Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καλώς ήρθες

Αναγνώστης, συγγραφέας, αρθρογράφος ή και απλός περαστικός... Είναι τιμή μας να σε έχουμε στην παρέα μας!

Επιλεγμένα

΄Ηταν απλά ένα φανταχτερό φόρεμα

  Αγαπημένο μου ημερολόγιο… Είμαι έξαλλη σήμερα! Πριν λίγη ώρα γνώρισα τους γονείς του Στάθη και κανονικά -μετά από τόσο καιρό που είμαστε μαζί- θα έπρεπε να είμαι κατενθουσιασμένη και να σκέφτομαι νυφικά και να κανονίζω ημερομηνίες γάμου, αλλά όχι! Βρίσκομαι στον καναπέ μου και γράφω σε εσένα. Ας το πιάσω από την αρχή όμως για να καταλάβεις κι εσύ. Πριν τρεις μέρες μου είπε πως έχει κανονίσει κάτι ιδιαίτερο για σήμερα. Στο είχα γράψει κιόλας. Θυμάσαι; Δεν είχε μπει σε λεπτομέρειες κι εγώ υπέθεσα πως θα ήθελε να κάνουμε κάτι ρομαντικό οι δυο μας. Με έπιασε λοιπόν μια κρίση και βγήκα για ψώνια με τη Μπέτι. Μεγάλο λάθος το ξέρω, αλλά ήθελα κάτι ξεχωριστό κι εκείνη μου πρότεινε να πάμε στην Αμερικανική Αγορά που βρίσκεται κάπου στην Αθήνα. Εγώ δεν ήξερα καν πως υπήρχε, αλλά εκείνη με διαβεβαίωσε πως εκεί μέσα θα έβρισκα τα καλύτερα χωρίς να χαλάσω πολλά λεφτά. Όταν είδα το συγκεκριμένο φόρεμα το ερωτεύτηκα. Ήταν τόσο λαμπερό και τόσο μόνο του πάνω στην κρεμάστρα, που δεν άντεξα

ΠΟΥΛΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ


Γράφει η Δανάη Ιμπραχήμ 


Μικρά Ασία, 1270


«Έλα, έλα όποιος κι αν είσαι,
Περιπλανώμενε, ειδωλολάτρη, λάτρη της φωτιάς,
Έλα κι ας πάτησες τους όρκους σου χιλιάδες φορές,
Έλα κι έλα ξανά,
Το δικό μας δεν είναι καραβάνι απελπισίας».

Αυτό ήταν το κάλεσμα των Μεβλεβίδων, ενός μυστικιστικού τάγματος με έδρα το Ικόνιο, την πρωτεύουσα του Σελτζουκικού σουλτανάτου της Ανατολίας. Ιδρυτής ήταν ο Τζαλάλ άντ’ Ντιν Μουχάμμαντ Μπαλχί, γνωστός ως Τζελαλαντίν Ρούμι. Γεννήθηκε στο Μπαλχ από γονείς που μιλούσαν περσικά και μεγαλώνοντας επηρεάστηκε έντονα από τον σουφισμό που άνθιζε στην περιοχή πέρα των ορίων της Περσίας. Ήταν μάλιστα μαθητής του μεγάλου, σούφι ποιητή Άτταρ, από τον οποίο διδάχτηκε όλα όσα μετέφερε στην Ανατολία, όταν κατέφτασε το 1217.
Η διδαχή του Ρουμί, που έδινε έμφαση στην ενότητα του όλου και στην ταύτιση του θεϊκού έρωτα με τον επίγειο -όπως ίσχυε σε όλους τους σούφι- σε συνδυασμό με την λυρικότητα των ποιημάτων του, προσέλκυε πιστούς από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας, με σκοπό να γίνουν μέλη του τάγματος του.
Ένας από τους επίδοξους μαθητές ήταν και ο Γκιουντούζ, ένας φτωχός εικοσάχρονος που παράτησε την ζωή του στο Εσκίσεχιρ, αναζητώντας κάτι καλύτερο στην πρωτεύουσα. Φτάνοντας στο Ικόνιο, έμαθε για τον μέγα, σούφι διδάσκαλο κι έτσι πήρε την απόφαση να προσεγγίσει αυτόν και την ομάδα του, ώστε να πάρει λίγη από την σοφία τους.
Αφού τακτοποιήθηκε όπως όπως σε ένα πανδοχείο, το οποίο ακόμα δεν ήξερε πώς να πληρώσει, πήρε τον δρόμο για το σπίτι του Ρουμί. Διέσχισε τα σοκάκια του Ικονίου την ώρα της πρωινής προσευχής, καθώς οι αδύναμες ακτίνες του ήλιου έκαναν την εμφάνιση τους και η τραγουδιστή φωνή του Μουεζίνη αντηχούσε στην πόλη καλώντας τους πιστούς να προσχωρήσουν στο τζαμί.
Ο Γκιουντούζ δεν σκόπευε να πάει στην προσευχή καταβεβλημένος από τον ενθουσιασμό του να γνωρίσει έναν τόσο σημαντικό άντρα. Όταν όμως άκουσε τον ψαλμό του Μουεζίνη να σκίζει τα πορτοκαλί σύννεφα, δεν μπόρεσε να μείνει μακριά από το τζαμί.
Έτρεξε γρήγορα στο τέμενος και με την ίδια ταχύτητα έπλυνε τα άκρα, το πρόσωπο και το στόμα του πριν μπει ξυπόλητος στον ιερό χώρο. Η νευρικότητα του ήταν φανερή σε κάθε του κίνηση, καθώς και στο ότι για να φτάσει μέχρι το σημείο προσευχής, ποδοπάτησε πολλούς γέρους που πάσχιζαν να ολοκληρώσουν την διαδρομή. Οι περισσότεροι τον επέπληξαν και έκριναν την ανατροφή του, γιατί μόνο ένας ανάγωγος θα μπορούσε να δείξει τόση ασέβεια στην τρίτη ηλικία.
Όταν τελείωσε η προσευχή, ο Γκιουντούζ προτίμησε να περιμένει να αδειάσει ο χώρος για να βγει έξω. Ένιωθε ακόμα τα επιθετικά βλέμματα των παππούδων που παραλίγο να ρίξει κάτω, οπότε προτίμησε να ξοδέψει την ενέργεια του σε μικρά ντουά.
Ωστόσο, ένας ποδοπατημένος γέρος ακολούθησε το παράδειγμα του και μόλις έμειναν οι δυο τους, σηκώθηκε και πήγε να γονατίσει δίπλα του. Ήταν επίπονη διαδικασία γιατί είχε περάσει τα εξήντα, εντούτοις έκρυψε τον πόνο της μέσης του για να μην παραμορφωθεί το χαμόγελο του.
