Καλώς ήρθες

Αναγνώστης, συγγραφέας, αρθρογράφος ή και απλός περαστικός... Είναι τιμή μας να σε έχουμε στην παρέα μας!

Επιλεγμένα

"Für Elise" ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΚΩΦΙΑΔΗ (Συμμετοχή στο δικτυακό δρώμενο "Μια ιδέα-μια έμπνευση #4)

Monsters are not born... Monsters are made, manufactured
in an endless cycle of violence



Für Elise



"I shall die, and what I now feel be no longer felt. Soon these burning miseries will be extinct. I shall ascend my funeral pile triumphantly and exult in the agony of the torturing flames. Farewell."

(«Θα πεθάνω και αυτό που νιώθω τώρα δεν θα γίνεται πια αισθητό. Σύντομα αυτές οι καυστικές δυστυχίες θα σβήσουν. Θα ανέβω θριαμβευτικά στην νεκρώσιμη σωρό μου και θα αγαλλιάσω μέσα στην αγωνία των βασανιστικών φλογών. Αντίο.»)



Έκλεισε το βιβλίο και έμεινε να κοιτάζει το εξώφυλλο, μασώντας αφηρημένα τα χείλη του. Μαίρη Σέλεϊ. Φράνκενστάιν


Δεν ήταν ό,τι καλύτερο είχε διαβάσει. Όχι. Ούτε καν πλησίαζε. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Ήταν όμως, αλήθεια; Τελευταία όλο και λιγόστευαν τα πράγματα για τα οποία μπορούσε να είναι απόλυτα βέβαιος. Τι κατάντια! Κούνησε απότομα το κεφάλι του και ανοιγόκλεισε τα μάτια του νευρικά για να συνέλθει. Επέστρεψε στο βιβλίο. Ό,τι κι αν ήταν, τον γοήτευσε το ηθικό δίλημμα που του γεννήθηκε κατά την ανάγνωση, αυτό τουλάχιστον όφειλε να το αναγνωρίσει. Ποιος από τους δύο ήταν άραγε το τέρας; Ο δημιουργός ή το γέννημα αυτού; Κι αν ήταν και οι δύο, τι ελαφρυντικά θα μπορούσε να αναγνωρίσει σε καθέναν τους; Αν θα μπορούσε φυσικά. Ούτε γι αυτό ήταν σίγουρος. Ήθελε όμως. Τουλάχιστον στο τέρας. Ήθελε…


Χάιδεψε το σκληρόδετο κάλυμμα με τα δάχτυλά του να γλιστρούν στα ανάγλυφα γράμματα, κι άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί νωχελικά έξω και πέρα από το παράθυρο του σαλονιού στην οδό Χολ Στάιλ Μπανκ · εκεί που ήξερε πως βρισκόταν και ο μικρός κηπάκος του κι ας μην μπορούσε να τον δει. Κρεμμύδια, σκόρδα, βασιλικός και νάρκισσοι, φυτεμένα προσεκτικά και με φροντίδα θα τον αντάμοιβαν όταν ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου. Υπήρξε ανέκαθεν καλός με τα χέρια...


Ύστερα το βλέμμα σηκώθηκε λίγο ψηλότερα, στο απέναντι κτίριο που σταδιακά πετούσε το γκρίζο από πάνω του και ντυνόταν με το καθαρό λευκό που επέλεξαν οι ένοικοί του. Άλλο ένα βράδυ που έφευγε άγρυπνο. Άλλη μια μέρα που το πρώτο πρωινό φως κέρδιζε έδαφος τόσο νωρίς. Κρατιόταν κι αυτό ακόμη, μα ήταν άσκοπο. Σύντομα θα αναγκαζόταν να υποχωρήσει σε ολοένα και μεγαλύτερες ώρες, όσο πλησίαζαν στην καρδιά του φθινοπώρου. Η φυσική ροή των πραγμάτων. Το συνεχές τρέξιμο του χρόνου. Οι αλλαγές των εποχών... Όλα τους ρυθμισμένα από μια ανώτερη δύναμη που εκείνον έμοιαζε να τον έχει πια ξεχάσει. Όπως ξέχασε και ο ίδιος πολλά· για καλό ή για κακό. Ναθάνιελ. Το όνομά του ήταν Ναθάνιελ Όουενς, ετών εξήντα δύο. Έτσι έλεγε η ταυτότητα.


Πήρε μια βαθιά ανάσα και την κράτησε εγκλωβισμένη στο στήθος του για λίγο. Το γλυκό πνίξιμο που του προκαλούσε τον έκανε να νιώθει ζωντανός. Στην εκπνοή άκουσε και το πρώτο αυτοκίνητο της ημέρας. Ο γείτονας έβαζε μπρος τη μηχανή. Τζον κάτι ή Τζέιμς κάτι. Μεσοτοιχία τα σπίτια· γνώριζε πάντα η δεξιά τι ποιεί η αριστερά, θέλοντας και μη. Κλασικός Βρετανός νέας γενιάς εκείνος, νεαρός -ή τουλάχιστον νεαρότερος- δούλευε σε κάποιο μεγαλύτερο αστικό κέντρο. Όχι εκεί. Όχι στο Νορθάμπερλαντ, αν και μάλλον δεν έμαθε ποτέ πού ακριβώς. Κι αν έμαθε, δεν το είχε συγκρατήσει. Όπως και να είχε, αυτή ήταν η ανείπωτη καλημέρα τους και ταυτόχρονα το σήμα πως έτσι απλά, υπό τον ήχο της μίζας του συγκεκριμένου Φορντ Έσκορτ, το Χέξαμ σιγά-σιγά ξυπνούσε.


