό να ήταν; Η επόμενη φράση της όμως έμελλε να του κόψει τη φόρα μια και καλή.

Δεν έχει μείνει τίποτα ανάμεσα σε μένα και τον Στάθη, στο είχα πει αυτό από την αρχή. Δεν θα ήμουν μαζί σου αν ίσχυε κάτι τέτοιο. Απλά… Απλά δεν μου αρέσει το πώς νιώθω με αυτό που κάνουμε. Τις κορόιδευα αυτές τις γυναίκες, Γιώργο, και τώρα έγινα μία από αυτές και δεν μου αρέσει.” Παύση. “Τελείωσε, Γιώργο. Εμείς τελειώσαμε. Ήταν όμορφα αλλά δεν ήτανε για μένα.”

Ο Στάθης έπιασε σφιχτά τα κλειδιά που παραλίγο να γλιστρούσαν από τα δάχτυλά του, γύρισε στην εξώπορτα και την κοπάνησε με δύναμη.

Γύρισα” ανακοίνωσε βροντόφωνα και κλείστηκε στο μπάνιο χωρίς να περιμένει απάντηση.

Αν εκείνη έβλεπε τα σημάδια που άφησαν τα παπούτσια του στα πλακάκια από την είσοδο ως την κουζίνα, ίσως και να καταλάβαινε. Ίσως ένιωθε άσχημα. Θα του άρεσε αυτό…

Άντε γαμήσου, Λένα! Μ’ ακούς; Εσύ και τα φαγητά σου! Και τα καθαρά σου ρούχα! Τα κολαρισμένα σου πουκάμισα και το άρωμα φρεσκάδας στα γυαλισμένα σου πλακάκια! Και...”

Ο Στάθης γονάτισε στη μπανιέρα αγκαλιάζοντας τα πλευρά του. Κρυμμένος στους υδρατμούς, άρχισε να κλαίει όπως δεν είχε κάνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Κι ο ήχος του νερού που έτρεχε, κάλυψε τους λυγμούς που ήρθαν σύντομα και έκαναν το σώμα του να τραντάζεται και το στήθος του να πονά.

Μισή ώρα ∙ τόσο του πήρε να ξεράσει οι ψυχή του αναμνήσεις, πάθη και κρίματα για μια ζωή που μετρούσε κοντά μια δεκαετία. Τριάντα λεπτά για ένα εισιτήριο που θα τα έστελνε όλα στον αγύριστο ήταν τόσο μικρή πληρωμή που σχεδόν πονούσε.

Άντε γαμήσου, Στάθη...”

Στη Λένα δεν είπε τίποτα εκείνη την ημέρα. Την επόμενη, γυρίζοντας στο σπίτι δεν τη βρήκε εκεί. Μαζί της έλειπαν τα δικά της πράγματα και του γιου τους. Το μόνο που του είχε αφήσει πίσω της ήταν μια κατσαρόλα κοκκινιστό που άχνιζε ακόμη στο μάτι της κουζίνας. Όλο το δωμάτιο μοσχομύριζε κανέλα. Πλησίασε, άνοιξε το καπάκι και έμεινε για λίγο να κοιτάζει το φαγητό. Πρέπει να της είχε πετύχει. Η Λένα ήταν καλή μαγείρισσα. Η Λένα ήταν η γυναίκα του. Η Λένα ήταν μια γυναίκα που είχε πάψει εδώ και χρόνια να αγαπάει.

Χωρίς να το πολυσκεφτεί, άρπαξε την κατσαρόλα, κατέβηκε τις σκάλες της πολυκατοικίας και πήρε να διασχίζει την αλάνα απέναντι από το σπίτι του. Στη μέση ακριβώς έκανε μια στάση και πέταξε στον κάδο το φαγητό μαζί με το σκεύος. Κάποια στιγμή, εκείνη τουλάχιστον θα τη συγχωρούσε…

Ένιωσε τα μάτια του να καίνε και ρούφηξε τη μύτη του προσπαθώντας να επιβληθεί στον εαυτό του. Ξεκίνησε να περπατάει χωρίς συγκεκριμένο προορισμό στο μυαλό του. Μπορεί να περνούσε από το γωνιακό καφέ. Ένα club sandwich και μια εναμισάρα coca cola. Και λίγο Netflix. Μπορεί να μην ήταν τόσο μίζερο όσο φάνταζε. Μάλλον ήταν.

Για μία ακόμη φορά σταμάτησε στο γνωστό παγκάκι. Ο γέρος βολόδερνε και πάλι πέρα δώθε, μόνος. Ο Στάθης δεν κρατήθηκε αυτή τη φορά. Αν δεν ξεσπούσε κάπου ένιωθε πως θα έσκαγε.