«Φαίνεται πως κάποιος βιάζεται να γυρίσει σπίτι του», σχολίασε με τρυφερό τόνο.
«Κάθε άλλο», απάντησε ο Γκιουντούζ. «Σήμερα θα επισκεφτώ τον Ρουμί, τον μεγάλο σούφι. Τον ξέρεις, θείε;»
Ο γέρος ανασήκωσε το ένα του φρύδι και συγκράτησε ένα γελάκι.
«Τον έχω ακουστά. Γιατί θα τον επισκεφτείς, αν επιτρέπεται;»
«Μα για να γίνω μαθητής του! Στην ζωή μου δεν κατάφερα να γίνω απολύτως τίποτα. Εκπαιδεύτηκα από πολλούς μαστόρους για να μάθω μία τέχνη. Ποτέ δεν φάνηκα αρκετά καλός. Πάντα μου άρεσε οι ιστορίες και τα ποιήματα, αλλά οι γονείς μου έλεγαν πως αυτά είναι μόνο για τους πλούσιους».
«Πράγματι», συμφώνησε ο γέρος. «Αυτά είναι μόνο για όσους έχουν πλούτο, αλλά όχι υλικό», έφερε την ροζιασμένη του παλάμη στο στήθος του Γκιουντούζ, εκεί όπου χτυπούσε η καρδιά του. «Συναισθηματικό πλούτο».
Ο νεαρός χάρηκε με τα λόγια του γέρου.
«Άρα λες ο δάσκαλος να με δεχτεί;»
«Για να μάθεις, πρέπει να ρωτήσεις τον ίδιο».
Ο Γκιουντούζ κατένευσε κι αφού του ζήτησε συγγνώμη για το ποδοπάτημα, έφυγε τρέχοντας για το σπίτι του Ρουμί.
Φτάνοντας στην πέτρινη πόρτα ενός ορθογώνιου οικήματος, συνάντησε δυο μελαχρινούς άντρες, ντυμένους με την μάλλινη φορεσιά των Μεβλεβί· μία άσπρη κελεμπία με ανοιχτό το τελείωμα του κάτω μέρους και κόκκινα φέσια στο κεφάλι.
Οι άντρες που ήταν περίπου δύο δεκαετίες μεγαλύτεροι του, τον κοίταξαν καχύποπτα. Η ρακένδυτη εμφάνιση του και η άγνωστη φυσιογνωμία του δεν τους ενέπνεαν εμπιστοσύνη. Σκέφτηκαν ότι μπορεί να επρόκειτο για κάποιον κλέφτη, ο οποίος θα παρουσίαζε τον εαυτό του ως επαίτη για να μπει στον τεκέ, ώστε να αρπάξει πολύτιμα αντικείμενα, κάτι που είχε ξαναγίνει στο παρελθόν.
«Πήγαινε αλλού να ζητιανέψεις. Μην μολύνεις τον χώρο με την βρωμιά σου».
«Δεν θέλω ελεημοσύνη», αντέδρασε ο Γκιουντούζ. «Αν και κάθε σωστός υπηρέτης του Αλλάχ την οφείλει σε έναν ταλαίπωρο».
«Όταν οι ταλαίπωροι εκμεταλλεύονται τον Αλλάχ για να σουφρώσουν ό,τι γυαλίζει όμως, τότε αυτοί δεν είναι οι σωστοί».
«Δεν θα σας κλέψω. Θέλω μόνο να γνωρίσω τον Ρουμί».
Ο ψηλότερος άντρας ανασήκωσε το φρύδι του και για μια στιγμή θύμισε στον Γκιουντούζ τον γέρο που συνάντησε στο τζαμί. Η έκφραση τους ήταν σχεδόν ίδια, όπως και τα αμυγδαλωτά, μαύρα σαν το κάρβουνο μάτια τους. Ο άλλος γέλασε πνιχτά και ρώτησε τον λόγο που τον έφερε μέχρι τον τεκέ του Ρουμί, κυρίως από περιέργεια.
«Αυτό είναι κάτι που θα συζητήσω με τον ίδιο. Μπορώ να περάσω;»
«Δεν είναι μέσα», απάντησε ο ψηλός άντρας.
Ο Γκιουντούζ δεν τον πίστεψε. Από την αρχή φάνηκαν απρόθυμοι να τον βοηθήσουν. Ήταν σίγουρος λοιπόν ότι του έλεγε ψέματα για να τον απομακρύνει είτε επειδή θεωρούσε ακόμα ότι ήταν ληστής, είτε γιατί τον θεωρούσαν ανάξιο να μιλήσει με τον Ρουμί. Αυτό όμως ήταν κάτι που θα το αποφάσιζε ο ίδιος.
Άρχισε λοιπόν να φωνάζει και να χτυπάει την πόρτα. Οι δυο άντρες τον άρπαξαν από τους ώμους για να τον απομακρύνουν από το κατώφλι προσπαθώντας να τον πείσουν να σωπάσει. Εκείνος όμως συνέχισε να στριγκλίζει το όνομα του δασκάλου, μέχρι που τελικά η πόρτα άνοιξε και τα χείλη του σχημάτισαν ένα πλατύ χαμόγελο.
«Τι φασαρία είναι αυτή;»
Ο Γκιουντούζ σάστισε, καθώς η ερώτηση δεν προήλθε από έναν γηραιό άντρα, που θα μπορούσε να είναι ο Ρουμί. Για την ακρίβεια, δεν αντίκριζε καν άντρα. Μπροστά του έστεκε μια γυναίκα με ροδαλό καφτάνι και φερετζέ κι ένα ζευγάρι σκιστά μάτια στο χρώμα του μελιού.
«Αυτός ο ανάγωγος φταίει», της απάντησε ο ψηλός δίχως να την μαλώνει που βγήκε από το οίκημα. «Αλλά ότι έφευγε».
Αυτή η κουβέντα τον ξύπνησε από τον λήθαργο που τον έριξε το σαγηνευτικό βλέμμα της γυναίκας και έσπρωξε τους δεσμώτες του.
«Δεν πάω πουθενά, αν δεν δω τον Ρουμί».
Η γυναίκα τον περιεργάστηκε με την σειρά της και για μια στιγμή πίστεψε πως θα τον έδιωχνε κι εκείνη. Όταν όμως επέπληξε τους άντρες για την απρεπή συμπεριφορά τους σε έναν φτωχό, υπογραμμίζοντας πως αυτή θα δυσαρεστούσε τον δάσκαλο τους, οι άντρες κατάπιαν όποιες αντιρρήσεις τους απέμειναν και επέτρεψαν στον Γκιουντούζ να περάσει στον τεκέ.
