Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καλώς ήρθες

Αναγνώστης, συγγραφέας, αρθρογράφος ή και απλός περαστικός... Είναι τιμή μας να σε έχουμε στην παρέα μας!

Επιλεγμένα

"Για μένα" Διήγημα του Γιάννη Πιταροκοίλη

 "Για μένα" διήγημα από τον Γιάννη Πιταροκοίλη «Η μεγάλη αίθουσα ήταν κατάμεστη από κόσμο. Δεν υπήρχε ίχνος από κάθισμα άδειο. Ακόμα και στους διαδρόμους στα ακραία πλαϊνά όπως και στο πίσω μέρος υπήρχαν όρθιοι. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη συγκίνηση. Το έβλεπες, το ένιωθες παντού. Τηλεοπτικές κάμερες είχαν στηθεί επίσης σε καίρια σημεία και πολλοί εκπρόσωποι μέσων ενημέρωσης ήταν σε ετοιμότητα να μεταφέρουν το ρεπορτάζ τους από τα μελλούμενα. Οι παρουσιαστές της εκδήλωσης είχαν ήδη πάρει τις θέσεις τους. Όμορφη μουσική γέμιζε το χώρο και όλα τον περίμεναν. Η δική του ώρα. Η στιγμή του Έκτορα Βεργέτη. Λογοτέχνης, συγγραφέας, βάδιζε ήδη την έκτη δεκαετία της γόνιμης και δημιουργικής ζωής του. Και η αποψινή εκδήλωση ήταν για εκείνον! Η παρουσίαση ενός σημαντικού βιβλίου, του τελευταίου του έργου. Ενός έργου, που τάραξε έντονα τα νερά της επικαιρότητας. Που είχε ήδη σηκώσει μεγάλες προσδοκίες. Και όλα αυτά για το θέμα στο οποίο αναφέρονταν. Εκείνο το θέμα, που τον είχε συγκλονίσει κ

Η ΠΟΡΝΗ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΑΣ

Γράφει η Δανάη Ιμπραχήμ 



Το ασημένιο φεγγάρι σηκώθηκε περήφανο στον κατάμαυρο ουρανό για να κατανικήσει δειλά το έρεβος που επικράτησε στην Βαβυλώνα. Το φως του ριχνόταν αβέβαιο σε δρόμους που επιθυμούσε να ζεστάνει, μα δυστυχώς δεν έδινε ζωή σε επικίνδυνα σοκάκια, όπου ελλόχευε κάθε λογής κίνδυνος.
Σε τούτα τα μονοπάτια βάδιζαν άντρες και αγόρια που μόλις είχαν βγάλει χνούδι πάνω από τα χείλη τους για να μυηθούν από τους πρεσβύτερους στις τελετουργίες της νύχτας. Μα τούτες οι πρακτικές δεν είχαν σχέση με τους θεούς και θεές που λάτρευαν την ημέρα. Επρόκειτο για την ικανοποίηση παθών που υπηρετούσαν με ευλάβεια τις νύχτες, όταν δεν ήταν υποχρεωμένοι να προσποιούνται τους σωστούς οικογενειάρχες.
Προς αυτή την ιεροτελεστία βάδιζε κι ο Σιν, ένας από τους πιο ευυπόληπτους πολίτες της Κούθα. Όλοι τον θεωρούσαν σοβαρό με αδαμάντινο χαρακτήρα και έφεση στα γράμματα. Ένας μορφωμένος άντρας λοιπόν με σύζυγο και επτά παιδιά δεν θα είχε χρόνο για ξενύχτια και κάθε είδους ακολασίας. Μα στο τέλος της ημέρας παρέμενε κι ο ίδιος ένας θνητός που είχε ανάγκη από μια γλυκιά ανακούφιση.
Ο Σιν δεν διέφερε από τον μέσο Βαβυλώνιο και με τον ερχομό της νύχτας εγκατέλειπε την συζυγική του κλίνη για να αναζητήσει την ηδονή από σώμα που δεν του άνηκε. Αυτή η σκέψη τον εξίταρε, όπως και η θύμηση όλων εκείνων των βραδιών που πλάγιαζε με την πιο γνωστή πόρνη της Βαβυλώνας, Ανουνίτ. Η συγκεκριμένη γυναίκα όμως δεν ήταν απλώς μια κοινή ιερόδουλη που ο καθένας μπορούσε να αγγίξει με ένα εξευτελιστικό ποσό. Επρόκειτο για την πιο όμορφη γυναίκα της Κούθα, που μόνο λίγοι είχαν την τιμή να ερωτοτροπήσουν μαζί της. Ήταν μια ανώτερης μορφής πόρνη που αποτελούσε το πρώτο όνομα στους σημαντικούς κύκλους της πόλης. Έτσι, μπορούσαν οι υπεράνω πάσης υποψίας να ενδώσουν στον πειρασμό του κορμιού της και παράλληλα να παραμείνει επτασφράγιστο μυστικό.
Ο λόγος ήταν απλός. Η Ανουνίτ δεν έφερνε τους άντρες σπίτι της. Συνευρισκόταν μαζί τους σε απόμερα μέρη της πόλης, γεγονός που καθιστούσε την ερωτική πράξη ακόμα πιο διεγερτική. Ο κίνδυνος να γίνουν αντιληπτοί μεγάλωνε την έξαψη και έδινε ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην βραδιά.
Η αποψινή του συνάντηση μαζί της θα λάμβανε χώρα σε ένα μέρος που δύσκολα θα σκεφτόταν κανείς για ερωτική στέγη. Τα βήματα του Σιν τον έβγαλαν σε έναν ναό, αυτό της Ερεσκιγκάλ, της θεάς του Κάτω Κόσμου.
Η Ανουνίτ τον περίμενε δίπλα από την είσοδο, με χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τα μακριά, μαύρα της μαλλιά να καλύπτουν τον δεξή της ώμο. Ο λαιμός της από την αριστερή μεριά ήταν ακάλυπτος και έδωσε στον Σιν το έναυσμα να τον περιεργαστεί με τα χείλη του. Εκείνη δεν αντέδρασε στο αργό φιλί του και στον τρόπο που τα χέρια του θώπευαν τους γλουτούς της.
«Άργησες», του είπε με αυστηρό τόνο.
Ο Σιν έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω για να περιεργαστεί τα αμυγδαλωτά, σκούρα της μάτια. Το πρόσωπο της εξέπεμπε σοβαρότητα, αλλά δεν έσβησε την ερωτική του διάθεση. Ήταν από την φύση της αυταρχική, κάτι που δεν ενοχλούσε έναν άντρα όταν επρόκειτο να πλαγιάσει μαζί της.
«Τι θα γινόταν αν με έβλεπε κανείς;», συνέχισε την επίπληξη.
«Αυτό έπρεπε να το σκεφτείς προτού με φέρεις εδώ», της απάντησε χαϊδεύοντας το μάγουλο της.
Η Ανουνίτ δεν του απάντησε. Προχώρησε στο εσωτερικό του ναού μέχρι να φτάσει μπροστά από την ανάγλυφη Ερεσκιγκάλ σε μια τετράγωνη πλάκα. Ο Σιν την ακολούθησε σέρνοντας τα βήματα του και στάθηκε πίσω της για να περιεργαστεί με την σειρά του την απεικόνιση της θεάς.
Ο δημιουργός την είχε τοποθετήσει στη ράχη δυο λεόντων, ενώ δεξιά κι αριστερά έστεκαν δυο κουκουβάγιες. Η Ερεσκιγκάλ ήταν γυμνή με στητό στήθος και τα δυο της σηκωμένα χέρια, επενδυμένα με κοσμήματα κρατούσαν δυο ράβδους που στηρίζονταν στα τόξα μεγάλων δακτυλίων. Τα δάχτυλα των ποδιών της θύμιζαν άκρα πουλιού, ενώ τα μαλλιά της καλύπτονταν από ένα κωνικό στέμμα σε σχήμα κεράτων. Ο γλύπτης είχε δώσει μεγάλη έμφαση και στο πρόσωπο της και κυρίως στα χείλη της, τα οποία είχαν μετακινηθεί ελάχιστα και σου έδιναν την εντύπωση ότι μειδίαζε συνωμοτικά. Όποιος την αντίκριζε ένιωθε ένα δέος μπροστά στην θεά που χαμογελούσε γιατί ήξερε κάτι παραπάνω. Κι αυτό το κάτι δεν ήταν ευχάριστο, γιατί επρόκειτο για την αφέντρα του Κάτω Κόσμου.
«Επιβλητική», μουρμούρισε η Ανουνίτ.
Η κουβέντα της βοήθησε τον Σιν να ξυπνήσει από τον λήθαργο που τον έριξε η ανάγλυφη εικόνα της θεάς. Έπειτα, την έπιασε από τον ώμο και την έφερε πάνω στο στέρνο του.
«Δεν ήρθαμε εδώ για να προσκυνήσουμε», της υπενθύμισε με έναν ερωτικό ψίθυρο.
Η Ανουνίτ μισοχαμογέλασε και άρχισε να τον φιλά. Ο Σιν ανταπέδωσε στο παθιασμένο της φιλί και την έσπρωξε στον κοντινότερο τοίχο. Με γρήγορες και αδέξιες κινήσεις απελευθερώθηκαν από τα ενδύματα τους και ο αχόρταγος Σιν την σήκωσε στα χέρια του με την Ανουνίτ να κλειδώνει τα πόδια της γύρω από την μέση του.
Ο ναός αντηχούσε πλέον από τους αναστεναγμούς τους την ώρα της άγριας ένωσης τους. Τα κορμιά τους ποτίζονταν από στάλες ιδρώτα, ενώ καιγόντουσαν από τον πόθο και την λαγνεία. Κι όλα αυτά υπό το άγρυπνο βλέμμα της Ερεσκιγκάλ.