Όταν κοίταξε το ρολόι στον τοίχο ακριβώς απέναντι, η ώρα έδειχνε εφτά και δέκα πρώτα λεπτά. Εγκατέλειψε τη στοχαστική διάθεση -κατάλοιπο του πρόσφατου αναγνώσματος- σηκώθηκε από την πολυθρόνα στην οποία είχε βγάλει το βράδυ και βάλθηκε να συμμαζεύει. Σε καμιά ώρα θα ερχόταν η Άνια, η Πολωνή μετανάστρια που είχε για να τον βοηθάει με τα του σπιτιού. Σκούπιζε, ξεσκόνιζε, μαγείρευε και κανένα φαγητό πού και πού, σιγοτραγουδώντας σκοπούς της πατρίδας της. Η Άνια ήταν χρήσιμη. Ή μάλλον όχι. Η Άνια του ήταν απαραίτητη. Μόνος άντρας ο ίδιος, εργένης, δεν έμαθε ποτέ να φροντίζει επαρκώς τον εαυτό του. Κι εκείνη ήταν γλυκιά, ευγενική και προπάντων λιγομίλητη. Η δε δυσκολία της στη γλώσσα την έκανε σχεδόν ιδανική στα μάτια του. Εκτιμούσε αρκετά τη σιωπή για να την πληγώνει με ανούσιες κουβέντες και να γεμίζει παύσεις και η Άνια έμοιαζε να το καταλαβαίνει αυτό και δεν τον σκότιζε με φλυαρίες. Ίσως γι αυτό να έκανε και δουλειές πάντα πριν την άφιξή της. Μπορεί να έμοιαζε μάταιο, κουτό ακόμη, μα για εκείνον είχε νόημα. Όσο ευκολότερη της έκανε τη ζωή, τόσο πιο δύσκολα θα τον εγκατέλειπε. Αυτό το ενδεχόμενο, δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται.


Τελευταίο σήκωσε το ποτήρι με το τσάι που τον συνόδευσε στη χθεσινοβραδινή του ολονυχτία. Το πήρε στα χέρια του και έριξε μια ματιά τριγύρω, ίσα για να σιγουρευτεί πως όλα ήταν στη θέση τους. Με τις παντόφλες να αντηχούν σε κάθε βήμα επιθεωρούσε τη δουλειά του, μέχρι που ακινητοποιήθηκε τελείως. Το βλέμμα άδειασε απότομα και γύρισε προς τα μέσα. Χάθηκε θαρρείς...


«Κύριε Ναθάνιελ» επανέλαβε η Άνια, πλησιάζοντάς τον λίγο παραπάνω.


Αναπήδησε τρομαγμένος. “Το φλιτζάνι!” σκέφτηκε απευθείας. Αν του έπεφτε θα δημιουργούσε ακαταστασία. Αν έσπαγε… Μα πού ήταν το φλιτζάνι; Η ματιά του είχε κολλήσει στα αδειανά του χέρια. Ήταν σίγουρος πως το κρατούσε εκεί μέχρι πριν από λίγο.

«Είστε καλά;» τον ρώτησε γλυκά η κοπέλα κι έκανε ακόμη ένα βήμα. Πλέον στεκόταν απέναντί του και χαμήλωνε τον κορμό της για να μπορέσει να τον κοιτάξει ευθεία στα μάτια.

«Πότε…» ξεκίνησε να λέει εκείνος, μα σταμάτησε απότομα. Όχι. Αυτός ήταν ο λάθος δρόμος. Αυτός ο δρόμος οδηγούσε κάπου που δεν ήθελε να καταλήξει. Κατάπιε τα λόγια του, ξερόβηξε και σήκωσε το βλέμμα του στο πρόσωπό της.

«Μια χαρά είμαι, κορίτσι μου» της είπε, χτυπώντας της αμήχανα την πλάτη, ενώ επιχείρησε παράλληλα κι ένα χαμόγελο. Γιατί αυτό που αντίκρισε στα μάτια της προηγουμένως δεν του άρεσε καθόλου. Έμοιαζε πολύ με θλίψη. Θλίψη για εκείνον ίσως; Ή μήπως, πέρα από τις λέξεις, η Άνια μπέρδευε και τα συναισθήματα; Θα μπορούσαν να εκφράζονται αλλιώς στην Πολωνία...

«Απλώς αφαιρέθηκα» εξήγησε όταν την είδε αμετακίνητη και κάπως φάνηκε να την πείθει. Οι μύες του προσώπου της χαλάρωσαν κι εκείνη πισωπάτησε για να κρατήσει πάλι τη μεταξύ τους απόσταση στα επίπεδα που άρμοζαν στη σχέση τους.

«Καθαρό το σπίτι» σχολίασε η κοπέλα για να αλλάξει θέμα και ο Ναθάνιελ ένευσε ευχαριστημένος, παρότι ήξερε πως του έλεγε ψέματα. Μία βδομάδα είχε να έρθει. Όσο καλά και αν τα κατάφερε τελευταία στιγμή, σίγουρα το σπίτι είχε δει καλύτερες μέρες. «Βγάλατε και σκουπίδια»

«Πάντα εγώ δεν τα βγάζω; Πώς πέρασες στην Πολωνία;» τη ρώτησε για να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση.

«Ήταν πολύ ωραία» αποκρίθηκε εκείνη. Το χαμόγελό της έφτασε να φωτίσει τα γκριζοπράσινα μάτια της και τα μάγουλά της κοκκίνισαν ακόμη περισσότερο από ό,τι συνήθως. Του άρεσε αυτό του Ναθάνιελ. Του άρεσε η Άνια. Την προηγούμενη δεν συμπαθούσε, παρότι πια δεν θυμόταν καν το γιατί. 

«Ήρθε και αυτό» συμπλήρωσε η κοπέλα πριν φύγει για την κουζίνα, προτείνοντας το χέρι της προς το μέρος του. «Έξω στο κουτί».

Ο Ναθάνιελ πήρε από τα χέρια της έναν μεγάλο καφέ φάκελο και αφού τον περιεργάστηκε για λίγο, χωρίς πραγματικά να παρατηρεί κάτι, τον γύρισε στο φως και διάβασε το όνομά του στην κάτω δεξιά γωνία.