Με την συνοδεία της γυναίκας προχώρησε στο κεντρικό δωμάτιο, το οποίο φωτιζόταν από τα τετράγωνα παράθυρα, που ήταν τοποθετημένα ψηλά. Στην συνέχεια, κάθισαν στα κεχριμπαρί μαξιλάρια και η γυναίκα του σέρβιρε ζεστό τσάι. Το κόκκινο χρώμα τον παρέπεμψε στα αραβικά ροφήματα που εμπορευόταν κατά καιρούς ο πατέρας του και παιδικές αναμνήσεις αναπήδησαν στον νου του χάρις την όψη και την μυρωδιά του τσαγιού.
Η γυναίκα παρατήρησε την ευφορία του κι έπειτα έκανε στην άκρη το πέπλο που κάλυπτε το πρόσωπο της. Αντανακλαστικά, χαμήλωσε το βλέμμα του για να μην την δει.
«Εδώ μέσα είμαστε όλοι αδέρφια. Και η οικογένεια μου μπορεί να με βλέπει».
Εξακολουθούσε να διστάζει, αλλά εφόσον είχε την άδεια της και ήταν αρκετά περίεργος να δώσει πλήρη εικόνα στα μελιά μάτια που του είχαν κόψει την ανάσα, ανασήκωσε δειλά το βλέμμα του.
Τα σαρκώδη χείλη της χόρεψαν εύθυμα και το λευκό της δέρμα ακολούθησε τον ρυθμό, μόλις τα μάτια τους βρέθηκαν στην ίδια ευθεία. Ο Γκιουντούζ από μεριάς του δυσκολευόταν να αντιδράσει, γιατί η ομορφιά της γυναίκας του έκλεψε την μιλιά. Θα πίστευε εύκολα ότι ήταν κάποια νεράιδα της ερήμου, η οποία είχε έρθει στην πόλη για να πονέσει θνητούς με το καρδιοχτύπι που θα τους προξενούσε ένα βλέμμα της.
«Εγώ είμαι η Χαλιμέ», του συστήθηκε. «Εσύ;»
Εκείνος κούνησε γρήγορα το κεφάλι του για να διώξει τις ακραίες σκέψεις και της είπε το όνομα του.
«Ώστε θέλεις να γνωρίσεις τον δάσκαλο».
«Ναι. Είσαι κι εσύ μαθήτρια του;»
«Περίπου», του απάντησε. «Πρέπει να ξέρεις πως πολλοί σούφι επιτρέπουν σε γυναίκες να τους ακολουθούν ή ακόμα και να συμμετέχουν σε ιεροτελεστίες. Ο Ρουμί είναι ένας από αυτούς».
«Για φαντάσου», μουρμούρισε συνεπαρμένος. «Και η οικογένεια σου τι λέει γι’ αυτό;»
Η Χαλιμέ ξεφύσησε και τα μάτια της πνίγηκαν από μια έντονη δόση μελαγχολίας.
«Είμαι ορφανή. Οι γονείς μου με παράτησαν έξω από το σπίτι του Ρουμί. Εκείνος με μεγάλωσε και ποτέ δεν μου φέρθηκε διαφορετικά από τον γιο του».
«Λυπάμαι», αποκρίθηκε ο Γκιουντούζ με ειλικρινή συμπόνια.
«Κι εγώ. Αλλά μετά σκέφτομαι πως ίσως οι γονείς μου να μην μπορούσαν να με μεγαλώσουν και εν τέλει με έσωσαν από μια μίζερη ζωή. Ο Ρουμί άλλωστε ήταν πολύ καλύτερη επιλογή από το να με πουλήσουν σε χαρέμι».
Οι δυο τους συζήτησαν λίγο ακόμα για τις ζωές τους και ο Γκιουντούζ της εκμυστηρεύτηκε για το πόσο πάλευε τόσα χρόνια να βγάλει τα προς το ζην. Ως άνθρωπος όμως που δεν έπιαναν τα χέρια του συνάντησε πολλές δυσκολίες, ενώ η ίδια του η οικογένεια του πρότεινε να ταξιδέψει στην πρωτεύουσα με την πρόφαση πως εδώ θα έβρισκε περισσότερες ευκαιρίες. Μέσα του όμως ήξερε ότι ήθελαν να τον ξαποστείλουν για να μην χαλάει την φήμη τους στην γειτονιά.
Η κουβέντα τους διακόπηκε όταν ακούστηκαν ομιλίες και βήματα που δυνάμωναν όσο πλησίαζαν. Την επόμενη στιγμή, ο Γκιουντούζ αντίκρισε τους άντρες που φύλαγαν τον τεκέ σαν λυκόσκυλα και τον γέρο που συνάντησε στο τζαμί.
«Πάνω στην ώρα», αποκρίθηκε η Χαλιμέ και σηκώθηκε για να κάνει τις συστάσεις. «Πατέρα, αυτός είναι ο Γκιουντούζ. Έφτασε ξημερώματα από το Εσκίσεχιρ κι ήρθε αμέσως μετά την προσευχή για να σε συναντήσει».
Ο Γκιουντούζ στάθηκε όρθιος ξεροκαταπίνοντας κι έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στον χαμογελαστό Ρουμί.
«Εσ- συ», τραύλισε καταβεβλημένος. «Συγγνώμη... Δεν... Δεν ήξερα. Μπισμιλλάχ! Συγχώρα την απρέπεια μου δάσκαλε».
Ο ψηλός άντρας αναστέναξε δυνατά.
«Το ήξερα ότι είσαι μπελάς. Τι σου έκανε πατέρα;»
Τελικά ήταν ο γιος του, γι’ αυτό υπερασπιζόταν την είσοδο του τεκέ με τόσο ζήλο.
«Τίποτα παιδί μου», απάντησε ήρεμος ο Ρουμί και στράφηκε στον Γκιουντούζ. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Είναι μεγάλη μου τιμή να γνωρίζω τόσο ενθουσιώδεις νέους».
«Η τιμή είναι δική μου δάσκαλε».
Εκείνος χαμογέλασε για μία ακόμα φορά και υπέδειξε στον επισκέπτη και την Χαλιμέ να καθίσουν.
«Σουλτάν», είπε στον γιο του και έπειτα στράφηκε στον άλλο άντρα. «Οσμάν. Φέρτε κάτι να φάει το παιδί. Έκανε κοτζάμ ταξίδι όλη νύχτα!»
