Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καλώς ήρθες

Αναγνώστης, συγγραφέας, αρθρογράφος ή και απλός περαστικός... Είναι τιμή μας να σε έχουμε στην παρέα μας!

Επιλεγμένα

"Για μένα" Διήγημα του Γιάννη Πιταροκοίλη

 "Για μένα" διήγημα από τον Γιάννη Πιταροκοίλη «Η μεγάλη αίθουσα ήταν κατάμεστη από κόσμο. Δεν υπήρχε ίχνος από κάθισμα άδειο. Ακόμα και στους διαδρόμους στα ακραία πλαϊνά όπως και στο πίσω μέρος υπήρχαν όρθιοι. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη συγκίνηση. Το έβλεπες, το ένιωθες παντού. Τηλεοπτικές κάμερες είχαν στηθεί επίσης σε καίρια σημεία και πολλοί εκπρόσωποι μέσων ενημέρωσης ήταν σε ετοιμότητα να μεταφέρουν το ρεπορτάζ τους από τα μελλούμενα. Οι παρουσιαστές της εκδήλωσης είχαν ήδη πάρει τις θέσεις τους. Όμορφη μουσική γέμιζε το χώρο και όλα τον περίμεναν. Η δική του ώρα. Η στιγμή του Έκτορα Βεργέτη. Λογοτέχνης, συγγραφέας, βάδιζε ήδη την έκτη δεκαετία της γόνιμης και δημιουργικής ζωής του. Και η αποψινή εκδήλωση ήταν για εκείνον! Η παρουσίαση ενός σημαντικού βιβλίου, του τελευταίου του έργου. Ενός έργου, που τάραξε έντονα τα νερά της επικαιρότητας. Που είχε ήδη σηκώσει μεγάλες προσδοκίες. Και όλα αυτά για το θέμα στο οποίο αναφέρονταν. Εκείνο το θέμα, που τον είχε συγκλονίσει κ

Άσε τα χέρια σου





Ήταν Μεγάλο Σάββατο βράδυ, λίγο πριν την Ανάσταση στην ενορία τού Αγίου Κωνσταντίνου. Η μητέρα είχε φύγει από νωρίς μαζί με την Χαρά. Είναι λίγο περίεργο το φετινό Πάσχα. Για την ακρίβεια… άκουσα τη μητέρα να λέει στο τηλέφωνο πως διανύουμε κι εμείς στο σπίτι ένα Πάσχα, είπε πως νιώθει να ανεβαίνει έναν Γολγοθά σαν εκείνον του Χριστού μας. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Η μητέρα δεν κουβαλούσε κάποιον σταυρό στην πλάτη της, ούτε κάποια τάβλα από εκείνες που έβαφε ο πατέρας. Ούτε καν κάποιο μικρό κομμάτι ξύλου. Αλλά ακόμη κι αν κουβαλούσε κάποιο μικρό κομμάτι ξύλου, θα μπορούσε να το σηκώσει με το χέρι της. Ή να το φυσήξει από πάνω της σαν τις ευχούλες που μας γεμίζουν με χνούδια την άνοιξη απ’ το μεγάλο παρτέρι τής αυλής. Ίσως ο πατέρας να καταλάβαινε τι εννοούσε η μητέρα, οι μεγάλοι μιλάνε κάποιες φορές μία γλώσσα που εμείς δεν καταλαβαίνουμε. Είναι πολύ πολύπλοκη. Όμως ο πατέρας φέτος δε θα μπορούσε να μου εξηγήσει τι εννοούσε η μητέρα με τον Γολγοθά της. Η μητέρα μιλούσε στα κρυφά. 

Ήταν Μεγάλο Σάββατο βράδυ και ο πατέρας έβηχε πολύ. Είχα υποσχεθεί στη μητέρα πως θα τον πρόσεχα εγώ όσο εκείνη με την αδερφή μου θα ήταν στην εκκλησία. Ο καλός Θεούλης ελπίζω να καταλάβαινε πως ήθελα να ακολουθήσω την ταφή του, όμως έπρεπε να υπακούσω και σε μία από τις δέκα εντολές: να τιμήσω τον πατέρα μου. 

Στην τηλεόραση ένα κανάλι έπαιζε την ταινία «Η Κάλπικη Λίρα». Κάποιος πονηρός κύριος είχε φτιάξει μία λίρα κάλπικη και αυτή του η πράξη φάνηκε στο τέλος να κάνει κακό σε πολλές οικογένειες. Όταν ρώτησα τον πατέρα τι σημαίνει κάλπικο, εκείνος απλώς μου είπε να δω την ταινία και θα καταλάβω. Η ταινία τελείωσε και κοίταξα τον πατέρα απορημένη. 