Μίστερ Ναθάνιελ Όουενς

41 Χολ Στάιλ Μπανκ

Χέξαμ, Νορθάμπερλαντ ΝΙ46 1ΧΝΤ”



Παραξενεύτηκε. Στριφογύρισε τον φάκελο ξανά και ξανά, μα δεν κατάφερε να βρει στοιχεία του αποστολέα. Το περιεχόμενο ωστόσο ανακινήθηκε έντονα. Ήταν σαφές πως δεν επρόκειτο για επιστολή ή κάποιο γράμμα και η περιέργεια φούντωσε μέσα του σαν σπίθα που άρπαξε ξαφνικά. Κατευθύνθηκε προς το γραφείο του, ξεχνώντας εντελώς την Άνια και τη μικρή τους συζήτηση, κι έψαξε για τον χαρτοκόπτη. Δευτερόλεπτα αργότερα, στη βαριά ξύλινη επιφάνεια προσγειωνόταν ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Έμεινε να τα κοιτάζει σκεπτικός. Το γραμματοκιβώτιό του είχε χρόνια να δεχτεί κάτι -πολλές φορές είχε σκεφτεί να το ξηλώσει στο παρελθόν- και τώρα αυτό. Μία ερώτηση καρφώθηκε στο μυαλό του: Μα ποιος χρησιμοποιούσε ακόμη κασετόφωνα;


Κάθισε στην καρέκλα προσεκτικά και πήρε στα χέρια του την κασέτα. Η λευκή ετικέτα ήταν κενή, χωρίς κανένα άλλο στοιχείο να προδίδει τι εμπεριείχε. Την έβαλε στο κασετόφωνο και πάτησε το κουμπί της αναπαραγωγής. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν ακούστηκε τίποτα. Μέχρι που σκέφτηκε να τα παρατήσει. Το χέρι του όμως έμεινε μετέωρο πάνω από το μικρό κασετόφωνο, όταν μια γυναικεία φωνή ακούστηκε σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά, κάνοντας τον να σκύψει πάνω από τη συσκευή, σαν να μοιράζονταν εκείνη τη στιγμή ένα μυστικό.

«Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες.»

Κι έπειτα πάλι σιωπή. Όχι όπως πριν. Αυτή είχε κάτι το διαφορετικό. Κάτι το διαταραγμένο. Ξαφνικά ένιωσε να πατάει πάνω σε γυαλί. Εύθραυστο, λεπτό γυαλί και από κάτω το χάος. Μία λάθος κίνηση και θα βρισκόταν στο κενό. Τα χέρια του άρχισαν να ιδρώνουν· το βλέμμα του είχε μείνει καρφωμένο στο μικρό, πλαστικό τζαμάκι που έκλεινε πίσω του την κασέτα, αφήνοντας τις δύο ροδέλες που έτρεχαν ακόμη να φαίνονται. Μέχρι και οι ανάσες σταμάτησαν. Κόλλησαν στον λαιμό του σαν ρώγες από σταφύλι. Μία λάθος κίνηση… Το μόνο πρόβλημα ήταν πως δεν ήξερε ποια ήταν αυτή η κίνηση· μήτε η λάθος, μήτε και η σωστή. Εκείνη η φωνή που κάτι ανασκάλευε μέσα του τού ήταν παντελώς άγνωστη και το μήνυμα της αόριστο και χωρίς κανένα για εκείνον νόημα. Τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει.


***


Το Ράιζινγκ Καφέ επί της οδού Μπομόντ απείχε μόλις πέντε λεπτά από το σπίτι του με τα πόδια. Ζεστό και φιλόξενο, διατηρούσε κάτι από τα παλιά, προτού αλυσίδες και πολυεθνικές καταπιούν τα μικρά μαγαζιά. Αρκετές είχαν φτάσει και στο Χέξαμ. Γι’ αυτό του άρεσε το συγκεκριμένο. Γι’ αυτό έπαιρνε κάθε πρωί εκεί τον καφέ του στις οχτώ και μισή ακριβώς. Σήμερα βέβαια, είχε αργήσει. Παρόλα αυτά, ο λάτε του ήταν ζεστός και η Κλαιρ τον είχε συνοδεύσει με την κατάλληλη δόση από σιρόπι φουντουκιού κι ένα εγκάρδιο χαμόγελο όπως πάντα. Γλυκιά κοπέλα. Γλυκός καφές. Ό,τι έπρεπε για να αντισταθμίσει αυτή την πικρίλα που είχε κολλήσει θαρρείς στον ουρανίσκο του, από την ώρα που έπαιξε εκείνη την ηχογράφηση για πρώτη φορά. Στον δρόμο την άκουσε άλλες είκοσι μία φορές. Εικοστή δεύτερη δεν υπήρξε. Θα ήταν παράλογο άλλωστε όταν καμία από τις προηγούμενες δεν κατάφερε να ξεκαθαρίσει το ομιχλώδες τοπίο στο μυαλό του, και τώρα το κασετόφωνο καθόταν παρατημένο στη φαρδιά τσέπη της γκρι καμπαρντίνας του.

Ξεδίπλωσε την εφημερίδα του και έφερε το ένα πόδι σταυρωτά πάνω στο άλλο. Βολεύτηκε λίγο παραπάνω στη δερμάτινη πολυθρόνα και προσπέρασε γρήγορα μερικούς τίτλους που δεν του προκάλεσαν κανένα ενδιαφέρον. Ίσως κάποια άλλη μέρα να ήταν αλλιώς τα πράγματα.



Το ετήσιο φεστιβάλ λουλουδιών θα πραγματοποιηθεί το Σαββατοκύριακο με...”

Κίνδυνος πλημμυρών μετά τις έντονες βροχές στην περιοχή...”

Τοπική ομάδα ποδοσφαίρου κερδίζει την πρώτη θέση στο πρωτάθλημα...”



Γύρισε σελίδα. Ήπιε μια γουλιά καφέ και ξαναβολεύτηκε. Τα μάτια του έπεσαν σε άλλη μία είδηση, λίγο πιο ασυνήθιστη αυτή τη φορά.



Θανατηφόρο Ατύχημα στην Κεντρική Οδό: Γυναίκα Παρασύρθηκε από Απορριμματοφόρο"

Χθες το πρωί, περίπου στις 09:15, σημειώθηκε τραγικό ατύχημα στην Κεντρική Οδό, με αποτέλεσμα τον θάνατο μιας γυναίκας, τα στοιχεία της οποίας έχουν ταυτοποιηθεί ως Καταρζίνα Νοβάκ, Πολωνικής καταγωγής. Η Νοβάκ παρασύρθηκε από απορριμματοφόρο ενώ διέσχιζε το δρόμο κοντά στο κέντρο της πόλης.

Οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης έσπευσαν άμεσα, αλλά παρά τις προσπάθειες, η γυναίκα κατέληξε επί τόπου.

Οι αρχές ενημέρωσαν ότι η Νοβάκ βρέθηκε να φέρει μικρό περίστροφο κατά το περιστατικό. Οι συνθήκες κατοχής του όπλου ερευνώνται.

Η αστυνομία καλεί τυχόν αυτόπτες μάρτυρες να καταθέσουν. Η νεκροψία έχει οριστεί για την επόμενη εβδομάδα.”



Το μυαλό του έτρεξε άθελά του στην Άνια. Μια αιφνίδια ταραχή τον κατέκλυσε στην σκέψη ότι θα μπορούσε να έχει πάθει κάτι εκείνη και βάλθηκε να ψάχνει νοερά το επίθετό της. Συνοφρυώθηκε. Η βαθιά χαρακιά στο μέτωπό του μαρτυρούσε την προσπάθεια που κατέβαλλε, χωρίς αποτέλεσμα ωστόσο. Ανάθεμα κι αν το είχε ακούσει ποτέ. Ίσως την πρώτη φορά, στη συνέντευξη για τη δουλειά. Ίσως σε κάποια πληρωμή, αν και αυτές τις έκανε αυτόματα για να μην παραλείψει καμία άθελά του. Ποιο ήταν το επίθετό της; Θα μπορούσε να είναι Νοβάκ; Το Άνια, βγαίνει από το Καταρζίνα; Να πάρει και να σηκώσει! Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Αλλά δεν μπορεί. Παραλογιζόταν. Η Άνια ήταν καλά. Στεκόταν απέναντί της μόλις λίγη ώρα πριν. Είναι σίγουρος. Είναι… Όχι, δεν είναι δυνατόν. Την είδε το πρωί. Μαγείρευε όταν έφυγε από το σπίτι. Του είπε για την επίσκεψή της στη χώρα της. Ήταν εκεί. Του έδωσε… Μα ναι! Το χέρι του έτρεξε στην τσέπη της καμπαρντίνας του και η καρδιά του έχασε έναν χτύπο. Το κασετόφωνο ήταν εκεί. Το μυαλό του απλώς του έπαιζε παιχνίδια, παρασύροντας την καρδιά στον ρυθμό του. Δεν τα είχε χάσει ακόμη. Ανακούφιση.


Έβγαλε και ακούμπησε το κασετόφωνο στο τραπέζι. Μια γουλιά καφέ και ένα βλέμμα γεμάτο ηττοπάθεια. Κάπου στο δρόμο για το Ράιζινγκ Καφέ είχε αποφασίσει ότι είναι ανώφελο να ακούει ξανά και ξανά το ίδιο μήνυμα. Κι όμως, ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί εκείνη την ώρα. Σαν μύγα ενοχλητική, του τριβέλιζε το μυαλό και τον προκαλούσε. Να κάνει τι όμως; Δεν ήξερε. Το μόνο που ήξερε ήταν πως εκείνη η γυναικεία φωνή είχε κάτι που τον πονούσε με έναν τρόπο σχεδόν ηδύ. Όπως όταν ξύνεις μια παλιά πληγή που δεν έκλεισε ποτέ σωστά. Φέρει τον πόνο ή την ανάμνηση αυτού, μαζί με μια ικανοποίηση παράλογη, που δεν θα έπρεπε να είναι εκεί, κι όμως υπάρχει.


Κοίταξε την Κλερ που μιλούσε με την άλλη κοπέλα πίσω από το μπαρ με τα γλυκίσματα. Έπειτα το βλέμμα του σάρωσε το μαγαζί. Ήταν ήδη ο ξένος, παρότι ζούσε εκεί πάνω από εικοσιπέντε χρόνια. Δεν ήθελε να δίνει λαβές για περαιτέρω σχολιασμό. Πλησίασε όσο πιο διακριτικά μπορούσε το κασετόφωνο στο αυτί του, χώνοντάς το σχεδόν στο μανίκι της καμπαρντίνας του για να μη φαίνεται.

«Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες.»


Σχεδόν ψέλλισε τις λέξεις μαζί με την άγνωστη εκείνη φωνή. Είχε απομνημονεύσει ακόμη και τις παύσεις, πράγμα περίεργο για εκείνον πλέον. Κι όμως το έκανε. Ήξερε πώς ανέπνεε η γυναίκα, πώς ο τόνος της φωνής της ανέβαινε σε εκείνο το “μην”, πώς χαμήλωνε πάλι απότομα στην τελευταία φράση της που έμοιαζε με υπόσχεση, ή απειλή. Τα ήξερε όλα αυτά. Τα είχε ακούσει είκοσι μία φορές στον δρόμο και άλλη μία στο σπίτι. Πρέπει να έμοιαζε εντελώς ανόητος. Ίσως η αρρώστια να είχε προχωρήσει κι άλλο. Ίσως εκτός από το μνημονικό, να έχανε και το λογικό κομμάτι που υπαγόρευε τις κινήσεις του. Ίσως, πολύ πιο σύντομα από όσο θα ήθελε να ελπίζει, ο Ναθάνιελ Όουενς να μην υπήρχε πια. Παρόλα αυτά, δεν είχε επιλογή. Rewind. Pause. Play.

«Ξέρω ότι με θυμάσαι…»


Είκοσι τρεις. Όλα ίδια και απαράλλαχτα. Όλα εκτός από εκείνο τον έναν ήχο… Όχι, όχι, δεν ήταν ήχος. Υπόνοια ήχου θα τον χαρακτήριζε· τόσο αχνά ακουγόταν. Κι αν για κάποιο λόγο δεν ησύχαζαν ξαφνικά όλα γύρω του την κατάλληλη στιγμή -ή τη λάθος- όπως γίνεται κάθε που θέλεις να μοιραστείς ένα μυστικό μέσα σε ένα πολύβουο περιβάλλον, δεν θα τον είχε εντοπίσει. Ήταν εκεί όμως και το άκουσμά του έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του να ανασηκωθούν. Μια κλασική μελωδία, ένα νανούρισμα ίσως. Μια μουσική. Αυτό ήταν. Μια μουσική, παιγμένη πάνω σε μεταλλικές, κοφτές νότες που ξεψυχούσαν γρήγορα με έναν τρόπο υπνωτιστικό. Τόσο γνωστή, τόσο οικεία και τόσο μακρινή συνάμα. Το καφέ ζωντάνεψε και πάλι, όσο απότομα είχε σιωπήσει και η μελωδία χάθηκε. Ήταν πια επιτακτική ανάγκη να την εντοπίσει ξανά.