Οι άντρες υπάκουσαν τον Ρουμί χωρίς να χαίρονται ιδιαίτερα που θα υπηρετούσαν τον Γκιουντούζ.
«Βλέπω πως κατάφερες να σε συμπαθήσει η Χαλιμέ», παρατήρησε ο Ρουμί και η θετή του κόρη χαμήλωσε το βλέμμα της συνεσταλμένα. «Αυτό να ξέρεις, είναι μεγαλύτερο κατόρθωμα από ένα τόσο μακρύ ταξίδι».
Ο Γκιουντούζ παραξενεύτηκε, γιατί μέχρι στιγμής η Χαλιμέ δεν θύμιζε τον καχύποπτο Σουλτάν. Αυτό όμως οφειλόταν στο ότι είχε αφομοιώσει τις διδαχές του δασκάλου της λίγο καλύτερα από τον αδερφό της κι έτσι είχε μάθει να διαβάζει ψυχές με την πρώτη γνωριμία. Άλλος άντρας θα τράβαγε μόνος του τον φερετζέ της για να την δει μόλις έμεναν μόνοι τους, ενώ εκείνος σεβάστηκε το ιερό τείχος αποστασιοποίησης και με το παραπάνω. Για ποιον λόγο λοιπόν να τον περνούσε από δεύτερο κόσκινο;
Αυτή η πληροφορία έγινε γνωστή στον Σουλτάν και τον Ρουμί, όταν τελικά ο Γκιουντούζ επέστρεψε στο πανδοχείο, γεγονός που εκτιμήθηκε και από τους δυο.
Η αγνότητα αυτού του ανθρώπου ήταν το κλειδί που του άνοιξε ουσιαστικά την πόρτα του τεκέ των Μεβλεβί.


Είχαν περάσει πέντε μήνες από τον ερχομό του Γκιουντούζ στο Ικόνιο και πλέον η ζωή του φάνταζε πιο ισορροπημένη από κάθε άλλη φορά.
Ο Ρουμί τον δέχτηκε στο τάγμα και μαθήτευε πλάι σε ανθρώπους που διψούσαν για την μυστικιστική του ποίηση. Ο κύκλος των γνωστών του διευρύνθηκε και είχε γίνει φίλος με τους περισσότερους, ακόμα και με τον Σουλτάν και τον Οσμάν, οι οποίοι απολογήθηκαν για την ατυχή, πρώτη τους συνάντηση.
Όσον αφορά την Χαλιμέ, τα πράγματα εξελίσσονταν με διαφορετικό τρόπο. Και με εκείνη ερχόταν πιο κοντά, ενώ πολλά απογεύματα αργούσε να γυρίσει σπίτι του, με σκοπό να της διαβάσει ποιήματα που συνέθετε ο ίδιος. Ήταν αρκετά ανασφαλής με την δουλειά του, αλλά είχε ανάγκη να μοιράζεται μαζί της τα πονήματα του, τα οποία μιλούσαν για έρωτες και ευσεβείς πόθους. Βέβαια, η μυστικιστική ποίηση δεν διέφερε από την ερωτική, η οποία χρησιμοποιούταν σαν αλληγορία για την θεϊκή αγάπη. Ο Γκιουντούζ ωστόσο, έγραφε αμιγώς για την λαχτάρα που έκαιγε την καρδιά του και το αντικείμενο αυτής ήταν η τρυφερή Χαλιμέ.
Τα συναισθήματα ήταν αμοιβαία και μόνο ένας τυφλός θα αδυνατούσε να δει πώς άστραφταν τα μάτια τους, κάθε φορά που συναντιόντουσαν τα βλέμματα τους. Εντούτοις, η ανασφάλεια του έρωτα δεν τους επέτρεπε να δουν κάτι τόσο φανερό κι έτσι σιωπούσαν.
Ένας από αυτούς που είχαν ακούσει τα δυνατά καρδιοχτύπια, ήταν ο σοφός Ρουμί. Είχε χαρεί πολύ όταν κατάλαβε ότι δύο από τα αγαπημένα του πρόσωπα έτρεφαν συναισθήματα ο ένας για τον άλλον κι αδημονούσε για την στιγμή που θα δενόντουσαν με τα ιερά δεσμά του γάμου. Επειδή όμως η έξαψη της νιότης καθυστερούσε μια όμορφη, κοινή ζωή, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.
Ο Γκιουντούζ, εκτός από μαθητής του Ρουμί, ήταν και υπεύθυνος για την φύλαξη του τεκέ τις νύχτες, για συγκεκριμένες ώρες, μαζί με τον Οσμάν. Τις υπόλοιπες, αναλάμβαναν άλλοι μαθητές κι έτσι είχαν και μια δουλειά για να εξασφαλίζουν τα προς τα ζην. Ένα βράδυ λοιπόν, ο Ρουμί ζήτησε από τον Οσμάν να μείνει σπίτι του, ενώ είπε ψέματα στην Χαλιμέ πως ο βοηθός του Γκιουντούζ είχε αρρωστήσει. Επομένως, χρειαζόταν μια παρέα για να μην αποκοιμηθεί. Φυσικά, εφόσον θα συμμετείχε κι αυτή στην βάρδια, θα παρέμεναν στο εσωτερικό του τεκέ.
Η Χαλιμέ δέχτηκε με μεγάλη προθυμία χωρίς να πονηρεύεται ή να προτείνει ως εναλλακτική τον Σουλτάν. Ετοιμάστηκε μάλιστα για την βάρδια της φορώντας το λιλά της καφτάνι, χτενίζοντας αρκετές φορές τις μπούκλες της και ρίχνοντας λίγες σταγόνες αρώματος στον λαιμό της.
Όταν ο Γκιουντούζ ήρθε στον τεκέ και βρήκε την Χαλιμέ να τον περιμένει, εξεπλάγη. Εκείνη του εξήγησε πως απόψε θα ξαγρυπνούσαν παρέα μέσα στον χώρο λογιοσύνης και διδασκαλίας και η καρδιά του φτερούγισε σφύζοντας από ενθουσιασμό.
«Έχεις ενσωματωθεί για τα καλά στην πόλη και το τάγμα», αποκρίθηκε η Χαλιμέ καθώς σέρβιρε λουκούμια. «Δεν έχεις καμία σχέση με τον νεαρό που βρέθηκε στο κατώφλι του τεκέ».