Η Ανουνίτ βρισκόταν ξαπλωμένη στα χέρια του Σιν και χάζευε την Ερεσκιγκάλ. Εκείνος είχε μείνει να κοιτάζει το κενό, καθώς τα δάχτυλα του ταξίδευαν στην γυμνή της σάρκα.
«Πρώτη φορά βρήκα λίγο ενδιαφέρον μέσα σε έναν ναό», μουρμούρισε και γέλασε με το σχόλιο του.
Η Ανουνίτ κινήθηκε μέσα στην αγκαλιά του για να μπορεί να τον κοιτάζει και τον ρώτησε αν ήταν πιστός στους θεούς.
«Σίγουρα περισσότερο από σένα», της απάντησε με ένα ειρωνικό χαμόγελο.
«Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος;»
«Ξεχνάς ποιανού ιδέα ήταν να έρθουμε εδώ;»
«Κι αυτό με κάνει αυτομάτως άπιστη;»
Η συζήτηση είχε σοβαρέψει αρκετά κι ο κουρασμένος από την συνεύρεση Σιν άρχισε να χάνει την υπομονή του. Η Ανουνίτ κατάλαβε αμέσως την αλλαγή στην διάθεση του και το πρόσωπο της φώτισε από ένα σαγηνευτικό χαμόγελο.
«Ξέρεις κάτι; Έχεις δίκιο», αποκρίθηκε και σκαρφάλωσε πάνω του. «Δεν είμαι τίποτα παραπάνω από μια ανήθική πόρνη. Και μου αξίζει να μου φέρονται αναλόγως».
Ο Σιν χάζεψε το στήθος της και με δυσκολία σήκωσε το βλέμμα του στο πρόσωπο της. Τα λόγια και η γλώσσα του κορμιού της μαρτυρούσαν πως ζητούσε ένα ακόμα ταξίδι στην επουράνια ηδονή και δεν είχε σκοπό να της χαλάσει το χατίρι.
Ανασήκωσε τον κορμό του και τα χείλη του διεκδίκησαν τα δικά της. Τα δάχτυλα της Ανουνίτ μπλέχτηκαν στα μαύρα του μαλλιά, όπου μερικές ασημένιες τούφες δέσποζαν από εδώ και από εκεί. Το άγγιγμα της ήταν σφιχτό, αλλά ο Σιν δεν παραπονέθηκε. Πίστεψε πως δεν επρόκειτο για κάτι άλλο πέραν από την ένταση που της προκαλούσε ο ίδιος. Έτσι, αφέθηκε πλήρως και δεν πρόλαβε να αντιδράσει όταν η Ανουνίτ προσγείωσε το κεφάλι του στο σκληρό δάπεδο.
Ο Σιν έβγαλε μια κραυγή οδύνης και η όραση του θόλωσε από την ζαλάδα που του προκάλεσε η πρόσκρουση. Η Ανουνίτ σήκωσε ξανά το κεφάλι του και επανέλαβε το χτύπημα με μανία, ακόμα κι όταν ο Σιν έχασε τις αισθήσεις του και το αίμα του έρεε στο μάρμαρο του ναού. Τώρα ακούγονταν μόνο τα δικά της ξεφωνητά απόγνωσης, μα δεν υπήρχε κανείς τριγύρω για να την σταματήσει. Κι έτσι έδωσε ένα τελειωτικό χτύπημα που οδήγησε τον Σιν στον Κάτω Κόσμο.
Αφού σιγουρεύτηκε ότι ο αποψινός της πελάτης δεν θα επέστρεφε μοναχός σπίτι του, έφυγε από πάνω του, αλλά παρέμεινε γονατιστή. Το στήθος της παλλόταν καθώς ανάσανε γοργά, ενώ το σώμα της είχε λερωθεί με στάλες αίματος. Αντί όμως να σκουπίσει τα ενοχοποιητικά στοιχεία, έφερε τα χέρια της στο ζεστό υγρό που είχε απλωθεί στο πάτωμα και γέμισε την χούφτα της.
Με το σώμα της να τρέμει ακόμα από την ένταση, σηκώθηκε αργά και πλησίασε το άγαλμα της θεάς για να γονατίσει μπροστά της. Το αίμα στις παλάμες της χύθηκε μπροστά από την Ερεσκιγκάλ και ακολούθησε μια διπλή πορεία δεξιά κι αριστερά για να την περικυκλώσει.
«Δέξου αφέντρα μου την αποψινή θυσία και συνέχισε να μου εξασφαλίζεις το δώρο της ζωής».
Όταν ολοκλήρωσε την πρόταση της, φύσηξε ένα ελαφρύ αεράκι που έκανε τα μαλλιά της να χορέψουν σε έναν χαλαρό ρυθμό. Ύστερα, ακούστηκε ένας απόκοσμος ψίθυρος, τόσο μακρινός που ήταν λες κι ερχόταν από άλλη διάσταση.
«Ο Κάτω Κόσμος σε ευγνωμονεί για ένα ακόμα δώρο δούλη μου».
Η Ανουνίτ κοίταξε το χαμογελαστό ανάγλυφο της Ερεσκιγκάλ και ένευσε συγκαταβατικά.
«Μπορείς να φύγεις τώρα», της υπέδειξε ο ψίθυρος κι εκείνη υπάκουσε.
Φόρεσε τα ρούχα της κι εγκατέλειψε τον ναό και τον νεκρό Σιν.