***


Ο δρόμος για το Τάιν Γκριν Κάουντρι Παρκ, τον καταπράσινο χώρο δίπλα στον ποταμό Τάιν, έμοιαζε πιο μεγάλος παρά ποτέ, παρότι μπορούσε να τον καλύψει κανείς μέσα σε δεκαπέντε περίπου λεπτά αν ξεκινούσε από το μικρό καφέ με φυσιολογικό βηματισμό. Ένας άντρας της ηλικίας του μπορεί να χρειαζόταν λίγο παραπάνω. Ακόμη κι έτσι όμως, ο Ναθάνιελ ένιωθε πως περπατούσε τουλάχιστον μία ώρα προτού το δει μπροστά του. Παχυλές σταγόνες ιδρώτα είχαν κάνει την εμφάνισή τους στους γκρίζους κροτάφους του και αναγκάστηκε να χώσει βαθιά τα χέρια στις τσέπες για να κρύψει την ταραχή που σωματοποιούνταν και του προκαλούσε ένα ακατάσχετο τρέμουλο. Στο μυαλό του τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Η στιγμή που άκουσε εκείνον τον άλλο ήχο, που σαν μουσικό χαλί έντυνε το σύντομο ηχογραφημένο μήνυμα στην κασέτα, ήταν σαν οβίδα που έσκαγε στον πάτο της θάλασσας. Η άμμος αναδεύτηκε βίαια, ξερνώντας στην επιφάνεια όστρακα και πέτρες, μαζί με κομμάτια που χάθηκαν σε μια λήθη άχρονη, παλιά.


Ένας άντρας πελώριος στέκεται μπροστά του. Μοιάζει απειλητικός. Παραπαίει αλλά ταυτόχρονα δίνει την εντύπωση πως δεν μετακινείται. Τα μάτια του είναι μαύρα, χωρίς ασπράδι να διακρίνεται. Και θαμπά. Υπάρχει όμως θαμπό μαύρο; Ο Ναθάνιελ σταματά. Κάτι πεταρίζει στο στήθος του. Δεν είναι η καρδιά, μα κάτι άλλο που τρέμει σύγκορμο, εκεί, ακριβώς κάτω από το δέρμα. Σαν ποντίκι στριμωγμένο, που τινάζεται σπασμωδικά. Μοιάζει με… φόβο. Τον φοβάται αυτόν τον άντρα. Νιώθει πως θα του κάνει κακό. Παραπατάει και σωριάζεται στο γρασίδι που είναι πράσινο, μα και λίγο χρυσαφί. Και το πλάνο αλλάζει απότομα.


Μια γυναίκα στέκεται κουλουριασμένη στο πάτωμα. Είναι νέα, πολύ νέα και αδύνατη, σχεδόν καχεκτική. Τούφες από ξανθά μαλλιά πέφτουν μπροστά στο πρόσωπό της κρύβοντάς το. Τι κάνει; Κλαίει; Είναι λυγμοί αυτοί που τραντάζουν αυτό το αδύναμο σαρκίο; Γιατί απλώνει τα χέρια της προς το μέρος του; Cut.


Κι ύστερα αίμα. Πολύ αίμα. Σκούρο αίμα από αυτό που διαλύει τα όνειρα και θρέφει τους εφιάλτες.


Ο Ναθάνιελ φέρνει τα χέρια στο πρόσωπό του. Με τις παλάμες του το καλύπτει όλο. Με τα δάχτυλα πιέζει τα μάτια του ώσπου στο εσωτερικό τους βλέπει αστράκια. Κι οι ανάσες είναι όλο και πιο κοφτές· όλο και πιο γρήγορες. Λες και μεγάλωσε ξαφνικά τόσο που το αίμα δεν προλαβαίνει να μεταφέρει το οξυγόνο στις φλέβες του και τρέχει πλέον να προλάβει. Δεν τους ξέρει αυτούς τους ανθρώπους. Και η υποψία πως δεν βρίσκονται πραγματικά εκεί τον ταράζει ακόμη περισσότερο. Νιώθει χαμένος και τόσο μικρός. Τόσος δα. Ο αέρας μυρίζει μπαγιάτικο θάνατο. Και τότε… Εκείνη η μουσική… Εκείνη η μελωδία, η τόσο γνώριμα ξένη.


Für Elise. Κι ένας πυροβολισμός. Η γυναίκα σταμάτησε να κλαίει. Ο άντρας σταμάτησε να στέκεται. Ο Μπετόβεν συνέχισε για λίγο ακόμη.


Ξαπλωμένος πια στο γρασίδι, δεν τον ενδιέφερε αν τον κοιτούσαν οι περαστικοί. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν εκείνο το ξύλινο, μουσικό καρουζέλ που κάποια δύναμη το καταράστηκε -εκείνο ή τον ίδιο- να παίζει σε μια αέναη λούπα τις ίδιες νότες ξανά και ξανά. Αυτό που έμοιαζε να είναι το κλειδί για μια πόρτα που δεν ήξερε αν ήθελε ή αν μπορούσε καν να ανοίξει. Πρώιμη νόσος Αλτσχάιμερ. Αυτή ήταν η διάγνωση του νευρολόγου που επισκέφτηκε πριν από δύο με τρία χρόνια. Και του είχε ήδη στερήσει πολλά. Αυτό όμως ήταν διαφορετικό. Οι πόρτες που έκλεινε ο εκφυλισμός θάμπωναν σταδιακά, μέχρι που έσβηναν τελείως. Αυτή που είχε μπροστά του τώρα ήταν κατάμαυρη, θωρακισμένη και απροσπέλαστη, και πάνω της χαραγμένο υπήρχε το όνομά του: Ναθάνιελ.