Πράγματι, ο Γκιουντούζ που καθόταν δίπλα της ήταν σχεδόν άλλο πρόσωπο. Η κελεμπία του ήταν καθαρή, τα κατσαρά του μαλλιά καλοχτενισμένα και το μούσι του περιποιημένο. Ήταν φανερό πως είχε επέλθει μια σταθερότητα στην ζωή του, η οποία έφερνε με την σειρά της ηρεμία και ανακούφιση. Αυτά αντανακλούσαν στο πρόσωπο του, σε συνδυασμό με την διδαχή του Ρουμί που είχε διώξει την νευρικότητα της προηγούμενης ζωής του. Τώρα γινόταν όλο και πιο υπομονετικός και λεπτεπίλεπτος έχοντας ως παράδειγμα τον μέντορα του.
«Κι έχω εσάς να ευχαριστώ για αυτό», της απάντησε φέρνοντας ένα λουκούμι στο στόμα του.
«Αν δεν ήθελες να αλλάξεις, δεν θα καταφέρναμε τίποτα μόνοι μας».
«Είχα ακούσει πολλά για τον Τζελαλαντίν Ρουμί και όλα όσα σου προσφέρει η ποίηση του. Είχα ένα πολύ δυνατό κίνητρο. Πίστευα ότι κοντά του θα μπορούσα να ασχολούμαι συνέχεια με την τέχνη που δεν με άφησαν οι γονείς μου να ακολουθήσω. Ωστόσο, πέτυχα πολλά παραπάνω. Νιώθω ότι έχω έρθει πιο κοντά στον Αλλάχ. Τα ζικρ, τα ποιήματα του... Όλα λειτουργούν σαν μια σκάλα που με ανεβάζει στον Παράδεισο. Και τότε κάθε μικρός θάνατος που υπέστη τα χρόνια της αβεβαιότητας φαντάζει λίγος μπροστά στην ένωση μου με τον Αλλάχ».
Η Χαλιμέ χαμογέλασε και θυμήθηκε ένα ποίημα του πατέρα της, που παρέπεμπε στα συναισθήματα του Γκιουντούζ και κάθε σούφι εν γένει.
«Πέθανα στο ορυκτό κράτος
και έγινε λουλούδι,
Πέθανα στο χλωρό κράτος
και έφτασα στην πανίδα,
Πέθανα στο κράτος των ζώων
και έγινα άνθρωπος,
Τι να φοβηθώ λοιπόν;
Δεν έχω υπάρξει τίποτα
παρά θάνατος.
Την επόμενη φορά
θα πεθάνω ως άνθρωπος,
Ώστε να σηκώσω
το κεφάλι και τα φτερά μου
μεταξύ αγγέλων,
Και να αναπηδήσω
στο κράτος των αγγέλων,
Όλα χάνονται
εκτός από το πρόσωπο Του,
Για μία ακόμα φορά
θα θυσιαστώ από τους αγγέλους,
Θα γίνω αυτό
που δεν μπορεί να συλλάβει η φαντασία,
Τότε θα γίνω ανύπαρκτος; και η ανυπαρξία μου λέει
με αγγελική φωνή,
Σε Αυτόν ανήκουμε και σε Αυτόν θα επιστρέψουμε»
Ο Γκιουντούζ δεν άκουγε πρώτη φορά το συγκεκριμένο ποίημα, αλλά από το στόμα της Χαλιμέ έμοιαζε με ψαλμό. Όση ώρα εκείνη αφηγούταν το δημιούργημα του Ρουμί, εκείνος χαμογελούσε συνεπαρμένος, μα μόλις τελείωσε το βλέμμα του σκοτείνιασε.
«Η αγάπη προς τον Αλλάχ έχει πάντα ανταπόκριση. Μα αυτή που αφορά τον επίγειο κόσμο είναι η πλέον δύσκολη».
«Γιατί το λες αυτό;»
Ο Γκιουντούζ σήκωσε το βλέμμα του στην πέτρινη οροφή.
«Μόνο να ήξερες πώς χτυπάει η καρδιά μου για σένα», ψιθύρισε. «Τις νύχτες κλείνω τα μάτια μου και φαντάζομαι να ζεσταίνεις το κρεβάτι μου. Μα όταν ξυπνάω και δεν σε βλέπω, σπαράζω σαν μωρό».
Όταν κατάφερε να επιστρέψει τα μάτια του στην ίδια ευθεία με τα δικά της, συνειδητοποίησε πως είχε δακρύσει. Ανασηκώθηκε τότε και με γρήγορες κινήσεις σκούπισε τα μάγουλα.
«Δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω».
«Κάθε άλλο», μισοχαμογέλασε η Χαλιμέ. «Αυτά είναι δάκρυα χαράς γιατί...», ξεφύσησε και σήκωσε το χέρι του για να το εναποθέσει στο σημείο που χτυπιόταν η καρδιά της. «Γιατί είμαι ερωτευμένη μαζί σου».
Ο Γκιουντούζ ένιωσε να υπνωτίζεται, όπως την πρώτη φορά που αντίκρισε το πρόσωπο της. Κυριευμένος από τα συναισθήματα του έγειρε μπροστά και γεύτηκε τα χείλη της. Tότε ένιωσε να ανεβαίνει πράγματι προς τον Παράδεισο και τα άστρα αυτού να σκάνε σε εκατομμύρια φωτοβολίδες που έπεφταν σαν ανάλαφρες νιφάδες στον επίγειο κόσμο.
Αφού η γυναίκα που αγαπούσε ανταπέδιδε τον έρωτα του, δεν έχασε χρόνο και την επόμενη μέρα αποφάσισε να πράξει τα δέοντα. Δεν θα περνούσε κι άλλη νύχτα μαζί της χωρίς να είναι παντρεμένοι, ώστε να την εκθέσει με τον χειρότερο τρόπο.
Το επόμενο πρωί λοιπόν, περίμενε τον Ρουμί στον τεκέ, με μια μικρή νευρικότητα να έχει κυριεύσει τις κινήσεις του. Βλέποντας τον, ο σούφι δάσκαλος θυμήθηκε τον ανυπόμονο νεαρό που είχε γνωρίσει στο τζαμί και κατάλαβε πως, όπως και τότε, ο Γκιουντούζ ήθελε να ζητήσει κάτι.
«Καλημέρα παιδί μου», αποκρίθηκε και κάθισε στο μαξιλάρι απέναντι του. «Πώς και τόσο νωρίς;»
«Δεν έφυγα καθόλου δάσκαλε. Σε περίμενα να σου πω κάτι σημαντικό».
Ο Ρουμί ευχόταν σιωπηλά να άκουγε για την Χαλιμέ. Εκείνος όμως κατάφερε να συγκρατήσει την όποια αγωνία του και παρότρυνε τον Γκιουντούζ να μοιραστεί τον προβληματισμό του.