Η νέα μέρα ήρθε με την συνοδεία αναταραχής. Το πτώμα του Σιν ανακαλύφθηκε λίγες ώρες μετά την αυγή και όλη η Κούθα αναστατώθηκε από το αποτρόπαιο έγκλημα. Δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο να χάνει κανείς την ζωή του στα νυχτοπερπατήματα του, αλλά ποτέ στο πρόσφατο παρελθόν δεν είχε φονευθεί κάποιος μέσα σε έναν ιερό χώρο. Το γεγονός μάλιστα ότι το θύμα ήταν ένας από τους πιο αξιοσέβαστους Βαβυλώνιους είχε θορυβήσει την πόλη ακόμα περισσότερο. Και φυσικά οι φήμες είχαν οργιάσει σε μια προσπάθεια του απλού λαού να εξιχνιάσει το έγκλημα.
Η Ανουνίτ έμεινε όλη μέρα σπίτι της, μολονότι δεν υπήρχε πιθανότητα να την υποψιαστεί κανείς. Μπορεί να αποκτούσε πελάτες μέσω συγκεκριμένων ανδρών, ωστόσο αυτοί έκαναν μονάχα μια σύσταση. Κανείς δεν συνήθιζε να ενημερώνει τους υπόλοιπους για τις συναντήσεις του μαζί της. Η σιωπή κρατούσε ασφαλή την υπόληψη τους, αλλά όχι τους ίδιους.
Όπως και να είχε, η νεαρή πόρνη προτίμησε την ησυχία του σπιτιού της από τους δρόμους της πόλης που θα εκκωφαντούσαν ψίθυρους συνωμοσίας.
Έκανε τις δουλειές του σπιτιού, συμμάζεψε λίγο τα κοσμήματα που είχε αποκομίσει από τους πελάτες της και μετά προσευχήθηκε για ώρες στην Ερεσκιγκάλ. Ήξερε πως η αφέντρα της δεν θα επέτρεπε την σύλληψη της, όφειλε όμως σαν πιστή δούλη να δείξει έμπρακτα την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο της. Εξάλλου τα δώρα που λάμβανε από την βασίλισσα του Κάτω Κόσμου δεν περιορίζονταν μόνο στην ασφάλεια της. Μια τούφα από την πλούσια κώμη της που χθες ήταν λευκή, αλλά σήμερα δεν ήταν πιο φωτεινή από τον νυχτερινό ουρανό, επιβεβαίωνε την ευγνωμοσύνη της Ερεσκιγκάλ για μία ακόμα θυσία της.
Η προσευχή της διακόπηκε το απόγευμα από έναν γρήγορο χτύπο στην πόρτα της. Εκείνη τινάχτηκε όρθια νιώθοντας ένα κύμα αδρεναλίνης να ωθεί την καρδιά της σε ανεξέλεγκτο φτερούγισμα. Έκρυψε όμως την όποια ανησυχία για να προστατέψει όπως μπορούσε το μυστικό της.
Αφού προχώρησε στην πόρτα, πήρε μια βαθιά ανάσα και έπειτα την άνοιξε. Ο επισκέπτης της δεν ήταν παρά το γηραιότερο μέλος της ομάδας των πελατών της, ο οποίος είχε έρθει στο κατώφλι της φορώντας μια μαύρη κάπα και με την κουκούλα να κρύβει το πρόσωπο του.
«Κλείσε», την διέταξε εισβάλλοντας στο κρησφύγετο της κι όταν τον υπάκουσε, έριξε την κουκούλα ώστε να φανερωθεί το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο. «Τα έμαθες;»
«Τι να μάθω;», τον ρώτησε προσποιούμενη την ανίδεη.
«Έχει βουίξει ο τόπος!»
«Ήμουν σπίτι μου όλη μέρα. Μια πόρνη αρέσκεται στο σκοτάδι».
Εκείνος ξεφύσησε και της έκανε νόημα να καθίσουν γύρω από το ξύλινο τραπέζι. Πίστευε ότι θα την συγκλόνιζε το νέο που της είχε φέρει κι άρα χρειαζόταν στήριξη.
«Ο Σιν, ο φίλος που σου σύστησα πριν έναν μήνα, δυστυχώς...», πήρε μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει. «Σκοτώθηκε χθες βράδυ».
Η Ανουνίτ αναφώνησε κατάπληκτη φέρνοντας την παλάμη της στα ξερά της χείλη. Με τόσες ώρες προσευχής είχε λησμονήσει να ενυδατωθεί.
«Πώς;»
Ο μεσήλικας ανασήκωσε αβέβαιος τους ώμους του.
«Βρέθηκε στον ναό της Ερεσκιγκάλ γυμνός και με ανοιγμένο το κεφάλι. Καταλαβαίνεις ότι ο κόσμος έχει σκαρφιστεί ένα σωρό εξωφρενικά παραμύθια για το συμβάν».
Η Ανουνίτ κούνησε το κεφάλι της αργά δίνοντας στον επισκέπτη της να καταλάβει ότι ήταν τόσο συγχυσμένη, που δεν μπορούσε να βρει μια απάντηση στο θέμα των κουτσομπολιών.
«Μήπως συναντηθήκατε χθες βράδυ; Ίσως εσύ να μπορείς να μας βοηθήσεις να βρούμε τον υπεύθυνο».
«Όχι», απάντησε ξεφυσώντας. «Έχω να τον δω αρκετές μέρες. Είχα», διόρθωσε τον εαυτό της και συνέχισε να αναστενάζει.
Η αλήθεια σαφώς κι ήταν πολύ διαφορετική. Την τελευταία βδομάδα βρίσκονταν κάθε βράδυ μέχρι που πριν δυο μέρες της ζητήθηκε η ετήσια θυσία της Ερεσκιγκάλ για την διατήρηση της νιότης της. Κι έτσι δεν θα τον έβλεπε κανείς ποτέ ξανά.
«Καλά θα κάνεις τις επόμενες μέρες να μείνεις σπίτι. Και κυρίως νύχτες. Θα ενημερώσω και τους υπόλοιπους να μην σε προσεγγίσουν για κάποιο διάστημα».
«Γιατί;»
«Δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκεται κάποιος νεκρός στον συγκεκριμένο ναό».
Η Ανουνίτ θορυβήθηκε, αλλά ήξερε πολύ καλά να κρύβει τα συναισθήματα της. Ο όποιος προβληματισμός της παρέμεινε εσωτερική υπόθεση και το μόνο που έβλεπε ο μεσήλικας επισκέπτης της ήταν ένα συνοφρύωμα απορίας.
«Είσαι νέα στην Κούθα και δεν ξέρεις τι αιματηρή ιστορία κουβαλάει».
«Ήρθα πριν τρία χρόνια. Δεν είμαι και τόσο νέα εδώ».
Ή γενικά.
Ο άντρας γέλασε πνιχτά και χτύπησε μαλακά το χέρι της που ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι.
«Τρία χρόνια είναι λίγα μπροστά στα πενήντα επτά που έχω καταφέρει να ζήσω εγώ. Δεν είναι όμως η ηλικία μου το θέμα. Πρέπει να ξέρεις πως η πόλη μας έζησε τρομακτικές μέρες καθώς πριν περίπου δέκα χρόνια, θάνατοι σαν του Σιν ήταν πολύ συχνό φαινόμενο. Σχεδόν κάθε μήνα νέο πτώμα έκανε την εμφάνιση του σε μια γωνιά του ναού. Είχαμε φοβηθεί όλοι. Κάθε θόρυβος στην διάρκεια της νύχτας μας έκανε να τρέμουμε. Παιδιά καιγόντουσαν στον πυρετό από τον φόβο, γυναίκες έχαναν τα παιδιά τους. Προσπαθήσαμε με πολύ κόπο να βρούμε τον υπεύθυνο. Μέχρι που ξαγρυπνούσαμε έξω από τον ναό περιμένοντας τον με το θύμα του. Χρειάστηκε να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος για να συνειδητοποιήσουμε ότι ο δολοφόνος ζούσε μέσα στον ναό».
«Και τελικά πώς τον ανακαλύψατε;», ρώτησε σαν παιδί που αγωνιούσε να μάθει την συνέχεια του παραμυθιού.
«Ένα βράδυ που φυλούσα τον ναό μαζί με τον αδερφό μου, ακούσαμε κραυγές. Τρέξαμε μέσα και είδαμε μία αιμόφυρτη γυναίκα να κρύβεται πίσω από την Ερεσκιγκάλ κλαίγοντας. Είχε παλέψει με τον φονιά της και μπόρεσε να διαφύγει. Έτσι την βρήκαμε προτού περάσει στο βασίλειο του Κάτω Κόσμου και συλλάβαμε τον υπεύθυνο».
«Γιατί δεν καταφέρατε ποτέ να τον δείτε να μπαίνει;»
«Γιατί έμενε μέσα στον ναό. Είχε βρει έναν χώρο που δεν επισκεπτόταν κανείς συχνά και έτσι την περίοδο που η πόλη τον αναζητούσε πυρετωδώς μετακόμισε εκεί. Όσο για τα θύματα του, προσέλκυε πάντα ανύπαντρα κορίτσια προσποιούμενος τον ενδιαφερόμενο αρραβωνιαστικό. Τις έφερνε στον ναό μέσα από μια μυστική είσοδο που χρησιμοποιούσαν οι ιερείς. Ήθελε να τις δείξει πόσο ευσεβής ήταν στις θεές και φυσικά για να γευτούν από νωρίς τον καρπό του έρωτα μαζί του. Μόνο που δεν προλάβαιναν να χαρούν τίποτα, γιατί τις έσφαζε μπροστά από την πλάκα της Ερεσκιγκάλ. Όταν τον ρωτήσαμε τον λόγο που μόλυνε τον ναό με τα εγκλήματα του, μας είπε πως δεν έκανε τίποτα περισσότερο από αυτό που του ζητούσε η Ερεσκιγκάλ. Της προσέφερε θυσίες για να του χαρίσει μακροζωία. Ισχυριζόταν πως ήταν πάνω από εβδομήντα ετών, αλλά δεν έμοιαζε νεότερος σου».
Η Ανουνίτ σηκώθηκε όρθια και άρχισε να βηματίζει νευρικά. Η ιστορία που μόλις είχε ακούσει θα μπορούσε να είναι εύκολα η δική της, αν άλλαζε το φύλο του δολοφόνου και των θυμάτων. Ήταν σίγουρη πως δεν επρόκειτο για μια εξωφρενική σύμπτωση, αλλά για μια περίπτωση ίδια με την δική της κι αυτό δεν την χαροποιούσε. Πίστευε πως ήταν η πρώτη θνητή που είχε προσεγγίσει η θεά, όπως και ότι η συμφωνία που είχαν κλείσει θα της εξασφάλιζε αιώνια ζωή. Όμως αν κάποιος που νόμιζε ότι είχε επίσης αποκτήσει την αθανασία έγινε αντιληπτός και βάδισε με την σειρά του στον Κάτω Κόσμο, τι μπορούσε να την διαβεβαιώσει ότι δεν θα πάθαινε το ίδιο;
«Μην φοβάσαι», αποκρίθηκε ο άντρας και σηκώθηκε για να την παρηγορήσει με τα χέρια του να σφίγγουν τους ώμους της. «Αυτή την φορά είμαστε υποψιασμένοι και δεν θα επιτρέψουμε σε άλλο τρελό να επικαλεστεί τους θεούς για τα εγκλήματα του».
Μόνο να ήξερες πως αυτοί είναι υπεύθυνοι!
Η Ανουνίτ κράτησε τις σκέψεις της για τον εαυτό της κι αρκέστηκε σε ένα μικρό νεύμα.
Ο άντρας χαμογέλασε ικανοποιημένος που μπόρεσε να την κάνει να νιώσει σιγουριά και επανέλαβε τις οδηγίες του για την ασφάλεια της. Και φυσικά ο λόγος που την ήθελε ζωντανή δεν ήταν ένα αγνό ενδιαφέρον. Όπως είπε και στην ίδια ψηλαφίζοντας τα χείλη της, έπρεπε να προστατέψει τον πιο γλυκό καρπό της Κούθα για να μπορεί να τον γεύεται όσα χρόνια του έμενε να ζήσει.