***


Ο ύπνος του ήταν ανήσυχος εκείνο το βράδυ, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Δεν ήταν παράξενο να ταλαιπωρείται από εικόνες. Το είχε συνηθίσει και γι αυτό πολλές φορές προτιμούσε να μην κοιμάται. Ο ίδιος το ερμήνευε ως κάποια προσπάθεια του μυαλού του να διατηρήσει μνήμες που έδειχναν να ξεθωριάζουν, επαναφέροντάς τες έστω κι έτσι, ανακατεμένες, σε αυτή την κατάσταση μεταξύ συνειδητότητας και ασυνειδησίας. Εικόνες περαστικές, διαπερατές πέρα ως πέρα · μικρά φαντάσματα που σάλευαν για λίγο και μετά χάνονταν. Χωρίς συνοχή, χωρίς ειρμό. Κομμάτια από διάφορα παζλ που χάθηκαν και ρήμαξαν κι έμειναν πίσω να ψάχνουν κάπου να κουμπώσουν. Όχι απόψε όμως. Η νύχτα της εικοστής εβδόμης Σεπτέμβρη δεν έμοιαζε με καμία προηγούμενη.


Βρέθηκε πάλι απέναντι από τον πελώριο άντρα και τη μικροσκοπική γυναίκα. Αυτή τη φορά τους έβλεπε από άλλη οπτική γωνία. Ακίνητοι και οι δύο, παγωμένοι στον χρόνο, έμοιαζαν με άθλια αγάλματα, καθένα για τους δικούς του λόγους. Το πλήρες κενό… και μουσική. Έστρεψε απότομα το κεφάλι του στα δεξιά. Μέσα σε μια κούνια, που αιωρούνταν θαρρείς σε έναν κενό, ρευστό χώρο, πίσω από τα λευκά κάγκελα, ένα μωρό, δύο χρόνων το πολύ, κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του ένα κουρδιστό, ξύλινο καρουζέλ. Ένα από τα αλογάκια είχε “κολλήσει” στην κοιλιά του με τη σφιχτή αγκαλιά, σταματώντας και τα υπόλοιπα που εκνευρισμένα χλιμίντριζαν την ίδια νότα. Κολλημένα.


Μια απέραντη θλίψη τον πλημμύρισε αντικρίζοντας εκείνο το πλασματάκι που κρατιόταν από το παιχνίδι του σαν να ήταν το μοναδικό του καταφύγιο. Τα μάγουλά του μούσκεψαν, η ψυχή λύγισε κι ένας πόνος τον έσκισε στα δύο σαν λεπίδα. Θα μπορούσε να κοιτάζει τα δυο εκείνα αθώα μάτια για ώρες, ακόμη και αν τον σκότωνε αυτό που έβλεπε μέσα τους.


«Το μωρό μου!»


Η σπαραχτική ικεσία τον έκανε να γυρίσει πάλι το βλέμμα στη γυναίκα που τώρα πια πάλευε από ανθρώπινο κουβάρι να μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο. Χέρια απλωμένα, γεμάτα νεύρα και φλέβες, σε μια ύστατη προσπάθεια να φτάσει στην κούνια, να κρατήσει στην αγκαλιά της το σπλάχνο της, να του ψιθυρίσει στο αυτί πως δεν θα έπρεπε να φοβάται γιατί εκείνη ήταν εκεί. Αυτό όμως ήταν κάτι που δεν έμελλε να γίνει. Ίσως και να ήταν καλύτερα έτσι βέβαια· αν τα είχε καταφέρει, θα είχε πει ψέματα. Δεν θα ήταν εκεί. Ποτέ πια δεν θα ήταν εκεί. Δεν θα ήταν εκεί στις σχολικές γιορτές. Δεν θα ήταν εκεί στην αποφοίτηση. Δεν θα ήταν εκεί όταν εκείνος, ολόκληρος άντρας πια θα έκανε πρόταση γάμου στην αγαπημένη του. Δεν θα ήταν εκεί για να χαρεί με τη χαρά του. Αλλά κυρίως, δεν θα ήταν εκεί για να μοιραστεί και να κατευνάσει τα σκοτάδια του. Αυτά που η ίδια φύτεψε μέσα του, άθελά της.

«Αυτό να το σκεφτόσουν πριν ανοίξεις τα πόδια σου στον κάθε καριόλη!»

Ένα πιστόλι εκπυρσοκροτεί και τα πάντα παγώνουν και πάλι. Ο Ναθάνιελ γυρίζει ενστικτωδώς προς την κούνια. Τώρα το μωρό τον καρφώνει ευθεία στα μάτια.

«Ξέχασες κάτι;» τον ρωτάει με τη φωνή ενός ενήλικου άντρα· πιο συγκεκριμένα, με τη δική του.


Τα πάντα διαλύθηκαν σε μια στιγμή και ο Ναθάνιελ άνοιξε τα μάτια του ξέπνοος, κουβαριασμένος ανάμεσα σε σεντόνια που έσταζαν από τον ίδιο του τον ιδρώτα. Το σώμα βαρύ από την εξάντληση, κι όμως, πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο, όπως τότε, τριάντα χρόνια πριν που ρωμαλέο και στιβαρό προκαλούσε ρίγη στις γυναικείες καρδιές και χαμηλότερα. Έτρεξε στο γραφείο του για να προλάβει, να μην ξεχάσει. Από το άγχος, έκανε τρεις φορές λάθος στην πληκτρολόγηση. Την τέταρτη το πέτυχε.