«Γιατί ο Παύλος πέταξε τη λίρα στον δρόμο αφού έμαθε πως ήταν ψεύτικη;»

Ο πατέρας γέλασε. Και μετά έβηξε πάλι. Ήμουν συνηθισμένη σε αυτό το θέαμα. Σηκώθηκα από το σκαμπό μου και βόλεψα το μαξιλάρι στην πλάτη του. Ήπιε λίγο νερό και ηρέμησε. 

«Οι φτωχοί και ο πλούσιοι, Παρασκευούλα, ζούμε και με τις αλήθειες… αλλά και με τα ψέματα. Σαν ένα κίτρινο λαστιχάκι από καουτσούκ, από εκείνα που σφίγγεις το πακέτο με τα μακαρόνια. Αν κόψεις το λαστιχάκι, έχεις δύο άκρες, το ψέμα και την αλήθεια. Φαντάσου λοιπόν ότι αυτό το λαστιχάκι είναι τόσο μεγάλο που χωράει όλους τους ανθρώπους τού πλανήτη. Κάποιοι στέκονται στο κέντρο, κάποιοι πιο κοντά στην άκρη με τα ψέματα, κάποιοι πιο κοντά στην άκρη με την αλήθεια. Αν κάποια από τις δύο άκρες έπεφτε, θα έπεφταν όλοι οι άνθρωποι. Γι’ αυτό και ο Παύλος στην ταινία πέταξε στον δρόμο τη λίρα. Για να τη βρει κάποιος άλλος… και να μη χαθεί ποτέ η ισορροπία πάνω στο λαστιχάκι». 

«Η μητέρα όμως χθες με μάλωσε που της είπα ψέματα».

«Αν της έλεγες μόνο αλήθειες… πάλι θα σε μάλωνε, μικρή μου. Δεν αντέχουμε εμείς οι άνθρωποι τις αλήθειες. Κάποιες φορές… τα παραμύθια είναι πιο γλυκά».

«Σαν κι αυτά που έλεγε ο Χριστός στους μαθητές του;»

Ο Πατέρας χαμογέλασε. Ήταν ήρεμος απόψε. Κανονικά θα έπρεπε σε κάθε λέξη του να έβηχε και από δύο-τρεις φορές. Αλλά απόψε είχε μία δύναμη διαφορετική. 

«Ο Χριστός έλεγε τις παραβολές στους ανθρώπους για να τους οδηγήσει σε ένα μονοπάτι από το οποίο είχαν χαθεί. Όπως κάνει κάθε μπαμπάς για να φροντίζει τα παιδιά του που κάνουν αταξίες».

«Όμως τα παιδιά του δεν έμαθαν! Τον άφησαν μόνο του να σταυρωθεί».

«Γιατί δεν τον πίστεψαν… Γιατί άφησαν το διαολάκι μέσα τους να τους πει άλλα παραμύθια μεγαλύτερα. Γι’ αυτό και η μητέρα σου σε μάλωσε που άφησες το δικό σου διαολάκι να σε πείσει να πεις ψέματα για εκείνο το κουλούρι. Άσε με όμως τώρα να κοιμηθώ…»

Τον άφησα να κοιμηθεί όπως μου ζήτησε. Οι σακούλες κάτω από τα μάτια του που είχαν γεμίσει από κούραση, μου έλεγαν ότι χρειάζεται ύπνο, ήταν τόσο γεμάτες που θαρρείς θα έσκαγαν και θα γέμιζε το δωμάτιο από σύννεφα. Χαμήλωσα το φως των κεριών στο δωμάτιο και κάθισα στο τραπέζι. 

Θα έβαζα ραδιόφωνο αν ήταν αλλιώς τα πράγματα. Αν δεν ήταν Μεγάλο Σάββατο, αν ο μπαμπάς δεν ήταν άρρωστος, αν μπορούσε να με πιάσει από το χέρι και να χορέψουμε εκείνο το όμορφο βαλς που τραγουδάει ο Γιάννης Βογιατζής.

Ασε τα χέρια σου στα δύο μου χέρια...          Κοίτα το πέλαγος, κοίτα τ' αστέρια...