Αργά το βράδυ, η Ανουνίτ φόρεσε μια σκούρα κάπα και έφυγε από το σπίτι της. Δεν το είχε σκοπό, αλλά η συζήτηση με τον επισκέπτη της την είχε αναστατώσει και μόνο ένα πρόσωπο μπορούσε να της δώσει εξηγήσεις.
Κατευθύνθηκε με γρήγορες δρασκελιές στον ναό της Ερεσκιγκάλ, ο οποίος φυλασσόταν από τρεις άντρες. Κατάφερε όμως να μπει μέσα, πετώντας χαλίκια προς αντίθετες κατευθύνσεις για να τους παραπλανήσει. Η έξοδος της θα γινόταν από την περιβόητη μυστική πόρτα που θα είχε την πολυτέλεια να αναζητήσει στο εσωτερικό του ναού.
Γονάτισε μπροστά από την Ερεσκιγκάλ με τα μάτια της να περιεργάζονται τον σκαλισμένο λίθο και τέλος επικεντρώθηκε στα χείλη της θεάς. Πάντα της έδιναν την εντύπωση ότι θα μετακινηθούν και θα άκουγε την αφέντρα της μέσα από το ανάγλυφο. Η φωνή της όμως έφτανε στα αυτιά της σαν ψίθυρος που ερχόταν από τα έγκατα της γης. Και η αποψινή βραδιά δεν θα αποτελούσε εξαίρεση.
«Με ακούς κυρά;», της απηύθυνε τον λόγο η Ανουνίτ. «Είσαι εδώ μαζί μου;»
Πριν πάρει την απάντηση της, το γνώριμο αεράκι φύσηξε μέσα στον χώρο προκαλώντας μια μικρή αναταραχή στα ενδύματα και τα μαλλιά της.
«Τι θέλεις; Πώς τολμάς να με καλείς πρώτη;»
«Συγχώρα την απρέπεια μου, κυρά. Όμως σήμερα έμαθα κάτι και δεν μπορώ να ηρεμήσω».
«Και τι έμαθες;»
Η Ανουνίτ της αφηγήθηκε την ιστορία που στριφογύριζε στο μυαλό της με μια μικρή ελπίδα να την διαψεύσει η θεά και να της πει πως ο άνθρωπος που επικαλέστηκε το όνομα της ήταν απλά ένας τρελός. Προς μεγάλη της απογοήτευση όμως, η Ερεσκιγκάλ επιβεβαίωσε τα λόγια του πελάτη της.
«Ο Κάτω Κόσμος είναι μεγάλο βασίλειο και δεν μπορεί να βασίζεται μονάχα σε έναν θνητό. Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε μένα. Φροντίζουν όμως να είναι σε άλλες πόλεις για να προστατευτεί το μυστικό τους».
Και ξαφνικά η Ανουνίτ αισθάνθηκε ανεπαρκής, μηδαμινή. Τα δώρα της Ερεσκιγκάλ την έκαναν να νιώθει μοναδική παρά το επάγγελμα της. Ήταν μια σαγηνευτική γυναίκα με πλούτη που θα ζήλευαν και βασιλείς και μολονότι μπορούσε να σταματήσει να εκπορνεύεται, συνέχισε την απασχόληση της για να νιώθει μέσα σε όλα και ποθητή. Γι’ αυτό κι όταν ήρθε στην Κούθα, αποφάσισε να δημιουργήσει τον στενό κύκλο ευκατάστατων πελατών ώστε ο κόσμος να την αντιμετωπίζει σαν κάτι ανώτερο από μια συνηθισμένη ιερόδουλη. Μα όλα αυτά καταστράφηκαν μέσα σε μια μέρα μαθαίνοντας ότι κι άλλοι άνθρωποι βάδιζαν στο ατελείωτο μονοπάτι της αιωνιότητας. Δεν ήταν παρά μια από τις πολλές υπηρέτριες της Ερεσκιγκάλ· όπως ακριβώς παρέμενε μία πόρνη, όσο υψηλά κριτήρια κι αν έθετε για τους πελάτες της.
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα δούλη μου;»
Αν τολμούσε να εκφράσει την όποια αντίρρηση της θα έχανε τα προνόμια της και πιθανόν την ζωή της. Και η Ανουνίτ αγαπούσε την ζωή. Αγαπούσε τον γαλανό ουρανό και τον καυτό ήλιο, το γάργαρο νερό ποταμών, τα καταπράσινα δέντρα και τις ξηρές ερήμους. Λάτρευε τα μικρά πράγματα που της θύμιζαν ότι άνηκε σε αυτόν τον κόσμο, όπως μία πολύχρωμη πεταλούδα ή ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Και μία λάθος κουβέντα θα της στερούσε τα χρώματα και το φως.
«Όχι, αφέντρα μου. Μονάχα ανησυχώ μήπως με καταλάβουν, όπως έγινε με εκείνον τον άντρα».
«Εκείνος ήταν άπληστος και έπρεπε να πληρώσει το τίμημα. Δεν σκότωνε κάθε χρόνο, αλλά κάθε μήνα. Ζητούσε περισσότερα από όσα είχαμε συμφωνήσει. Εσύ όμως είσαι προσεκτική. Θυσιάζεις όποτε πρέπει και φροντίζεις να αλλάζεις πόλη κάθε δέκα χρόνια για να σε ξεχάσουν όσοι κινδυνεύεις να καταλάβουν ότι δεν γερνάς. Όσο κάνεις ό,τι απαιτεί ο Κάτω Κόσμος δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα».