«Ξέρεις πως ο μόνος λόγος που πέρασα το κατώφλι του τεκέ σου ήταν για να ακούω τα σοφά σου μαθήματα. Ποτέ δεν είχα πρόστυχους σκοπούς. Ερχόμουν κάθε μέρα ανυπομονώντας να ακούσω τα ποιήματα σου και όλα όσα είχες να μοιραστείς μαζί μας για τον Αλλάχ και τον Προφήτη, ειρήνη μαζί του. Όμως...», τα δάχτυλα του μπλέχτηκαν μεταξύ τους και μασούλησε νευρικά το κάτω χείλος του. «Ξέρεις πως η καρδιά δεν δαμάζεται και πως χωράει κι άλλους πέρα του Αλλάχ. Έτσι, στην δική μου μπήκε η Χαλιμέ δίχως να το καταλάβω. Και εκ τότε αναπνέω για ένα της χαμόγελο. Θέλω να έρχομαι στον τεκέ για να ακούω και την δική της φωνή. Όταν γυρίζω σπίτι μου, πονάω λες και με έχουν χτυπήσει στο στήθος. Μόνο η σκέψη της με παρηγορεί».
Ο Ρουμί άκουγε και χαμογελούσε. Οι προσδοκίες του για όσα θα ξεστόμιζε ο Γκιουντούζ είχαν ξεπεραστεί. Ο μαθητής του δεν αγαπούσε απλώς την κόρη του, αλλά είχε βρει πραγματικό λόγο ύπαρξης σε εκείνη.
«Γι’ αυτό θέλω να σου ζητήσω να μου την δώσεις δάσκαλε. Και σου υπόσχομαι ότι θα την κάνω ευτυχισμένη. Δεν έχω πλούτη να της προσφέρω, αλλά θα είναι η σουλτάνα της καρδιάς μου. Και θα της δίνω αγάπη κάθε μέρα, χωρίς σταματημό».
Ο Ρουμί έγειρε την γερασμένη του μέση μπροστά και χτύπησε μαλακά την παλάμη του Γκιουντούζ.
«Την ευχή μου παιδιά μου!»


Την ημέρα πριν τον γάμο, οι φίλες της Χαλιμέ ήρθαν σπίτι της για το έθιμο της χένας. Παρουσία μόνο γυναικών, η μέλλουσα νύφη φόρεσε ένα κόκκινο καφτάνι με κεντημένα φλουριά στην απόληξη της φούστας και στην ζώνη. Ίδιο χρώμα είχε και το πέπλο που της φόρεσαν πάνω από το χρυσό στεφάνι, που στόλιζε το κούτελο της. Στην συνέχεια, κάθισε σε μια ξύλινη καρέκλα όσο οι ανύπαντρες κοπέλες χόρευαν γύρω της τραγουδώντας άσματα για την περίσταση, ενώ κρατούσαν αναμμένα κεριά. Μία από τις κοπέλες είχε στα χέρια της τον δίσκο με την λιωμένη χένα, την οποία άπλωσαν στα χέρια της δύο κορίτσια, των οποίων οι γονείς δεν είχαν χωρίσει με φυσικό ή ανθρώπινο τρόπο.
Όταν ολοκληρώθηκε το εθιμοτυπικό, τύλιξαν κόκκινα υφάσματα στα βαμμένα της χέρια και λικνίστηκαν σε ανατολίτικους ρυθμούς μέχρι το πρωί.
Οι άντρες πάλι διανυκτέρευσαν στον τεκέ με παρόμοια γιορτινή διάθεση. Έπαιζαν μουσική και τραγουδούσαν άσματα ταβέρνας γλεντώντας με την ψυχή τους. Ανάμεσα στους οργανοπαίχτες ήταν και ο Ρουμί, ο οποίος έδινε ζωή στην ξεχασμένη, περσική του φλογέρα. Στο παρελθόν, συνήθιζε να την χρησιμοποιεί πολύ συχνά, μια που ήταν το αγαπημένο του όργανο. Μα καθώς γερνούσε, έχανε την όρεξη του για διασκέδαση. Εκείνο το βράδυ όμως θα θυμόταν ξανά τα νιάτα του για να γιορτάσει τον γάμο της Χαλιμέ και του Γκιουντούζ.
«Άντε αδερφέ», φώναξε ο Σουλτάν για να ακούγεται πάνω από την μουσική. «Να κάνετε σύντομα παιδιά πριν γεράσει κι άλλο ο πατέρας μου και δεν μπορεί ούτε να τα σηκώσει. Αρκεί βέβαια να ξέρεις πώς γίνονται τα παιδιά», σχολίασε όλο νόημα.
Η παρέα γέλασε με τα δυο συνεχόμενα αστεία του Σουλτάν, ο οποίος όταν έπινε δεν ήταν το ίδιο επίφοβος.
«Μείνετε ήσυχοι. Θα γεμίσουμε το Ικόνιο με κουτσούβελα».
Όταν οι άντρες άρχισαν να νυστάζουν εξαιτίας της ποσότητας αλκοόλ που είχαν καταναλώσει, ο Ρουμί αποφάσισε να πάει στο μικρό δωμάτιο του τεκέ που αποτελούσε τον προσωπικό του χώρο προσευχής. Ελάχιστοι είχαν περάσει το κατώφλι του ησυχαστηρίου του κι ένας από αυτούς ήταν κι ο Γκιουντούζ.
Προχωρώντας μέσα την ώρα που ο Ρουμί ολοκλήρωνε την προσευχή του, χάζεψε τα φυτικά σύνολα που ήταν ζωγραφισμένα καθώς και τα καλλιγραφικά αποσπάσματα από το Κοράνι. Αυτό όμως που του έκανε πάντα εντύπωση, αλλά ξεχνούσε να σχολιάσει, ήταν η μοναδική έμβια μορφή των τοιχογραφιών.
«Τι είναι αυτό;», ρώτησε τον Ρουμί δείχνοντας το φτερωτό πλάσμα στην κόγχη του τοίχου.
Ο Ρουμί χαμογέλασε κι αφού σήκωσε το λυχνάρι που φώτιζε τον χώρο, πλησίασε την τοιχογραφία.
«Χιουμά», του απάντησε. «Χιομά», στην μητρική μου γλώσσα. «Σύμφωνα με τις παραδόσεις του τόπου μου, είναι ένα πτηνό με θηλυκή και αρσενική φύση ταυτόχρονα. Είναι πάντα στον ουρανό και κατεβαίνει στην Γη μόνο όταν καίγεται».
