Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καλώς ήρθες

Αναγνώστης, συγγραφέας, αρθρογράφος ή και απλός περαστικός... Είναι τιμή μας να σε έχουμε στην παρέα μας!

Επιλεγμένα

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

  "ΜΠΛΕΞΑΝ ΟΙ ΖΩΕΣ ΜΑΣ" Νεκταρία Μαρκάκη Περίληψη Σε μια πόλη που πνίγεται στο γκρίζο, ένας άνθρωπος χρωματίζει τις ζωές δύο αγνώστων, δίνοντας τους ένα χέρι βοηθείας την στιγμή που και οι δύο ήταν έτοιμοι να παραδώσουν τα όπλα. Ο Μάρκος έχει μάθει να δίνει απλόχερα με μοναδικό αντάλλαγμα, για όποιον το θέλει, να προσφέρει και αυτός με την σειρά του σε κάποιον. Ένα καλός λόγος σε μία γυναίκα και λίγα τρόφιμα σε έναν άστεγο άνδρα είναι αρκετά για να φέρουν κοντά έξι ανθρώπους που θα ζήσουν ένα θαύμα. “Μία απλή πράξη καλοσύνης μπορεί να φέρει αλυσιδωτές αντιδράσεις ευτυχίας!” Βρείτε το βιβλίο μέσω του eshop makestorytelling.com σε αποκλειστική συνεργασία με τη συγγραφέα και την ομάδα συνεργασίας.  ΘΕΛΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ! Λίγα Λόγια για τη Νεκταρία Μαρκάκη Η Νεκταρία Μαρκάκη γεννήθηκε στην Αθήνα και η αγάπη της για τη συγγραφή ξεκίνησε στα εφηβικά της χρόνια, όταν αποτύπωσε για πρώτη φορά στις σκέψεις της σε χαρτί. Το 2013 μοιράστηκε το πρώτο της δημιούργημα στην εφαρμογή συγγραφέων Wa