Η Ανουνίτ μπόρεσε να βρει την κρυφή έξοδο, αλλά η ανακάλυψη της δεν την βοήθησε να ξεχάσει όσα άκουσε νωρίτερα από την θεά. Η αποψινή της επίσκεψη στον ναό της είχε προκαλέσει μεγαλύτερη δυσφορία από ότι η χθεσινή, που είχε πάρει και μια ανθρώπινη ζωή. Της ήταν όμως πιο εύκολο να βάψει τα χέρια της με αίμα από το να δεχτεί ότι δεν ήταν παρά ένας κόκκος άμμου στην απέραντη έρημο.
Καθώς περπατούσε με τα χέρια τυλιγμένα γύρω της σαν να παρηγορούσε τον ίδιο της τον εαυτό, άκουσε κάποιον να κλαίει. Αφού συγκεντρώθηκε στον δυνατό θρήνο που ερχόταν λίγα μέτρα παραπέρα της, συνειδητοποίησε πως επρόκειτο για γυναίκα και φοβήθηκε μήπως κάποια Βαβυλώνια είχε πέσει θύμα επίθεσης από κάποιον μεθυσμένο.
Έτρεξε κοντά της και η κλαίουσα τινάχτηκε σαστισμένη ακούγοντας ένα τρεχαλητό να την πλησιάζει. Η Ανουνίτ κοίταξε εξεταστικά την κοπέλα που είχε γονατίσει στο πλακόστρωτο δρομάκι, τα μάτια της οποίας είχαν κοκκινίσει από το κλάμα. Αυτό όμως ήταν το μόνο σημάδι στο κορμί της. Κατά τα άλλα δεν φαινόταν να έχει έρθει σε αναμέτρηση με κάποιον. Το καστανό της δέρμα ήταν αψεγάδιαστο και τα ρούχα της ελαφρώς τσαλακωμένα, πιθανόν από το κάθισμα.
Στην συνέχεια, η χλομή σελήνη της επέτρεψε να υπολογίσει την ηλικία της φωτίζοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Η κοπέλα δεν πρέπει να ήταν πάνω από δεκαεπτά χρονών και ήταν ένας από τους λόγους που την καθιστούσε ευάλωτη όσο έμενε έξω από το σπίτι της τόσο αργά.
«Ποια είσαι;», την ρώτησε η Ανουνίτ. «Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ;»
Η κοπέλα σκούπισε γρήγορα τα μάγουλα της και σηκώθηκε για να φύγει. Η Ανουνίτ όμως την άρπαξε από το χέρι σταματώντας της.
«Είναι επικίνδυνο να κυκλοφορείς μόνη σου μέσα στην άγρια νύχτα. Πες μου πού μένεις να σε συνοδεύσω μέχρι εκεί».
«Και για σένα δηλαδή δεν είναι επικίνδυνο;», αντιγύρισε η κοπέλα την ερώτηση με φωνή έτοιμη να σπάσει. Μπορεί το δέρμα της να είχε στεγνώσει, αλλά τα μάτια της ήταν ακόμα μούσκεμα, έτοιμα να δακρύσουν το επόμενο λεπτό.
«Εγώ έχω μάθει στην νύχτα. Εσύ όμως είσαι μικρό κορίτσι».
Η κοπέλα χαμήλωσε το βλέμμα της και ψιθύρισε πως δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι της. Η Ανουνίτ όμως δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της, οπότε της πρότεινε να έρθει στο δικό της.
Δεν ήταν κάτι που το σκέφτηκε πολύ. Ήταν μια παρόρμηση της στιγμής. Ένα κομμάτι του εαυτού της το μετάνιωσε αμέσως που θα την άφηνε να περάσει το κατώφλι ενός φτωχικού που έκρυβε αμύθητο πλούτο. Ένα άλλο όμως κυριεύτηκε από την ανάγκη της να προστατέψει το ευάλωτο πλάσμα.
Μόλις έφτασαν στο σπίτι της, της προσέφερε ένα δροσερό ρόφημα και λίγα φρούτα για να φάει. Η νεαρά μασούλησε χωρίς ιδιαίτερη όρεξη τα καλούδια που της και παρά την ανησυχία της Ανουνίτ, δεν έδωσε σημασία στα ακριβά σκεύη με τα οποία την σέρβιρε. Προφανώς είχε απορροφηθεί από ό,τι ήταν αυτό που την έβγαλε από τα προστατευτικά τείχη του σπιτικού της και δεν την άφηνε να επιστρέψει. Ήταν λοιπόν αναμενόμενο να μεγαλώσει η περιέργεια της Ανουνίτ και να την ρωτήσει ξανά, με περισσότερη επιμονή, ποια ήταν και τι της συνέβαινε.
«Είμαι η Τιαμάτ», της απάντησε ξεφυσώντας. «Και σύντομα θα πρέπει να παντρευτώ».
«Κι από ότι κατάλαβα δεν το θέλεις».
«Είναι γέρος και μυρίζει», έκρωξε η Τιαμάτ. «Και θέλουν να με δώσουν σε αυτόν, γιατί έμεινα ορφανή και πρέπει να εξασφαλίσω τα μικρότερα αδέρφια μου. Δεν έχουμε θάψει καν τον πατέρα μου κι ήδη μιλάνε για λεφτά και αποκατάσταση».
Η Ανουνίτ έσφιξε μαλακά τον πήχη της κοπέλας και πίεσε συμπονετικά τα χείλη της.
«Λυπάμαι πολύ για τον χαμό σου. Αλλά καταλαβαίνω και την ανησυχία της μητέρας σου. Είναι μια γυναίκα μόνη με παιδιά και πρέπει να σας φροντίσει σε έναν κόσμο γεμάτο κινδύνους και μίσος. Σκέψου πως θέλει μόνο το καλό σου».
Τα δάκρυα της Τιαμάτ ρίχτηκαν για μία ακόμα φορά στα μάγουλα της και μερικοί λυγμοί δραπέτευσαν από τα χείλη της προτού ακολουθήσουν λέξεις.
«Σήμερα το πρωί είδα τον πατέρα μου δολοφονημένο και λίγες ώρες αργότερα πρέπει να σηκώσω τα βάρη της οικογένειας που άφησε πίσω!»
Η Ανουνίτ δεν στάθηκε στην τραγική κατάσταση της Τιαμάτ, αλλά στο πότε έχασε τον πατέρα της.
«Σήμερα το πρωί;», επανέλαβε με κομμένη την ανάσα. «Π-πώς έλεγαν τον πατέρα σου;»
«Σιν», απάντησε η Τιαμάτ αβέβαιη.
Μα πώς δεν είδε την ομοιότητα; Η κοπέλα είχε τα ίδια αμυγδαλωτά μάτια με τον πατέρα της, τις έντονες γωνίες του προσώπου του και την έντονη γωνία της μύτης του. Ήταν μια θηλυκή απεικόνιση του Σιν, του άντρα που δολοφόνησε κι έτσι εξανάγκαζε έμμεσα την Τιαμάτ σε έναν γάμο που δεν επιθυμούσε.
«Τον ξέρεις;», αναφώνησε η Τιαμάτ βλέποντας την Ανουνίτ να μην μπορεί να αντιδράσει.
«Όχι», κούνησε γρήγορα το κεφάλι της. «Απλώς... άκουσα στην αγορά τι του συνέβη».
Η Τιαμάτ την πίστεψε, γιατί σίγουρα όλη η πόλη ασχολούταν με την τραγωδία της οικογένειας της.
«Νομίζω πως πρέπει να γυρίσεις σπίτι σου. Η μητέρα σου έχει περάσει πολλά και η απουσία σου θα της δώσει το τελειωτικό χτύπημα».
«Έφυγα κρυφά. Εξάλλου είναι απασχολημένη να με παζαρεύει στον γαμπρό. Δεν θα καταλάβει ότι έφυγα ακόμα κι αν χτυπήσω την πόρτα επιστρέφοντας. Αν σου είμαι βάρος, θα φύγω».
Η Ανουνίτ δυσκολευόταν να την κοιτάζει, γιατί ένιωθε τύψεις. Σε καμία περίπτωση δεν μετάνιωσε για αυτό που είχε κάνει, διότι απέκτησε κάτι που όλοι θα ζήλευαν. Όμως δεν μπορούσε να μην συγκινηθεί με το δράμα της Τιαμάτ και να μην νιώσει υπεύθυνη γι’ αυτό. Οπότε δεν δέχτηκε να την αφήσει να φύγει. Της επέτρεψε να μείνει μαζί της όσο το ήθελε κι όταν αποφάσισε να γυρίσει σπίτι της, πήγε μαζί της μέχρι ένα σημείο για να σιγουρευτεί ότι θα έφτανε ασφαλής.