Κάθε Μεγάλο Σάββατο που επιστρέφαμε σπίτι μετά την ανάσταση, η μητέρα έβαζε στη μέση τού τραπεζιού ένα βάζο με πασχαλιές μυρωδάτες και ο πατέρας με έπιανε, μ' έβαζε να πατήσω πάνω στα πόδια του και χορεύαμε. Ήμασταν πάντα μόνοι. Οι τέσσερις μας. Ο πατέρας δεν είχε συγγενείς και η μητέρα δε μιλούσε με τους δικούς της. Αλλά είχαμε ο ένας τον άλλον. Όπως μόνοι ήταν και οι δώδεκα μαθητές του Χριστού μας, αλλά είχαν ο ένας τον άλλον. Είχαν έναν καθοδηγητή… Έναν πατέρα. 

Ο πατέρας πριν, μου είπε για τις αλήθειες και τα ψέματα. Έκατσα λοιπόν στη σιωπή τού σπιτιού και σκέφτηκα για κάποια από τα ψέματα που είχα πει… και για τις αλήθειες που είχα πει. Για τις οποίες όμως η μητέρα με μάλωνε σαν να τής έλεγα ψέματα. Να σας πω μία αλήθεια; Νομίζω η μητέρα προτιμάει ν’ ακούει ψέματα. Να σας πω και άλλη μία; Νομίζω αγαπάω τον πατέρα περισσότερο. Μία τρίτη αλήθεια είναι πως δεν το έχω πει ποτέ με το στόμα μου. Όταν οι γείτονες ρωτάνε την Χαρά αν αγαπάει κάποιον από τους δύο γονείς μας περισσότερο, εκείνη χαμογελάει χαριτωμένα, σφίγγει τα κόκκινα μάγουλά της, γυρίζει ναζιάρικα το κοντό σώμα της, πιάνει το φόρεμα της και λέει «τη μαμά μου». Ίσως γιατί περνάει περισσότερο χρόνο με τη μητέρα. Ίσως γιατί τη βλέπει σαν πρότυπο. Ίσως γιατί ο πατέρας μιλάει με τέτοιο τρόπο που η Χαρά δεν τον καταλαβαίνει, ή δεν τη νοιάζει να τον καταλάβει. Της Χαράς δεν της αρέσουν οι εξηγήσεις τού πατέρα, τις θεωρεί περιττές. Εγώ από την άλλη… μαγικές. 

«Παρασκευή…» 

Ο πατέρας φάνηκε να δυσκολεύεται να καθίσει, όμως κατάφερε να στηρίξει τα χέρια του στο στρώμα και να σηκωθεί. 

«Ζέστανε λίγο τσάι… Βάλε και για σένα».

Έτρεξα στην κουζίνα και άναψα το γκάζι. Ο πατέρας έπινε τσάι μονάχα όταν ένιωθε καλά. Τις άλλες ώρες την έβγαζε με ελληνικό καφέ -στον οποίο με είχε μαθητεύσει άριστα- ή απλώς νερό. Αλλά κάτι καλό δε σημαίνει ότι θέλει να πιει τσάι;

«Άσε το εδώ» μου είπε και άφησα τα δύο φλιτζάνια πάνω στο στρογγυλό τραπέζι. «Μπορείς να με βοηθήσεις να καθίσω στην καρέκλα;» 

Έπιασα ένα ένα τα πόδια του και τα γύρισα για να αγγίξουν τα πέλματα το πάτωμα. Έπιασε τα χέρια μου και μου χαμογέλασε πριν βάλει δύναμη και σηκωθεί από το κρεβάτι. Η φόρμα του ήταν καθαρή, είχε κάνει μπάνιο αλλά μύριζε σαν Πάσχα. Δεν ξέρω πως να το περιγράψω αυτό… αλλά έτσι μύριζε. Περπατήσαμε αργά μέχρι την καρέκλα και κάθισε. Πήρα ένα μεγάλο κουτάλι από το συρτάρι τής κουζίνας, το έβαλα μέσα στο τσάι που έκαιγε, και αφού φύσηξα την κουταλιά με το τσάι, του την έβαλα στο στόμα για να την καταπιεί αργά. 

«Την ευχή μου να έχεις Παρασκευούλα…» μου είπε αφού του έδωσα άλλη μία κουταλιά. 

Η ώρα ήταν δύο λεπτά πριν τις δώδεκα. Ο πατέρας χαμογέλασε ξανά και κοίταξε το ράδιο. 

«Μόνο εκκλησία έχει τέτοια ώρα. Δεν τραγουδάς λίγο μέχρι να αναστηθεί ο Κύριος μας;» ρώτησε και αμέσως μου ήρθε μία ιδέα. 