 “Canon in D – Pachelbel”

Στα πρώτα πέντε δεύτερα του κομματιού, ήδη ήξερε. Κάθε πλήκτρο φώτιζε και μία ακόμη γωνία που για χρόνια κατέπνιγε το σκοτάδι. Αυτό που ο ίδιος επέβαλλε. Αυτό που ο ίδιος επέλεξε. Όχι. Το κουρδιστό καρουζέλ στην κούνια των ονείρων του δεν έπαιζε το Für Elise. Αυτό το διάλεξε ο ίδιος, πολλά χρόνια αργότερα, όταν παράγγελνε ένα αντίστοιχο κουρδιστό καρουζέλ, πιστή αντιγραφή εκείνου του πρώτου. Θα της έκανε έκπληξη. Θα της το χάριζε. Θα ξόρκιζε με αυτό το παρελθόν, αν εκείνη δεν ήταν αποφασισμένη να το αναπαράξει. Οι πράξεις της τον ανάγκασαν. Έμοιαζε τόσο με εκείνη ακόμη και στον τρόπο που παρακαλούσε. Κι εκείνος έμοιαζε με την πελώρια, σκοτεινή φιγούρα που τον κατέτρεχε σε όλη του τη ζωή, ψιθυρίζοντάς του στο αυτί πως είναι απλά χαλασμένος από κούνια και πως όσο και αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να ξεφύγει από το γραμμένο του. Μόνο που ο Ναθάνιελ, δεν είχε όπλο. Από την άλλη, δεν το χρειαζόταν κιόλας. Υπήρξε ανέκαθεν καλός με τα χέρια…


Η μουσική έφτασε στο τέλος της. Όταν και η τελευταία νότα έσβησε και χάθηκε, την είδε. Στεκόταν μπροστά του με τα ξανθά της μαλλιά ριγμένα στους ώμους, τα χέρια αφημένα στα πλευρά σαν άψυχα, κι εκείνα τα μεγάλα, γκριζοπράσινα μάτια να καίνε την ψυχή του. Χείλη σκισμένα, ώμοι κυρτοί και χέρια μπλαβιά. Στο εσωτερικό των μηρών της, πάνω στην πάλλευκη επιδερμίδα σχηματίζονταν μικρά ρυάκια από αίμα. Λίγο πιο πάνω, το νυχτικό είχε βαφτεί στο χρώμα της αμαρτίας.

«Άνια;» ψέλλισε τόσο σιγά, που θα μπορούσε και να το έχει φανταστεί. «Άνια;» επανέλαβε λίγο πιο δυνατά, μα ούτε και τώρα τόλμησε να σηκωθεί από τη θέση του ή να πλησιάσει.

Εκείνη δεν κουνήθηκε χιλιοστό.

«Καταρζίνα» είπε αυτή τη φορά ο Ναθάνιελ και δεν ήταν ερώτηση. Πάντα τον δυσκόλευε αυτό το όνομα. Αυτό που δεν θυμόταν ήταν αν ήταν δική του ιδέα, ή δική της, να τη φωνάζει Άνια.


***


Record.

«Εικοσιοκτώ Σεπτεμβρίου χίλια εννιακόσια ενενήντα τέσσερα»

Ξεκίνησε να λέει με φωνή που έτρεμε ανεξέλεγκτα. Πλέον ήταν μόνος του στο γραφείο, στο διώροφο κτίσμα της οδού Χολ Στάιλ Μπανκ και στο μυαλό του. Όλα τα φαντάσματα κρύφτηκαν στις σκιές, χαρίζοντάς του μια ύστατη στιγμή διαύγειας. Αυτή ήταν και η τιμωρία του.

«Γύρισα στο σπίτι με μια χάρτινη σακούλα στα χέρια. Είχε γαλάζια κορδέλα στο κλείσιμο και φοβόμουν μη σκιστεί από το βάρος. Έπρεπε να έχω επιλέξει πλαστική… Έπρεπε...».

Ο νους του ξέφυγε για λίγο κι αυτό τον τάραζε περισσότερο. Ήξερε πως δεν επρόκειτο για ένα τυχαίο ολίσθημα. Το ένιωθε. Ο χρόνος του τελείωνε. Έπρεπε να τα πει τώρα. Έκλεισε τα μάτια και πίεσε τον εαυτό του να συνεχίσει.

«Υποτίθεται πως θα ήταν έκπληξη… Και ήταν. Υποτίθεται ότι έλειπα αλλά δεν έλειπα. Υποτίθεται πως εκείνη θα με περίμενε μα δεν το έκανε». Πλησίασε κι άλλο το μικρό κασετόφωνο χειρός. Αυτά που θα έλεγε στη συνέχεια δεν είχε τη δύναμη να τα φωνάξει. Ήταν το μυστικό και συνάμα η πληγή του. Και τώρα μικρά σταγονίδια θα κατέληγαν να κοσμούν το κασετόφωνο καθώς μια ιστορία γραφόταν πάνω σε μια άλλη. «Ο άλλος έφυγε. Εκείνη όχι, αν και της το ζήτησα. Την παρακάλεσα να φύγει. Την ικέτεψα. Και μετά τη χτύπησα» ομολόγησε χαμηλόφωνα. «Τη χτύπησα πολύ. Τη χτύπησα όπως και όπου μπορούσα. Αλλά δεν ήμουν εγώ. Ήταν εκείνος. Πελώριος. Σκοτεινός. Κι ήταν εκείνη, μια μπάλα από σάρκα και οστά που φώναζε για το αγέννητο παιδί της. Το δικό της παιδί...». 

Το τρέμουλο υποχώρησε με ένα τελευταίο ρίγος που διαπέρασε ολόκληρο το κορμί του σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Το δύσκολο μέρος είχε φύγει αλλά η ιστορία δεν είχε τελειώσει. Αφού έφτασε ως εδώ, όφειλε να συνεχίσει. Λίγο ακόμη.

«Δεν την ξαναείδα ποτέ. Εξαφανίστηκα. Άλλαξα όνομα, χώρα και ταυτότητα. Έκανα τα πάντα αλλά με βρήκε. Της πήρε τριάντα χρόνια αλλά με βρήκε». Σταμάτησε για μια στιγμή. Ήταν χαμόγελο αυτό που ένιωθε να τραβάει άξαφνα τις άκρες των χειλιών του;

«Με βρήκε... Το όνομά της ήταν Καταρζίνα Νοβάκ. Σήμερα, εικοσιοκτώ Σεπτεμβρίου, δύο χιλιάδες είκοσι τέσσερα, στο Χέξαμ, Νορθάμπερλαντ, Μεγάλη Βρετανία, ομολογώ το έγκλημά μου. Ονομάζομαι…». Παύση. Απρόσκλητη και απροσδόκητη · σχεδόν τρομαχτική. Κατέβασε έναν κόμπο που σκαρφάλωσε στον λαιμό του και ξαναδοκίμασε. «Ονομάζομαι…» ξεκίνησε με σιγουριά αλλά σταμάτησε και πάλι. Κοίταξε γύρω το δωμάτιο που έμοιαζε πιο κρύο. Άλλη μια παύση. Άλλος ένας κόμπος. Λίγο μικρότερος αυτή τη φορά. «Ποιος είμαι;»


Ο άντρας σφάλισε τα βλέφαρά του με δύναμη. Έμοιαζε κάτι να ψάχνει μα γρήγορα όλοι οι μύες του προσώπου του χαλάρωσαν. Και καθώς έγινε αυτό, ένα και μοναδικό δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Ήταν από τύψεις… Ή από ανακούφιση… Τώρα πια, δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για τίποτα. Όταν άνοιξε τα μάτια του, μονάχα μία σκέψη υπήρχε στο μυαλό του. “Μα καλά, ποιος χρησιμοποιεί ακόμη κασετόφωνο;

Pause.