Είχαν περάσει τρεις νύχτες από την δολοφονία του Σιν και η Ανουνίτ ήταν αναγκασμένη να περάσει ένα ακόμα βράδυ κλεισμένη στο σπίτι της και υποφέροντας από την απόλυτη ησυχία. Οι πελάτες της θα την προσέγγιζαν όταν ένιωθαν απόλυτα ασφαλείς να κυκλοφορούν την νύχτα κι αυτό πιθανόν να χρειαζόταν έναν ολόκληρο μήνα.
Ήταν λάθος της να σκοτώσει τον Σιν στον ναό, αλλά για τον συγκεκριμένο άντρα ήθελε κάτι ποιητικό. Δεν θα αρκούσε ένα ξεχασμένο οικόπεδο ή ένα σοκάκι σαν αυτά που συνήθιζε να ποτίζει με το αίμα όσων έσφαζε. Επρόκειτο για κάποιον που θεωρούσε εαυτόν ανώτερο όλων, ακόμα και των θεών. Πολλές φορές είχε μιλήσει υποτιμητικά για εκείνους κι ίσως η επιλογή της Ερεσκιγκάλ να βασιζόταν στα υβριστικά του λόγια. Το δίκαιο ήταν να σβήσει στο λημέρι της βασίλισσας του Κάτω Κόσμου.
Η παράτολμη πράξη της όμως έφερε μεγάλη σύγχυση, γιατί δεν γνώριζε το παρελθόν της Κούθα. Και γι’ αυτό έφταιγε η Ερεσκιγκάλ που δεν της είχε μιλήσει για τους υπόλοιπους υπηρέτες της. Δεν θα τολμούσε όμως να κατηγορήσει άμεσα την θεά ακόμα και με τις σκέψεις της, οπότε σταμάτησε να συλλογίζεται εκείνο το βράδυ και αποφάσισε να βρει μια ασχολία για να ξεχαστεί. Τότε όμως ήταν που ένας επισκέπτης χτύπησε την πόρτα της.
Όταν προχώρησε στο κατώφλι της και άνοιξε διστακτικά την πόρτα, αντίκρισε τα αμυγδαλωτά μάτια της Τιαμάτ.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;», την ρώτησε σαστισμένη.
«Σε ενοχλώ;», αποκρίθηκε η κοπέλα δαγκώνοντας το κάτω χείλος της.
Η Ανουνίτ κοίταξε πίσω από την Τιαμάτ για να σιγουρευτεί ότι δεν τους παρακολουθούσε κανείς κι έπειτα έκανε στην άκρη για να περάσει μέσα.
«Δεν περίμενα να σε ξαναδώ», ομολόγησε η Ανουνίτ κλείνοντας την πόρτα.
«Ούτε κι εγώ», απάντησε η Τιαμάτ και γέλασε αμήχανα. «Τις τελευταίες μέρες όμως σκέφτομαι πόσο με βοήθησες εκείνη την νύχτα κι ήθελα να σε ευχαριστήσω».
«Δεν έκανα και τίποτα».
«Πώς», αντιτάθηκε η Τιαμάτ. «Έφερες μια άγνωστη στο σπίτι σου, με άκουσες, με παρηγόρησες, με φιλοξένησες, με συνόδευσες μέχρι το δικό μου σπίτι. Μόνο τίποτα δεν το αποκαλείς αυτό».
Η Ανουνίτ μισοχαμογέλασε στην κοπέλα και την ρώτησε αν ήθελε να της προσφέρει κάτι.
«Όχι, είμαι βιαστική. Αυτή την φορά δεν έχουμε επισκέψεις, οπότε μπορεί η μητέρα μου να καταλάβει ότι λείπω».
«Τελικά συμφωνήθηκε ο γάμος;»
Η Τιαμάτ αναστέναξε και ένευσε θετικά.
«Ξέρεις, η μητέρα μου συνήθιζε να λέει πως οι δύσκολες δοκιμασίες δίνονται σε δυνατούς ανθρώπους».
«Δεν νιώθω καθόλου δυνατή», παραδέχτηκε η Τιαμάτ.
Η Ανουνίτ προχώρησε προς το μέρος της κι ανέβασε το χέρι της στην ράχη της Τιαμάτ.
«Εγώ πιστεύω ότι έχεις μεγαλύτερη δύναμη από ό,τι νομίζεις».
«Και πώς το ξέρεις; Με έχεις δει μόνο δυο φορές».
«Έχω μάθει να διαβάζω τους ανθρώπους σε μικρότερο χρονικό διάστημα».
Η Τιαμάτ μασούλησε νευρικά τα ούλα της προτού κάνει την επόμενη ερώτηση στην Ανουνίτ.
«Φταίει... η δουλειά σου;»
Η Ανουνίτ ανασήκωσε απορημένη το ένα της φρύδι.
«Πώς ξέρεις τι δουλειά κάνω;»
«Όλοι στην Κούθα ξέρουν. Σε έχω δει πολλές φορές στην αγορά και άκουσα κόσμο να σε αποκαλεί... πόρνη».
Τα μάγουλα της Τιαμάτ αναψοκοκκίνισαν προφέροντας την τελευταία της κουβέντα και η Ανουνίτ γέλασε ελαφρά.
«Γιατί ντρέπεσαι; Αφού αυτό είμαι».
«Δεν ντρέπομαι», αντέδρασε η Τιαμάτ, αλλά το βλέμμα της έλεγε άλλη ιστορία.
«Τότε κοίτα με στα μάτια και ξαναπές το».
Η Τιαμάτ αντέδρασε, γιατί δεν έβρισκε τον λόγο για ένα τέτοιο παιχνίδι. Η Ανουνίτ όμως την πείσμωσε κι εν τέλει ακολούθησε την υπόδειξη της.
«Είσαι πόρνη», δήλωσε χωρίς να τραυλίζει ή να κοιτάζει το πάτωμα.
«Είδες; Δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Δεν είναι ντροπή να είσαι το οτιδήποτε εφόσον δεν το κρύβεις».
«Ίσως. Άλλωστε δίνεις ικανοποίηση σε άντρες. Και ποτέ δεν ξέρεις! Μπορεί κι ο δικός μου να ζητήσει κάποια στιγμή τις υπηρεσίες σου».
«Γιατί το λες αυτό;»
«Γιατί...», πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμήλωσε ξανά το βλέμμα της. «Δεν ξέρω πώς να... είμαι σύζυγος».
Η Ανουνίτ κατάλαβε τι εννοούσε η Τιαμάτ. Σαν κάθε κορίτσι της ηλικίας της -ή νεώτερο- δεν είχε καμία ιδέα για το πώς να συνευρεθεί με τον σύζυγο της. Αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να τους διδάξει η μητέρα τους, αλλά φαίνεται πως στην περίπτωση της Τιαμάτ είχε λησμονηθεί κάτι τόσο σημαντικό.
«Μπορώ να σου μάθω εγώ».
Η Τιαμάτ αναφώνησε σαστισμένη. Γρήγορα όμως η πρόταση της φάνηκε αρκετά δελεαστική. Ποιος καλύτερος δάσκαλος στον έρωτα από μία πόρνη; Βέβαια δεν την ενδιέφερε ιδιαίτερα να ικανοποιήσει τον γέρο αρραβωνιαστικό της, ωστόσο η νεανική καρδιά της σφυροκόπησε στην διεγερτική σκέψη. Θα έκανε κάτι ανήκουστο κι ίσως ανήθικο. Αλλά βαθιά μέσα της διψούσε για το γάργαρο ποτό της ηδονής.
«Αλήθεια;»
«Φυσικά», της απάντησε η Ανουνίτ μειδιάζοντας ερωτικά και ανέβασε τα χέρια της στις πόρπες του φορέματος της.
Η Τιαμάτ κοίταξε τα λεπτά δάχτυλα της Ανουνίτ που ήταν έτοιμα να αποκαλύψουν το κορμί της.
«Θέλεις;», ρώτησε η Ανουνίτ ψιθυριστά και η μαγεμένη Τιαμάτ ένευσε συγκαταβατικά.
Η ώριμη γυναίκα ξεγύμνωσε το νεαρό κορίτσι και την πήρε από το χέρι για να την οδηγήσει στο δωμάτιο της. Έπειτα, την ώθησε να ξαπλώσει στο στρώμα της. Η ίδια έμεινε όρθια μπροστά της για να βγάλει τα δικά της ρούχα. Η Τιαμάτ την χάζευε όση ώρα αποχωριζόταν τα υφάσματα της και εξεπλάγη με το πόσο αρεσκόταν στις καμπύλες της. Άρχισε να νιώθει γαργαλητά σε κάθε σημείο του κορμιού της και κυρίως ανάμεσα στα πόδια της.
Η γυμνή πλέον Ανουνίτ σκαρφάλωσε πάνω στην Τιαμάτ κι ένιωσε το μικρό τρέμουλο των άκρων της.
«Χαλάρωσε», της ψιθύρισε χαϊδεύοντας το μάγουλο της. «Δεν πρόκειται να κάνω κάτι που δεν θα σου αρέσει».
Η Τιαμάτ υπάκουγε σε κάθε της κουβέντα σαν υπνωτισμένη. Ακόμα κι αν της ζητούσε να μαχαιρωθεί, θα το έκανε δίχως αντίρρηση. Η Ανουνίτ όμως δεν είχε σκοπό να την πειράξει. Το ακριβώς αντίθετο.
Έσκυψε και την φίλησε, πρώτα αργά και έπειτα πιο βαθιά, με περισσότερο πάθος. Η Τιαμάτ άφησε έναν ελαφρύ αναστεναγμό, ο οποίος δυνάμωσε όταν το χέρι της Ανουνίτ ταξίδεψε στο στρογγυλό της στήθος. Πρώτη φορά την ακουμπούσαν εκεί και δεν φανταζόταν ποτέ πως ο πρώτος που θα το έκανε θα ήταν γυναίκα.
Τα χείλη της Ανουνίτ εγκατέλειψαν αυτά της Τιαμάτ και κατέβηκαν στον λαιμό της. Άφησαν υγρά αποτυπώματα σε κάθε σπιθαμή του προτού συνεχίσουν την καθοδική πορεία. Και η Τιαμάτ από κάτω της γουργούριζε σαν γάτα που ζητούσε απεγνωσμένα περισσότερα χάδια.
Όταν η Ανουνίτ έφτασε ανάμεσα στα πόδια της, η κοπέλα ανασηκώθηκε ελαφρά. Η Ανουνίτ της υποσχέθηκε πως η συνέχεια θα ήταν ευχάριστη και η Τιαμάτ δεν είχε κουράγιο να φέρει αντίρρηση. Αφέθηκε στην γλυκιά αίσθηση που της προσέφερε το φιλί της Ανουνίτ σε ένα απόκρυφο σημείο του κορμιού της. Τα δάχτυλα της έσφιγγαν τα σεντόνια, τα πόδια της έτρεμαν από την απόλαυση που ποτέ δεν πίστεψε ότι θα αισθανόταν και το στομάχι της καταβλήθηκε από γοργά φτερουγίσματα πεταλούδων. Μέχρι που τα γρήγορα φιλιά της Ανουνίτ την οδήγησαν σε έναν γκρεμό και ρίχτηκε από αυτόν όσο το σώμα της σπαρταρούσε από ηδονή.