«Γιατί το κάνει αυτό;»
«Για να αναγεννηθεί από τις στάχτες του. Είναι μαγικό πλάσμα. Σχεδόν παραδεισένιο. Αν ποτέ καταφέρεις να το δεις, η τύχη σου θα είναι μεγάλη. Αν το πιάσεις δε... Αν ωστόσο, είσαι θρασύς και το σκοτώσεις, ο θάνατος δεν θα αργήσει να βρει κι εσένα».
«Γιατί να θέλει να σκοτώσει κανείς ένα τέτοιο πλάσμα;»
«Η ανθρώπινη ψυχή είναι ευάλωτη παιδί μου. Δεν χρειάζεται μεγάλο κίνητρο για να διαφθαρεί».
Ο Γκιουντούζ ένευσε συμφωνώντας.
«Ο δάσκαλος μου έχει γράψει για αυτό το πουλί», συνέχισε ο Ρουμί ταξιδεύοντας στα νεανικά του χρόνια. «Το ανέφερε μαζί με άλλα τόσα Στην σύναξη των πτηνών».
«Εσύ το έχεις δει ποτέ;», ρώτησε ο Γκιουντούζ κι ο Ρουμί γέλασε πνιχτά.
«Δεν πιστεύω πως υπάρχει πραγματικά», παραδέχτηκε. «Γι’ αυτό ζήτησα από τον καλύτερη καλλιτέχνη της Ανατολίας να το ζωντανέψει εδώ μέσα. Έτσι, θα το αντικρίζω κάθε μέρα και θα μου φέρνει λίγη τύχη», γύρισε προς το μέρος του χαμογελώντας. «Κι εύχομαι ολόψυχα να φέρει και σε εσάς τους δύο».
Η ευχή του Ρουμί πραγματοποιήθηκε αρκετά σύντομα, καθώς δύο μήνες μετά τον γάμο, η Χαλιμέ ανακοίνωσε σε όλους πως ήταν έγκυος.


Οι πόνοι της γέννας είχαν αρχίσει από το πρωί. Η Χαλιμέ έσπρωχνε και βαριαστέναζε, μα ο ήλιος έδωσε την θέση του στην σελήνη και ο τοκετός δεν έλεγε να τελειώσει.
Ο Γκιουντούζ ήταν μέσα στο δωμάτιο, όπως οι τρεις γυναίκες που είχαν αναλάβει να την ξεγεννήσουν. Μονάχα μία ήταν μαία, ενώ οι υπόλοιπες, απλές γειτόνισσες που είχαν στο ιστορικό τους από τρεις γέννες η καθεμιά. Και η εμπειρία τους δεν περιελάμβανε άντρες. Γι’ αυτό, ζήτησαν επανειλημμένα από τον Γκιουντούζ να εγκαταλείψει το δωμάτιο, χωρίς αποτέλεσμα. Ήθελε να κρατάει το χέρι της γυναίκας του, καθώς έδινε την μεγαλύτερη μάχη κάθε γυναίκας.
Η Χαλιμέ κάπου ανάμεσα στις κραυγές και τους αναστεναγμούς της ψιθύριζε προσευχές. Είχε καταλάβει από το απόγευμα πως η δύσκολη γέννα θα ολοκληρωνόταν με θάνατο και ζητούσε από τον Αλλάχ να πάρει εκείνη κι όχι το παιδί της.
«Τον γιο μου», έλεγε ανάμεσα στα σπρωξίματα. «Να σώσετε τον γιο μου».
Κάποια στιγμή, όταν η μαία καθάρισε μία ακόμα φορά τα αίματα από τα πόδια της, έκανε νόημα στον Γκιουντούζ να πλησιάσει. Εκείνος εγκατέλειψε με βαριά καρδιά το πλευρό της, αφού πρώτη φίλησε το μέτωπο της.
«Το παιδί έρχεται ανάποδα. Πολύ φοβάμαι πως δεν θα καταφέρει. Τα περισσότερα μωρά που γεννιούνται με τα πόδια, πνίγονται στο τελευταίο σπρώξιμο. Όσο για την Χαλιμέ, έχει χάσει πολύ αίμα. Πιθανόν να πεθάνει πριν το μωρό».
Το στομάχι του Γκιουντούζ ανακατεύτηκε και τα χείλη του τρεμόπαιξαν από την ταραχή.
«Τ- τι είναι αυτά που λες; Δεν μπορείς να τους αφήσεις να πεθάνουν».
«Θα κάνω ό,τι μπορώ, αλλά πολύ φοβάμαι ότι δεν θα είναι αρκετό. Πλέον είναι και οι δυο στα χέρια του Αλλάχ».
Τελειώνοντας με το απαισιόδοξο πόρισμα της, πλησίασε την επίτοκο για να συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες της για όσο άντεχε.
Ο Γκιουντούζ γύρισε να την κοιτάξει αποκαρδιωμένος και η σπαρακτική κραυγή της έκανε την καρδιά του να σταματήσει. Τα πάντα μέσα του είχαν παγώσει. Τα λόγια της μαίας επαναλαμβάνονταν στον νου του με γρήγορους ρυθμούς μέχρι που ήταν λες και το κεφάλι του είχε κυριευτεί από μελίσσι.
Τα πόδια του κινήθηκαν μόνα τους και βγήκε από το δωμάτιο για να αναζητήσει λίγη ηρεμία. Όσο την άκουγε να σπαράζει αβοήθητη τα μάτια του πλημμύριζαν με δάκρυα και δεν θα την βοηθούσε με το να κλάψει.
«Τι έγινε; Γιατί βγήκες;»
Έξω από το δωμάτιο περίμεναν για ώρες ο Ρουμί με τον Σουλτάν. Άκουγαν βήμα προς βήμα τον επώδυνο τοκετό και ο φόβος αυξανόταν κάθε φορά που η Χαλιμέ κραύγαζε, αλλά δεν ακολουθούσε κλάμα μωρού.
«Δεν θα τα καταφέρει», απάντησε στον Σουλτάν ψελλίζοντας με μερικά δάκρυα να πέφτουν στα μάγουλα του.
«Δεν γίνεται», απάντησε ο Σουλτάν. «Δεν μπορούν να αφήσουν την αδερφή μου να πεθάνει».
Ο Γκιουντούζ δεν του απάντησε. Συνέχισε την πορεία του, μέχρι να βρεθεί έξω από το σπίτι και τελικά να κλάψει, όπως θα έκανε το παιδί του, αν δεν ήταν τόσο άτυχο.