*** Τέλος ***



Αυτό λοιπόν το διήγημα ήταν η δική μου συμμετοχή στο λογοτεχνικό δικτυακό δρώμενο, "Μια ιδέα-μια έμπνευση #4", που διοργανώνει ο πάντα ενεργός φίλος και συνοδοιπόρος Γιάννης Πιταροκοίλης, στον οποίο χρωστώ ένα μεγάλο ευχαριστώ, καθώς η δράση του υπήρξε η αφορμή και ο λόγος να ξαναπιάσω τη συγγραφή μετά από δυόμιση χρόνια αποχής. Οπότε, δικαιωματικά, το "Für Elise", καλό ή κακό, θα ήθελα να το αφιερώσω στον Γιάννη.

Σας ευχαριστώ όλους για τον χρόνο σας.



Κεντρική Ιδέα:

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

«Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες.

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;


Σχόλια

  1. Δεν ξέρω από πού να αρχίσω το σχόλιό μου. Από τη χαρά, που μού έδωσε η συμμετοχή σου, Χάρη; Από την τιμή αυτής της συμμετοχής; Από το χαμόγελο ότι βλέπω πάλι ένα νέο σου συγγραφικό δημιούργημα; Να το πιστωθώ; Εγωιστικό είναι, δεν το κάνω.
    Για το διήγημά σου πραγματικά επιβεβαιώνομαι για την ανάγκη της συνέχισης της γραφής σου.
    Ερεβώδες, αμφίσημο, αινιγματικό, μυστηριώδες. Με χαρακτήρες πολύ δυνατούς, δομημένους με συναισθήματα και ένταση.
    Με πλοκή που είναι ομιχλώδης σαν να σεργιανάς στα σοκάκια του Βικτωριανού Λονδίνου.
    Και στο τέλος τα ερωτήματα. Ποιος είναι ποιος, τι έχει συμβεί. Ερμηνείες, εκδοχές, προσεγγίσεις.
    Τι καταφέρνεις μια χαρά, φίλε μου.
    Ειλικρινά, Χάρη, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτό εδώ σου το διαμαντάκι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η χαρά σου και το χαμόγελο είναι για μένα χαρά και καμάρι! Όσο για την πίστωση που λες, σου ανήκει, σε ένα κομμάτι τουλάχιστον ακόμη και αν αυτό αφορά την αφορμή να γεννηθεί το συγκεκριμένο κείμενο! Και χαίρομαι πολύ γι αυτό κιόλας να σου πω την αλήθεια! Τώρα τον σχολιασμό σου, τον αγαπώ κάθε μα κάθε φορά. Γιατί νιώθω ότι είναι to the point. Λες και ξέρεις τι ήθελα να γράψω και τι να πετύχω και τα επισημαίνεις! Και πάλι ευχαριστώ!

      Διαγραφή
    2. Χάρη ευελπιστώ αυτή εδώ η δημιουργία να είναι αφορμή για την ...ολική σου επαναφορά, φίλε μου. Τηρουμένων πάντα των υποχρεώσεών σου, με σεβασμό. Σε ευχαριστούμε.

      Διαγραφή
  2. Καλησπέρα Χάρη. Πρώτη φορά διαβάζω έργο σου και αυτό χάρη στο ΓΙάννη που έχει την ικανότητα να μας εκπλήσει με τις συστάσεις του.
    Εντυπωσιάστηκα. Περισσότερο από κάθε τι θεωρώ πανδύσκολο να περιγράψει ένας συγγραφέας συναισθήματα του ηρωά του, κρίσεις της ασθένειάς του, θύμισες που χάνονται και παρουσιάζονται ξανά, ενοχικές στιγμές μιας προσωπικότητας που ξεχνά λόγω αλτχάιμερ και που θυμάται για λίγο. Νιώθει ο αναγνώστης πιστεύω, όπως εγώ, αυτόν τον ιδρώτα που μουσκεύει από αγωνία, άγχος και φόβο, παρακολουθεί εναγωνίως την προσπάθεια του ηρωα να θυμηθεί, να ομολογήσει και να ξεχάσει ξανά χαμένος στα σκοτάδια της ασθένειας. Είναι φοβερές οι περιγραφές. Είναι υπέροχο πώς περιγράφεις τα σκοτάδια της ψυχής ενός ανθρώπου, πώς μας δίνεις να καταλάβουμε, να συμπονέσουμε αλλά και να νιώσουμε απέχθεια Φοβερή δουλειά έκανες. Μπράβο σου
    Καλή συνέχεια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Άννα! Χαίρομαι που σε γνωρίζω μέσα από αυτό το διήγημα και φυσικά διαμέσου του Γιάννη ο οποίος δεν ξεμένει ποτέ από δημιουργικές πρωτοβουλίες! Για τα σχόλια δεν έχω λόγια. Είναι ανέλπιστα καλά και αρχίζω να υποψιάζομαι ότι παρότι απείχα, δεν έχασα την επαφή με τις λέξεις! Γι' αυτή την επιβεβαίωση και γι αυτή τη σιγουριά που μου χαρίζουν τα όσα είπες, σε ευχαριστώ από καρδιάς! Αλήθεια!

      Διαγραφή
  3. Εγώ τώρα τι να πω; Το ποσό μαγικά γράφεις; Δεν. Δεν έχω λόγια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εγώ τι να πω που είσαι πάντα εδώ; Έχω λόγια; Δεν έχω...! Είμαστε πάτσι!

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Back to Top