Χωρίς να ξέρω από πού βρήκα τη δύναμη, έσυρα την καρέκλα πάνω στην οποία καθόταν ο πατέρας και την άφησα στη μέση του μικρού μας δωματίου. Ο πατέρας με κοίταξε απορημένος αλλά με τον ευχάριστο τρόπο. Στάθηκα μπροστά του και πήρα τα βαριά χέρια του στα δικά μου. Χέρια γεμάτα κόπωση, δουλειά, αλλά όσο άγρια κι αν ήταν, στο κεφάλι και στο μάγουλό μου, γινόταν απαλά σαν τα πέταλα των πασχαλιών που βάζαμε στο τραπέζι. 

«Άσε τα χέρια σου μπαμπά…»

Και ο μπαμπάς άφησε για πρώτη φορά τα χέρια του στα δικά μου. Κουνούσα τα πόδια μου δεξιά αριστερά τραγουδώντας όσο καλύτερα μπορούσα το τραγούδι που τόσο λάτρευε ο πατέρας. 

«Πάμε να φύγουμε στο μαύρο πέλαγος…» μουρμουρίζαμε μαζί, ο πατέρας χαμογελούσε και φάνηκε πως δάκρυζε μαζί. 

Ακούσαμε τις καμπάνες τής Ανάστασης να ηχούν μέχρι το σπίτι, όμως ο πατέρας δε μου άφησε τα χέρια. Ο Χριστός μας αναστήθηκε, όλος ο κόσμος μοίραζε ευχές, έλεγε πως αληθώς ανεστήθη ο Κύριος. Και ο πατέρας χαμογελούσε και χαμογελούσα κι εγώ που κατάφερνα έστω και με αυτόν τον τρόπο να κάνω τον πατέρα να γελάσει παρά την αρρώστια του. Γελούσαμε γιατί ο πατέρας έμοιαζε αναστημένος και ήταν αλήθεια. 

Όμως ξαφνικά ο πατέρας κουράστηκε. Τα δυνατά χέρια του βάρυναν, τα μάτια του χαλάρωσαν. Δεν μπορούσα να σηκώσω άλλο τα χέρια του και τα άφησα να πέσουν αργά. Όσο αργά έπεφτε το κεφάλι τού πατέρα. Μουρμούριζε όμως ακόμη, ακόμη κι αν ο ήχος από τις καμπάνες που μοίραζαν χαρά σκέπαζαν κάθε άλλο ήχο. Τα χέρια του έπεσαν τελείως, το κεφάλι του έμεινε ακίνητο. Και το τραγούδι μας σταμάτησε. Ακόμη κι αν είχε ακόμη τα χέρια του μέσα στα δικά μου. 

Χλωμό μου όνειρο νυχτερινό… Άσε τα χέρια σου σ’ εκείνον που αναστήθηκε και καταπάτησε τον θάνατο. Έστω κι αν δεν αφήσω σε κανενός τα χέρια τα δικά μου πια.



Μarilene

Σχόλια

  1. Όμορφο! Μια θύμηση εντός του εορταστικού Πάσχα, για τον Γολγοθά που ανεβαίνουν πολλοί άνθρωποι γύρω μας, καθημερινά!
    Καλό Πάσχα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. "Παλιοκόριτσο"!
    Με έκανες και δάκρυσα, ναι! δάκρυσα με την καρδιά μου, Ελένη μου!
    Και είμαι και εγώ περήφανος για σένα! Περήφανος για τη γραφή, την καρδιά σου, για εκείνο τον υπέροχο κόσμο που κουβαλάς μέσα σου.
    Σε ευχαριστώ πολύ καλό μου παιδί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν ξερω τι να πω, κύριε Γιαννη... Είμαι εδώ για να μοιραστώ τον κόσμο μου μαζί σας!

      Διαγραφή
    2. Είναι τιμή μας, που μια νεαρή γυναίκα, μοιράζεται έναν τέτοιον υπέροχο κόσμο μαζί μας. Σε μια γκρίζα εποχή, αυτά τα μέτρα και σταθμά που δημιουργείς, Ελένη, είναι αυτό που ζητάμε για έναν καλύτερο κόσμο. Συνέχισε κοπέλα μου.

      Διαγραφή
  3. Δεν μπορώ να πω πολλά... Σχεδόν δεν μπορώ να πω τίποτα...σχεδόν. Θα πω ότι είμαι πανευτυχής που έχω την τύχη να μοιράζομαι μια πλατφόρμα μαζί σου. Εξαιρετικό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Back to Top