Τον θρήνο του διέκοψαν τσιτσιρίσματα φωτιάς και η μυρωδιά καμένου. Ανασήκωσε έντρομος το κλαμένο πρόσωπο του και συνειδητοποίησε πως είχε ξεσπάσει μια μικρή φωτιά μερικά μέτρα πιο πέρα.
«Μπισμιλλάχ», μουρμούρισε και σηκώθηκε για να αναζητήσει μια υδάτινη πηγή που θα έσβηνε τα πυρά.
Την επόμενη στιγμή όμως, η φωτιά έσβησε απότομα και μάλιστα από μόνη της. Το γεγονός ήταν τόσο παράξενο που ο Γκιουντούζ δεν επέστρεψε σπίτι του, αλλά πλησίασε το σημείο που πριν καιγόταν για να μάθει την αιτία της αλλόκοτης κατάσβεσης.
Το σκοτάδι δεν τον βοηθούσε να δει πολλά. Το ελάχιστο φως της σελήνης και των αστεριών του επέτρεπε να αναγνωρίσει μία σκόνη, που λογικά θα ήταν στάχτη. Αυτή στην συνέχεια, ανασηκώθηκε δίχως να την παρασέρνει κάποιος αέρας και χόρεψε κυκλικά μέχρι να πάρει χρώμα και μορφή.
Ο Γκιουντούζ τώρα έβλεπε ένα πτηνό, διαφορετικό από ό,τι είχε συνηθίσει. Το πλάσμα μπροστά του είχε ένα οβάλ κεφάλι με κεχριμπαρί ράμφος και στρογγυλά μάτια. Ο λαιμός του ήταν λεπτός και μακρύς και αντίστοιχο πλάσιμο είχε το υπόλοιπο σώμα του. Τα πούπουλα του έδειχναν λεία και σήκωσε αβέβαιος το χέρι του για να το χαϊδέψει. Δεν πίστεψε ότι θα τον άφηνε δίχως παράπονο, αλλά το πτηνό εμπιστεύτηκε το άγγιγμα του κι ο Γκιουντούζ αναφώνησε με το ότι ένιωθε σαν να άγγιζε μετάξι.
Ωστόσο, τα πούπουλα του δεν ήταν ο μόνος λόγος που έκανε τα μάτια του να δακρύσουν από συγκίνηση. Αυτό το πλάσμα, που φτερούγιζε μπροστά του, θύμιζε την τοιχογραφία στο δωμάτιο του τεκέ κι ο μαγικός τρόπος με τον οποίο εμφανίστηκε μέσα από τον χορό της στάχτης, επιβεβαίωσε την υποψία του για την ταυτότητα του πτηνού.
«Χιουμά!»
Το πουλί έβγαλε μία σιγανή φωνή σαν να απαντούσε στο κάλεσμα. Έπειτα, χτύπησε τα φτερά του στον αέρα και πέταξε μακριά μέχρι την επόμενη εκατονταετία που θα επέστρεφε στην Γη.
«Γκιουντούζ!»
Η φωνή του Σουλτάν τον επανέφερε στην πραγματικότητα, από την οποία νόμιζε ότι είχε χαθεί σαν αντίκρισε το Χιουμά.
Μόλις ο Σουλτάν έτρεξε κοντά του και πήρε δυο ανάσες για να του ανακοινώσει τα νέα της γέννας, ο Γκιουντούζ έσφιξε τις γροθιές του και περίμενε να ακούσει την χειρότερη είδηση της ζωής του.
«Κόρη», αποκρίθηκε ο Σουλτάν ασθμαίνοντας. «Απέκτησες κόρη».
Ο Γκιουντούζ ξεροκάταπιε. Του έλεγε το φύλο για να ξέρει πώς να απευθυνθεί στον Αλλάχ για το παιδί ή γιατί έπρεπε να αποφασίσει όνομα;
«Είναι... ζωντανό;»
Ο Σουλτάν χαμογέλασε κι ένευσε γρήγορα.
«Και η Χαλιμέ;»
«Κι αυτή ζει».
«Είναι καλά;»
«Θα γίνει».
Ο Γκιουντούζ επέστρεψε τρέχοντας σπίτι του κι ο Σουλτάν τον πήρε στο κατόπι.
Μπαίνοντας στην δωμάτιο, όπου πριν κυριαρχούσε ο πόνος και η απαισιοδοξία, αντίκρισε την ταλαιπωρημένη Χαλιμέ να κρατάει στην αγκαλιά της το παιδί τους. Ακόμα κι έτσι όμως, χλομή και αναμαλλιασμένη, ήταν πανέμορφη στα μάτια του. Κι αυτή η λάμψη που εξέπεμπε οφειλόταν στο μικρό αγγελούδι που είχε στην αγκαλιά της.
«Ασκίμ! Σεβγκιλίμ!»
Η Χαλιμέ του χαμογέλασε και χαμήλωσε το χέρι της για να δει το πρόσωπο της κόρης τους.
«Κορίτσι», του ανακοίνωσε, αν και ήξερε πως είχε ενημερωθεί.
Ο Γκιουντούζ πήρε το μωρό στην αγκαλιά του και ό,τι πριν λίγο είχε παγώσει, τώρα έκαιγε από θαλπωρή.
«Σε ευχαριστώ», αποκρίθηκε στην Χαλιμέ με τα δακρυσμένα του μάτια να χαζεύουν το νέο μέλος της οικογένειας τους.
«Πώς θα την πείτε;», ρώτησε ο Ρουμί.
Ο Γκιουντούζ δεν άργησε να βρει όνομα. Η ευτυχία που ένιωθε τώρα οφειλόταν στο απόκοσμο πτηνό που συνάντησε πριν λίγα λεπτά. Ο μοναδικός τρόπος να το ευχαριστήσει, ήταν να του αποδώσει φόρο τιμής.
«Χιουμά», απάντησε. «Θα την πούμε Χιουμά».
«Χιουμά», επανέλαβε η Χαλιμέ συγκινημένη. «Ο δικός μας παράδεισος».


Σχόλια

  1. Υπέροχο Δανάη! Γεμάτο έντονη συγκίνηση. Ανάμεσα σε ιστορία, θρύλους, παραδόσεις, μαγικές εικόνες και πλάσματα, ξεχωρίζει η ανθρωπιά και η δύναμη της αγάπης.
    Σε ευχαριστούμε πολύ που έχουμε την τύχη να μεταλαμπαδεύεις τέτοιου πολιτισμού κείμενα και γραφές.
    Τα φιλιά μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Υπέροχο, δυνατά συναισθήματα, όνειρο, μύθος, αγάπη, εικόνες...μου αρέσει η γραφή σου.
    Την Καλημέρα μου, Δανάη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Back to Top