Ποιο είναι το πρόβλημά σου;” τον ρώτησε μπαίνοντας απότομα στον δρόμο του. Το βλέμμα του έκαιγε από θυμό. “Δεν έχεις ένα παντελόνι της προκοπής;”

Ο γέρος σάστισε στιγμιαία. Του έριξε μια εξεταστική ματιά και καθάρισε τη φωνή του που βγήκε βραχνή όταν μίλησε, σαν να είχε καιρό να το κάνει.

Κι εσύ που έχεις, τι κατάλαβες;”

Δεν μου πας στο διάολο!”

Πέρασε δίπλα του σπρώχνοντάς τον με τον ώμο. Περίμενε να τον ακούει να ανταποδίδει τη βρισιά στα πρώτα βήματα που έκανε μακριά του. Και το ήθελε! Το ήθελε πολύ αλλά ο γέρος δεν το έκανε. Στράφηκε απότομα προς τα πίσω, ακόμη πιο θυμωμένος, και βρήκε τον γέρο να τον κοιτάζει ακόμη με τα χείλη σφιγμένα. Όλο του το πρόσωπο μαρτυρούσε μια θλίψη. Ήταν για εκείνον; Ήταν λύπηση αυτό που διέκρινε στο πρόσωπο εκείνου του άμοιρου γέρου με το παντελόνι πιτζάμα και τα ξεχαρβαλωμένα μποτάκια; Η συνειδητοποίηση ήταν ικανή να διώξει την ένταση που είχε φωλιάσει σε κάθε μυ του σώματός του. Οι ώμοι του χαλάρωσαν με την επόμενη εκπνοή.

Ο γέρος του έκανε ένα ήσυχο νεύμα και κάθισε στο παγκάκι ξοπίσω του. Ο Στάθης τον ακολούθησε.

Καπνίζεις;” ρώτησε ο γέρος, βγάζοντας από την τσέπη του ένα πακέτο και τείνοντάς το προς το μέρος του.

Όχι” αποκρίθηκε ο Στάθης και πήρε ένα τσιγάρο το οποίο κράτησε στην άκρη των χειλιών του σβηστό.

Είσαι νέος” είπε ο γέρος μετά από λίγο.

Και;” αποκρίθηκε ο Στάθης γυρνώντας προς το μέρος του. Ο γέρος ήξερε.

Απλή διαπίστωση.”

Γιατί δεν σε γουστάρει ο γιος σου;” του αντιγύρισε απότομα.

Γιατί φοράω πιτζάμες και φέρνω τα κορδόνια ένα γύρο στα μποτάκια, κι άλλον έναν”

Η απάντηση ήρθε γρήγορα αλλά όχι εύκολα. Το είδε το σκοτείνιασμα στα μάτια του ο Στάθης και δαγκώθηκε. Θα μπορούσε να του ζητήσει συγγνώμη. Δεν του έφταιγε άλλωστε αυτός και το ήξερε. Αντ’ αυτού προτίμησε να σιωπήσει.

Μείναν κι οι δυο αμίλητοι για ώρα, μόνοι μαζί. Τα αυτοκίνητα ανεβοκατέβαιναν την Ιεραποστόλου Κοσμά, μια γάτα έκοβε βόλτες ανάμεσα στα πόδια τους, δείχνοντας εμφανή προτίμηση σε αυτά του γέρου και κάποιοι λίγοι περαστικοί τους προσπέρασαν χωρίς να τους ρίξουν δεύτερη ματιά, λες κι είχαν γίνει ένα με το παγκάκι και τον περιβάλλοντα χώρο. Η ζωή συνεχιζόταν γύρω τους με ή χωρίς αυτούς.

Κάτσε για όσο χρειαστείς” είπε κάποια στιγμή ο γέρος και σηκώθηκε. “Εγώ πρέπει να επιστρέψω”.

Δεν χαιρετήθηκαν. Ο Στάθης αποφάσισε πως θα μπορούσε να μείνει λίγο ακόμη. Είδε τον γέρο να περνά απέναντι και να χάνεται πίσω από την περίφραξη του ψυχιατρείου. Κι έπειτα άφησε το κεφάλι του να γλιστρήσει ελαφρώς προς τα πίσω. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε το φεγγάρι που είχε προβάλλει στον ουρανό. Είχε ένα χρώμα απροσδιόριστο εκείνη η βραδιά. Μάλλον γκρίζο θα το έλεγε.