Η ΜΑΥΡΗ ΤΟΥΛΙΠΑ



Γράφει η Δανάη Ιμπραχήμ


Ο Αχμέτ καθόταν μπροστά από το καφασωτό παραθύρι του δωματίου του και χάζευε τον μικρό κήπο. Δυο σκλάβες είχαν βγει για να περπατήσουν και να απολαύσουν τον ήλιο. Είχαν φορέσει τα ακριβά καφτάνια που τους δώρισε η κυρά τους και τα επιδείκνυαν στις παλλακίδες που τις ακολουθούσαν.
Τις ζήλευε. Τις ζήλευε πολύ. Εκείνες ήταν σκλάβες και παρόλα αυτά είχαν περισσότερες ελευθερίες από αυτόν. Η ελευθερία που έχασαν κάποτε αντικαταστάθηκε με άλλου είδους. Εκείνος όταν έχασε την δικιά του παρέμεινε ένα άγριο ζώο κλειδωμένο στο χρυσό κλουβί του, το επονομαζόμενο kafes. Κάποτε ο χρυσός αφορούσε τα σκεύη και τα πλούτη του και τώρα δεν ήταν παρά μια ειρωνεία που τον τύλιγε σαν σάβανο και τον έπνιγε.
Η μόνη του περιουσία πια ήταν οι αναμνήσεις του. Αυτές του κρατούσαν συντροφιά τα μοναχικά βράδια της φυλάκισης του στο παλάτι. Αναπολούσε τα χρόνια της βασιλείας του, τα τρυφερά φιλιά των γυναικών του, την αφοσίωση του στρατού και την αγάπη των παιδιών του. Ήθελε να πιστεύει πως υπήρξε καλός πατέρας. Είχε αρκετά παιδιά, αλλά έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για το καθένα και ειδικά για τις κόρες του, τις οποίες θεωρούσε τα πιο πολύτιμα μαργαριτάρια του Topkapi. Όχι, όχι, ολάκερης της αυτοκρατορίας! Μα η μεγαλύτερη του αδυναμία ήταν η πανέμορφη και έξυπνη Φατμά.
Οι ουρανοί τον ευλόγησαν τον Σεπτέμβριο του 1704, όταν η Εμετουλλάχ Καντίν ξάπλωσε στο κρεβάτι για να φέρει στον κόσμο το παιδί τους. Σαν περίμενε να μάθει τα νέα, ο λευκός κι ο μαύρος αρχιευνούχος έκαναν αγώνα για το ποιος θα δώσει την καλύτερη ευχή. Που και που πηγαινοέρχονταν στο χαρέμι για να μάθουν τις εξελίξεις. Ο πρώτος που θα μάθαινε το φύλο του παιδιού θα έτρεχε στον σουλτάνο να του το ανακοινώσει. Αν μάλιστα ήταν αγόρι, τότε θα έπαιρνε και το κατιτίς του.
Τυχερός αποδείχτηκε ο μαύρος αρχιευνούχος, που έτσι κι αλλιώς για χρόνια ήταν ο σημαντικότερος υπηρέτης του παλατιού. Περνούσε έξω από το δωμάτιο, όταν οι κραυγές της επιτόκου αντικαταστάθηκαν από το κλάμα του νεογέννητου. Αμέσως βγήκε η υπηρέτρια της Εμετουλλάχ και ο ευνούχος την ρώτησε αν επρόκειτο για σεχζαντέ ή σουλτάνα.
«Σουλτάνα», αγά μου. «Μια όμορφη σαν τον ήλιο σουλτάνα».
Ο ευνούχος απογοητεύτηκε με το φύλο, γιατί δεν θα έπαιρνε το ασήμι που προσδοκούσε. Όταν όμως πήγε στον σουλτάνο και του ανακοίνωσε τον ερχομό της κόρη του, ο Αχμέτ έβγαλε από την τσέπη του δυο πουγκιά και τα έδωσε και στους δυο ευνούχους. Έπειτα, έτρεξε στο χαρέμι για να δει την κόρη του.
Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, όλες έσκυψαν για να υποκλιθούν στον αφέντη τους. Η λεχώνα βρισκόταν ακόμα στο κρεβάτι με τα ματωμένα της ρούχα και κρατούσε στην αγκαλιά της το παιδί τους.
«Χιουνκάρ μου, η κόρη μας είναι υγιέστατη, δόξα να έχει ο Αλλάχ».
Ο Αχμέτ πλησίασε και πήρε στα δικά του χέρια το μικρό πλασματάκι, με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη του. Την γνώριζε μόλις πέντε λεπτά κι ήδη ένιωθε πρόθυμος να απλώσει στα πόδια της όλο τον κόσμο. Για εκείνον άλλωστε ήταν ακριβώς αυτό.
«Φατμά», ψιθύρισε. «Όπως η κόρη του Προφήτη μας, ειρήνη μαζί του».
Τρεις μέρες γιορτάστηκε η γέννησε της Φατμά. Όλη η πρωτεύουσα φωτίστηκε από φανταχτερές διακοσμήσεις και καθημερινά ηχούσαν μουσικές και γέλια. Ο σουλτάνος την επισκεπτόταν συνέχεια και κάθε βράδυ άφηνε δίπλα από την κούνια της μια κίτρινη τουλίπα, ακριβώς σαν το χρώμα του ήλιου. Γιατί πολύ απλά όταν την έβλεπε, ένιωθε σαν να είχε φωτίσει όλος ο μαύρος και ψεύτικος ντουνιάς.
Τα χρόνια πέρασαν και το μικροσκοπικό μωρό έγινε ένα γλυκό κορίτσι με χάρη που ολάκερη η Κωνσταντινούπολη δεν είχε ξαναδεί. Ο Αχμέτ την καμάρωνε, όπως και τις υπόλοιπες θυγατέρες του, και θαύμαζε την εξυπνάδα της. Ήταν μόλις τεσσάρων χρονών, μα μπορούσε να ξεγελάσει τους ευνούχους, τα πλέον πονηρά πλάσματα της αυτοκρατορίας.