Η Ανουνίτ δεν αναπολούσε άλλο τους πελάτες της. Τα βράδια της είχαν αποκτήσει νόημα με την Τιαμάτ να το σκάει από το σπίτι της και να έρχεται στο κρεβάτι της για να εξερευνάει η μία το σώμα της άλλης. Η έμπειρη πόρνη μαγευόταν από την αθωότητα της κοπέλας και το πόσο τρυφερά άγγιζε το κορμί της, σε αντίθεση με κάθε αρσενικό με το οποίο είχε συνευρεθεί. Και η εκκολαπτόμενη ερωμένη με την σειρά της, είχε αγαπήσει τον τρόπο που η Ανουνίτ ξυπνούσε το δικό της κορμί και προκαλούσε ερωτικές σκέψεις με ένα της μόνο φιλί.
Το δέκατο τρίτο βράδυ συναντήσεων τους κι ενώ χάζευε την γλυκιά Τιαμάτ που κοιμόταν γυμνή στην αγκαλιά της, η Ανουνίτ ένιωσε μια ψύχρα που έφερε ρίγη στην ραχοκοκαλιά της. Δεν θυμόταν να έχει αφήσει το παράθυρο της ανοιχτό, επομένως το ελαφρύ αεράκι δεν προερχόταν απέξω.
Προσπαθώντας να μην ταραχθεί δίχως να ξέρει την αιτία που την προσέγγιζε η θεά της, άφησε την Τιαμάτ προσεκτικά στο στρώμα για να μην την ξυπνήσει, σηκώθηκε από το κρεβάτι και φόρεσε την νυχτικιά προτού βγει από την κάμαρα. Κατόπιν, περιεργάστηκε το κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού ψάχνοντας ένα ίχνος της Ερεσκιγκάλ. Η θεά όμως δεν άφηνε ποτέ κάτι χειροπιαστό πίσω της.
«Αφέντρα», μουρμούρισε σφίγγοντας τα χέρια της γύρω της. «Εσύ είσαι;»
«Θέλω αίμα δούλη», ήταν η απάντηση της.
Η Ανουνίτ πήρε μια βαθιά ανάσα και δέχτηκε, παρόλο που δεν είχα περάσει ούτε ένας μήνας από τον φόνο του Σιν. Και υποτίθεται πως η Ερεσκιγκάλ δεν αρεσκόταν σε βιασύνες. Ίσως όμως να μην της άρεσαν οι πρωτοβουλίες των πιστών της και να μην είχε πραγματικό πρόβλημα με το διάστημα ανάμεσα από τις θυσίες.
«Ποιανού;», ρώτησε η Ανουνίτ.
«Το δικό της!»
Εκείνη εξέπνευσε με δυσκολία, σαν να είχε σταθεί κάτι στον λαιμό της και την εμπόδιζε να διώξει όλο το οξυγόνο από τους πνεύμονες της. Ήξερε πολύ καλά πως μιλούσε για την Τιαμάτ, το κορίτσι που της είχε δείξει τόση εμπιστοσύνη!
«Όχι», ψέλλισε βουρκώνοντας. «Δεν μπορείς να μου ζητάς κάτι τέτοιο. Είναι... είναι μικρή!»
«Εκείνη», επέμεινε η θεά. «Ή το αίμα της ή την ζωή σου».
«Όχι εκείνη», συνέχισε να εκφέρει αντίρρηση η δακρυσμένη Ανουνίτ. «Είναι αθώα. Δεν έχει καμία σχέση με τον πατέρα της».
«Έχασες την αφοσίωση σου δούλη;»
«Ποτέ! Δώσε μου ένα άλλο όνομα και θα έχεις το δικό του αίμα. Μόνο σε παρακαλώ, άφησε την ήσυχη».
Από την κρεβατοκάμαρα της ακούστηκε η Τιαμάτ να την αναζητά και το σώμα της πήρε φωτιά από την ένταση και τον φόβο. Αντανακλαστικά έτρεξε έξω από το σπίτι και άρχισε να κατευθύνεται στον ναό. Ο εχθρός δεν ήταν απτός και δεν γινόταν να τον αντιμετωπίσει νοερά, γι’ αυτό κι έπρεπε να βρεθεί στον χώρο του. Πίστευε πως αυτό θα ήταν αρκετό για να προστατέψει την Τιαμάτ. Εκείνη όμως την άκουσε να φεύγει από το σπίτι της αλαφιασμένη και ντύθηκε γρήγορα για να την πάρει στο κατόπι.