Σχόλια

  1. Εξαιρετικό από την αρχή μέχρι το τέλος. Στενάχρο με μία έννοια που δε θέλω να σκέφτομαι. Συνήθως ελπίζω στο όμορφο μέλλον που κάποιος αγαπάει κάποιον άλλον και είναι μαζί γιατί υπάρχει αγάπη στη μέση, η οποία κάποτε συμβίωνε με τον έρωτα. Αλλά αυτή είναι η ζωή... Αν δεν είχε θλίψη, θα τη βαριόμασταν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αρχικά σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τα όμορφα λόγια! Τώρα γι αυτό που λες, κι εγώ θέλω να ελπίζω σε αυτό το όμορφο μέλλον που λες και συνήθως το βλέπω κιόλας. Ίσως αυτή μου η αισιοδοξία να είναι ο λόγος που γράφω αυτά τα λίγο πιο θλιβερά κείμενα, για να βρίσκω την ισορροπία μου!

      Διαγραφή
  2. Ακόμη ένα διαμάντι σου, από εκείνα που φωνάζουν Χάρης. Αγαπώ τη μελαγχολία που βγάζουν τα κείμενά σου. Αγαπω ό,τι γράφεις, τελεία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κι εγώ παραμένω ευγνώμων για τα πολύ όμορφα λόγια, για τη στήριξη και την ενθάρρυνση! Τη μελαγχολία αυτή, συγγραφικά, την αγαπώ κι εγώ και ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν μπορώ να την αφήσω! Με συντροφεύει πάντα!

      Διαγραφή
  3. Πόσο απολαυστικό το κείμενο σου για ακόμα μία φορά... Πόσο δυνατή γραφή έχεις Χάρη μου & πόσο καμαρώνω για αυτή την πένα! Στα δικά μου μάτια ο γέρος ήταν & θα είναι ο Στάθης!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έχεις καλό μάτι Βούλα καθώς φαίνεται! Και σε ευχαριστώ από καρδιάς για τα τόσο όμορφα σχόλια! Είμαι πραγματικά ευγνώμων!

      Διαγραφή
  4. Αχ βρε αγαπημένε μου φίλε, πόση είναι αυτή σου η διεισδυτική ματιά στις σχέσεις των ανθρώπων. Το έχεις αυτό σε όλο σου το έργο. Σε όσα έχω διαβάσει, αυτή σου η απαράμιλλη ικανότητα να κάνεις κομμάτια τα παραπετάσματα και να εισβάλλεις στις καρδιές μας, είναι μοναδική.
    Και το κάνεις με ένα τρόπο, τόσο "ωμό", τόσο βίαιο, που η αλήθεια σου τρομάζει, Χάρη! Ναι τρομάζει γιατί, η γαμημένη η κουβέντα, ανεβαίνει στο στόμα μας και γίνεται ερώτηση. Μια ερώτηση, που την κάνουμε ίσα να ακούγεται στ' αυτιά μας: "Μήπως έχουμε γίνει και εμείς έτσι; Μήπως είμαστε ο Στάθης και η Λένα;"
    Ω Θεέ μου, πόσο τρομάζουν μερικές σκέψεις, αγαπητέ φίλε. Πόσο όμως λειτουργούν σαν συναγερμός, σαν μικρή μαχαιριά πόνου στο ψαχνό μας για να μας παρακινήσουν, ύστατα, να αντιδράσουμε, να προλάβουμε.
    Αγαπώ τη γραφή σου. Αγαπώ την κοινωνική της δύναμη, τους χαρακτήρες που παρουσιάζει, την πραγματικότητα που σκιαγραφεί.
    Δεν έχω άλλα λόγια, φίλε μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τώρα τι απαντάς σε αυτό; Χαίρομαι τόσο πολύ, σαν παιδί, κάθε φορά με αυτά τα σχόλια. Κάθομαι και τα διαβάζω 2 και 3 φορές και πάντα με δέος αναρωτιέμαι "όλα αυτά εγώ;". Χαίρομαι ιδιαίτερα αν πετυχαίνω στο να είμαι διεισδυτικός όπως λες με όλους αυτούς τους λίγο πιο γκρίζους χαρακτήρες, μιας και δεν νιώθω πως έχω σημεία επαφής μαζί τους κι έτσι είναι πάντα πιο "επίφοβοι". Πραγματικά σ' ευχαριστώ από καρδιάς καλέ μου φίλε!

      Διαγραφή
    2. Εμείς να σε ευχαριστούμε, Χάρη, για την παρουσία σου εδώ και τη γραφή σου γενικά.

      Διαγραφή
  5. Απαντήσεις
    1. Κατερίνα, μόλις είδα το σχόλιο! Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, αλήθεια!

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Back to Top