Η Φατμά, σαν κόρη σουλτάνου, έπρεπε σύντομα να παντρευτεί. Η σκέψη έθλιβε τον Αχμέτ γιατί, αν και θα έμενε στο παλάτι ακόμα και μετά τον γάμο μέχρι να φτάσει σε γόνιμη ηλικία, η σουλτάνα του δεν θα ήταν αποκλειστικά δική του. Δεν θα ήταν μονάχα κόρη του, αλλά και σύζυγος του Σιλαχντάρ Αλί πασά.
Την πρώτη μέρα του γάμου της η μητέρα της της φόρεσε ένα ροζ καφτάνι για να κάνει όμορφη αντίθεση με τα σκούρα μαλλιά της. Ο Αχμέτ τότε της έδωσε μια ροζ τουλίπα και καθώς φιλούσε το μάγουλο της της είπε:
«Σήμερα θα έχεις κι άλλον άντρα στην καρδιά σου».
«Τι λες πατέρα; Δεν χωράει άλλος άντρας στην καρδιά μου».
Συγκινημένος ο Αχμέτ την αγκάλιασε σφιχτά λες και θα την αποχωριζόταν από τώρα.
Ο γάμος δεν κράτησε για πολύ. Σύντομα ο Σιλαχντάρ εγκατέλειψε τον επίγειο κόσμο κι η Φατμά ήταν ξανά αποκλειστικά η πριγκίπισσα του Αχμέτ. Η Εμετουλλάχ τον παρηγορούσε λέγοντας του πως θα έβρισκε νέο γαμπρό για μια καλή συμμαχία, μα ο Αχμέτ δεν στενοχωρήθηκε καθόλου. Ναι, θα έβρισκε νέο damat, μα θα είχε περισσότερο χρόνο με την κόρη του. Θα την επισκεπτόταν πιο συχνά στο χαρέμι και θα της έφερνε τουλίπες, που τόσο αγαπούσαν κι οι δυο.
Η Φατμά συνέχισε να μεγαλώνει, να μορφώνεται και να μαθαίνει πλάι στον πατέρα της τις ανάγκες της αυτοκρατορίας.
«Μπορεί να μην γίνεις σουλτάνος, μα σαν κόρη μου είσαι κι εσύ υπεύθυνη για το κράτος και οφείλεις να το φροντίζεις με τον τρόπο σου».
Ο Αχμέτ δεν ήθελε οι κόρες του και κυρίως Φατμά να γίνουν οι σπιούνοι του. Δεν είχε ανάγκη να ελέγχουν τους άντρες τους και να τους γεννάνε στρατιά παιδιών για να τους κρατάνε δέσμιους της δυναστείας. Αν γνώριζαν καλά το πολιτικό παιχνίδι, τότε ακόμα κι άτεκνες θα είχαν τον τρόπο να υπηρετήσουν το κράτος και τους Οσμανλήδες.
Όταν τελικά έφτασε στην γόνιμη ηλικία των δεκατριών χρόνων, βρέθηκε ο κατάλληλος σύζυγος. Ο Νεβσεχιρλί Ιμπραχήμ πασάς έγινε ο πιο τυχερός άντρας μετά τον Αχμέτ, καθώς το σπιτικό του φωτίστηκε με την παρουσία της Φατμά.
Την ημέρα του δεύτερου γάμου της ο Αχμέτ της έδωσε μια κόκκινη τουλίπα. Η Φατμά ήταν πλέον γυναίκα και αυτό το χρώμα συμβόλιζε την μετάβαση της.
«Μην ανησυχείς πατέρα. Εξακολουθώ να μην έχω χώρο στην καρδιά μου για άλλον άντρα».
Ήταν εγωιστικό από μέρους του, αλλά ήλπιζε να ίσχυε κάτι τέτοιο. Άλλωστε ο Ιμπραχήμ πασάς, που σύντομα έγινε μέγας βεζίρης, ήταν κατά πενήντα χρόνια μεγαλύτερος της. Δύσκολα θα κατάφερνε να την γοητεύσει. Κι όμως, ο γάμος τους αποδείχτηκε ευτυχής με αμοιβαίο σεβασμό και τον Ιμπραχήμ να συμβουλεύεται πάντα την σύζυγο του για τις κινήσεις του. Το ίδιο βέβαια έκανε κι εκείνος. Σε κάθε ντιβάνι, η Φατμά ερχόταν στο παλάτι κι έβλεπε πρώτη τα άτομα που θα συνομιλούσαν με τον πατέρα της στο συμβούλιο. Για κάθε παράπονο που άκουγε ο σουλτάνος από δυσαρεστημένους κυρίους που έπρεπε πρώτα να συζητήσουν με μια γυναίκα, της έδινε από μια πορτοκαλί τουλίπα. Εκείνοι φυσικά άκουγαν τον εξάψαλμο ενός περήφανου πατέρα.
Μια μέρα, το κοριτσάκι του, η πολύτιμη τουλίπα του ήρθε στο παλάτι και με δάκρυα στα μάτια του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος.
«Μέσα μου μεγαλώνει μια νέα ζωή πατέρα».
Ο Αχμέτ δεν είχε ξανανιώσει τόση ευτυχία. Πίστευε πως την μέρα που έγινε σουλτάνος κατάλαβε τι σήμαινε πληρότητα. Αυτό άλλαξε όταν γεννήθηκε η Φατμά και τελικά εκείνη την ημέρα συνειδητοποίησε πως υπήρχαν ακόμα πιο όμορφες στιγμές. Ο Αλλάχ τον ευλογούσε κι ένιωθε ασφαλής.
«Το γιαβρί μου θα γίνει μητέρα», αναφώνησε κλαίγοντας.
Η Φατμά δεν τον είχε ξαναδεί να κλαίει. Πολλές φορές είχε δακρύσει για τις κόρες του, μα φρόντιζε να το κάνει πίσω από τις κλειστές πόρτες. Ήταν ο παντισάχ, ο σουλτάνος, ο χαλίφης. Έπρεπε να δείχνει αγέρωχος. Αλλά όταν επρόκειτο για τα παιδιά του λύγιζε σαν κάθε άνθρωπο αυτού του κόσμου.
Μερικούς μήνες αργότερα είδε την κόρη του έτσι όπως είχε δει την μητέρα της πριν χρόνια. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τα χέρια της απασχολημένα. Μέσα στο ακριβό, υφασμάτινο σεντόνι κοιμόταν ο γιος της, ο εγγονός του, Μεχμέτ. Τώρα η καρδιά της θα έπρεπε να χωρέσει έναν τρίτο άντρα.