Φτάνοντας στον ναό, η Ανουνίτ έπεσε στο πάτωμα ακριβώς μπροστά από την πλάκα της Ερεσκιγκάλ. Η όραση της είχε θολώσει από τα δάκρυα, αλλά ήξερε πολύ καλά ότι η θεά της την κοιτούσε μέσα από την πέτρα με πονηρό χαμόγελο.
«Σε ικετεύω αφέντρα. Δείξε έλεος στο απροστάτευτο κορίτσι. Δεν έβλαψε ποτέ κανέναν».
«Άπιστη», ήταν η απάντηση που έλαβε από την Ερεσκιγκάλ.
«Όχι», ούρλιαξε ανασηκώνοντας τον κορμό της και η κραυγή απόγνωσής της αντήχησε σε όλο το ναό. «Κανείς δεν σε έχει λατρέψει περισσότερο από μένα. Είχες όποιον ήθελες, όποτε το ήθελες. Εξήντα χρόνια τώρα γεμίζω τον Κάτω Κόσμο με ανυποψίαστους άντρες».
«Και φρόντισα εγώ για τα επιπλέον εξήντα χρόνια!»
«Το ξέρω. Ξέρω πολύ καλά τι μου έχεις προσφέρει. Μην μου ζητάς όμως να σου δώσω το μοναδικό αγνό πράγμα που βρέθηκε στην ζωή μου. Η Τιαμάτ δεν είναι σαν τον πατέρα της και δεν αξίζει να πεθάνει».
«Ανουνίτ!»
Η γυναίκα τινάχτηκα όρθια ακούγοντας το όνομα της, το οποίο πρόφερε μια τρεμάμενη φωνή πίσω της. Και προς δυσάρεστη έκπληξη της αντίκρισε την Τιαμάτ.
«Σε ποιον μιλάς;», την ρώτησε συνοφρυωμένη και πλησίασε την πλάκα διατηρώντας όμως απόσταση από την Ανουνίτ. «Και γιατί ανέφερες τον πατέρα μου; Είπες πως δεν τον ήξερες».
«Δ-δεν τον ήξερα».
Αυτή την φορά η Τιαμάτ δεν την πίστεψε. Η όλη κατάσταση ήταν πολύ ύποπτη.
«Εδώ δολοφονήθηκε ο πατέρας μου. Κι εδώ σε βρήκα να μιλάς γι’ αυτόν. Πες την αλήθεια Ανουνίτ. Εσύ το έκανες;»
Η Ανουνίτ προσπάθησε να την πλησίασε για να την πάρει αγκαλιά, αλλά η Τιαμάτ την έσπρωξε φωνάζοντας της να μείνει μακριά της.
«Και το βράδυ που συναντηθήκαμε, από εδώ ερχόσουν έτσι; Ήρθες για να προετοιμάσεις τον χώρο για το επόμενο θύμα σου; Ποιο θα είναι; Εγώ;»
«Φυσικά και όχι! Ποτέ μου δεν θα σου έκανα κακό».
«Δεν σε πιστεύω. Πες μου επιτέλους την αλήθεια! Εσύ σκότωσες τον πατέρα μου;»
Η Ανουνίτ σπάραζε σιωπηλά βλέποντας την άλλοτε γαλήνια Τιαμάτ να μετατρέπεται σε αγρίμι. Παράλληλα, η Ερεσκιγκάλ της ψιθύριζε να τελειώνει με την κοπέλα, αν ήθελε να δει την επόμενη αυγή. Το κεφάλι της πλέον βούιζε από τις φωνές και το μουρμουρητό και το μόνο που ήθελε ήταν να σταματήσει να πονάει, ψυχικά και σωματικά.
«Ναι», κραύγασε. «Εγώ το έκανα. Εγώ, η βρωμερή πόρνη της Βαβυλώνας!»
Τα μάτια της Τιαμάτ άστραψαν ακούγοντας την αποκάλυψη της Ανουνίτ και τα άκρα της άρχισαν να τρέμουν. Από την μια στιγμή στην άλλη γνώρισε πληθώρα συναισθημάτων απέναντι της και από την αγωνία πέρασε στην αβεβαιότητα μέχρι να φτάσει στην απέχθεια.
«Πόρνη», ξεφώνισε και ρίχτηκε πάνω της.
Η Ανουνίτ δεν είχε το κουράγιο να παλέψει μαζί της και δέχτηκε την επίθεση αποκαμωμένη από τις εξελίξεις.
«Γι’ αυτό ήσουν καλή μαζί μου; Από τύψεις; Ή μήπως για να με στείλεις στον Κάτω Κόσμο μαζί του;»
Η Ανουνίτ συνέχισε να κλαίει δίχως να της απαντάει. Άλλωστε την χτυπούσε τόσο δυνατά που δεν της έδινε το περιθώριο να ανοίξει το στόμα της. Μέχρι που μια αδέξια κίνηση της Τιαμάτ την έκανε να χάσει την ισορροπία της και να προσγειωθεί πάνω στην πλάκα της θεάς. Το κεφάλι της προσέκρουσε με δύναμη πάνω στον λίθο, ο οποίος γέμισε με το αίμα της κι έπειτα το άψυχο σώμα της γλίστρησε στο δάπεδο.
Η Τιαμάτ έμεινε τότε ακίνητη και κάλυψε το στόμα της με την παλάμη της για να μην βγει από μέσα της ούτε λυγμός. Μόλις είχε διαπράξει ένα έγκλημα κι όποιος την άκουγε και την έβλεπε πάνω από το πτώμα, θα την οδηγούσε στις αρχές. Πιθανόν να την κατηγορούσαν και για τον φόνο του πατέρα της!
«Σε ευχαριστώ», ακούστηκε ένας μακρινός ψίθυρος που συνόδευσε ένα ελαφρύ αεράκι.
Η Τιαμάτ σήκωσε το έντρομο βλέμμα της, αλλά το μόνο που είδε ήταν η μισοχαμογελαστή, λίθινη απεικόνιση της Ερεσκιγκάλ, της βασίλισσας του Κάτω Κόσμου.
«Σε ευχαριστώ», επανέλαβε ο ψίθυρος. «Δούλη!»

Σχόλια

  1. Έχω την εντύπωση, είμαι σίγουρος ότι κάτι εξαίρετο κρύβεται εδώ απ την πένα μου.
    Δανάη, θέλω να το διαβάσω με το σεβασμό που του αξίζει.
    Θα επανέλθω αγαπητή φίλη.
    Καλησπέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Back to Top