«Να είναι γερός και τυχερός κόρη μου».
Και της άφησε μια μπλε τουλίπα.
Οι χαρούμενες μέρες δεν κράτησαν για πολύ. Η κατάρα που καταδίωκε τους σουλτάνους τον τελευταίο αιώνα δεν έδειξε πρόθυμη να μείνει μακριά από τον Αχμέτ. Άλλωστε η δυστυχία τρέφεται από τις καρδιές που γνώρισαν την απόλυτη χαρά.
Ο Αχμέτ ήταν ένας ακόμα σουλτάνος που καθαιρέθηκε από τους απογοητευμένους πολίτες. Είχε γίνει τόσο εύκολο να παραγκωνίζονται παντισάχ και οικογένειες να πνίγονται στα δάκρυα τους, γιατί καμία ενέργεια δεν ήταν επαρκής για τον λαό.
Ο Ιμπραχήμ πασάς σκοτώθηκε αφήνοντας την Φατμά χήρα και μοναδική υπεύθυνη του γιου τους. Ο Αχμέτ ζήτησε να μείνουν μαζί του στο Topkapi, αφού έτσι κι αλλιώς ο νέος σουλτάνος δεν θα της επέτρεπε να ζήσει ήρεμη στο σπιτικό της. Ο Μαχμούτ όμως δεν ήταν αφελής και δεν θα άφηνε μια γυναίκα με τόση επιρροή στην Κωνσταντινούπολη. Ήξερε να δαμάζει την Αυλή καλύτερα κι από τον ίδιο, οπότε έπρεπε να σταλθεί στο παλιό παλάτι, στην Αδριανούπολη.
Την ημέρα που η Φατμά πέρασε να πει το αντίο της στον πατέρα της, ο Αχμέτ έκλαψε όπως δεν είχε κλάψει ποτέ ξανά. Πόνεσε πολύ λιγότερο όταν του πήραν τον θρόνο, γιατί πολύ απλά είχε πάψει να ανήκει αποκλειστικά στον σουλτάνο. Ήταν εύκολο να χαθεί και ποτέ δεν έκανε τους κατόχους του πραγματικά χαρούμενους. Η αληθινή ευτυχία του Αχμέτ πήγαζε από τα αμυγδαλωτά μάτια της Φατμά του, του γιαβρί του.
«Μην κλαις πατέρα. Θα ανταμώσουμε ξανά. Και θα δεις και το εγγόνι σου».
«Δεν θα γίνει έτσι και το ξέρεις. Είναι η τελευταία φορά που με βλέπεις».
«Όχι, δεν το δέχομαι. Τίποτα και κανείς δεν θα μπορέσει να με κρατήσει μακριά σου. Θα έρθω να σε ξαναδώ και θα μου δώσεις μια τουλίπα, όπως έκανες σε κάθε σημαντική στιγμή της ζωής μου».
«Να’ ξερες πόσο θα το ήθελα! Όμως τώρα δεν είμαστε εμείς αφεντάδες του εαυτού μας και αυτό είναι το οριστικό αντίο. Θα φροντίσω όμως να λάβεις ξανά τουλίπα σαν κλείσω τα μάτια μου. Μαύρη και πένθιμη σαν την ζωή μου από εδώ και πέρα».
Η Φατμά λύγισε με τα απαισιόδοξα λόγια του πατέρα της και τον αποχωρίστηκε κλαίγοντας με λυγμούς. Αυτή ήταν η τελευταία ανάμνηση που είχε από την πολυαγαπημένη του κόρη.
Κούνησε γρήγορα το κεφάλι του θέλοντας να την διώξει. Δεν άντεχε να την σκέφτεται δακρυσμένη. Ήθελε να πρωταγωνιστούν στο μυαλό του οι όμορφες στιγμές, όπως η πρώτη φορά που πρόφερε την λέξη πατέρα ή το βράδυ που έβρεχε πολύ και τον ζήτησε δίπλα της για να μπορέσει να κοιμηθεί. Ήθελε να την θυμάται παιδί, τότε που ήξερε ότι είχε όλη την ζωή μπροστά της και ήταν σε θέση να την προστατεύσει από κάθε κίνδυνο.
Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και ο μαύρος αρχιευνούχος μπήκε μέσα διακόπτοντας τις σκέψεις του. Ο Αχμέτ γύρισε προς το μέρος του για να μάθει τον λόγο της επίσκεψης του και το βλέμμα του χαμήλωσε στο λουλούδι που κρατούσε στα χέρια του.
«Τι είναι αυτό;», τον ρώτησε, γιατί ο χώρος ήταν σκοτεινός και δεν μπορούσε να διακρίνει το άνθος.
Ο συνοφρυωμένος ευνούχος πλησίασε το χαμηλό τραπεζάκι κι άφησε εκεί το λουλούδι. Ο Αχμέτ έσκυψε μπροστά κι είδε μια μαύρη τουλίπα.
«Συλλυπητήρια», είπε ο ευνούχος. «Πριν λίγες μέρες η σουλτάνα Φατμά άφησε την τελευταία της πνοή. Πριν πεθάνει ζήτησε να σας φέρουμε αυτό».
Ο Αχμέτ έμεινε να κοιτάζει τον λουλουδένιο αγγελιοφόρο του θλιβερού νέου με σαστισμένο βλέμμα.
Η σουλτάντα Φατμά άφησε την τελευταία της πνοή...
Η Εμετουλλάχ Καντίν γέννησε κορίτσι...
Χιουνκάρ μου, η κόρη μας είναι υγιέστατη, δόξα να έχει ο Αλλάχ...
Δεν χωράει άλλος άντρας στην καρδιά μου...
Θα έρθω να σε ξαναδώ και θα μου δώσεις μια τουλίπα…
Θα φροντίσω όμως να λάβεις ξανά μια τουλίπα. Μαύρη και πένθιμη…
Η σουλτάνα Φατμά άφησε την τελευταία της πνοή…
Η σουλτάνα Φατμά άφησε…
Η σουλτάνα Φατμά…
Η Φατμά…
Το δωμάτιο που εδώ και τρία χρόνια ήταν πιο ήσυχο κι από νεκροταφείο τραντάχτηκε από την σπαρακτική κραυγή του Αχμέτ, ενός πατέρα που θρηνούσε το παιδί του.



Σημείωμα συγγραφέα
Η βασιλεία του Αχμέτ Γ’ έχει μείνει γνωστή στην ιστορία ως η εποχή των τουλιπών (εξού και τα άνθη στο διήγημα). Σε αυτή την περίοδο (1710 – 1730) η Αυλή πασχίζει να εξευρωπαϊστεί και να εκσυγχρονιστεί, ενώ η τουλίπα γίνεται σύμβολο δύναμης και πλούτου. Η Φατμά ήταν μια γυναίκα με ιδιαίτερα ενεργό ρόλο στην πολιτική σκηνή, καθώς ο Αχμέτ συμβουλευόταν συχνά και την ίδια, αλλά και τις υπόλοιπες κόρες του. Λέγεται μάλιστα πως η Φατμά έδειχνε εύνοια στον Γάλλο πρέσβη, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία κι η Γαλλία είχαν έναν κοινό εχθρό: Την τσαρική Ρωσία. Το 1730 ο Αχμέτ ανετράπη και φυλακίστηκε στο Topkapi όπως συνηθιζόταν. Η Φατμά χήρεψε και στάλθηκε μακριά, ώστε να μην χρησιμοποιήσει την επιρροή της για να επαναφέρει τον πατέρα της στον θρόνο. Εκείνη πέθανε το 1733 και ο Αχμέτ τρία χρόνια αργότερα.


Σχόλια

  1. Συγκλονιστικό! Αχ βρε Δανάη, έχεις έναν μοναδικό τρόπο να ντύνεις με απίστευτα συναισθήματα ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Είναι χαρακτηριστική αυτή σου η ικανότητα. Πολύ μεγάλη η συγκίνηση για τη σχέση αυτή Πατέρα και κόρης. Από τις ελάχιστες θα έλεγα που ξέρουμε.
    Καλησπέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Υπέροχη η γραφή σου! Μια όμορφη, αληθινή ιστορία που ειδικά σήμερα, στη γιορτή του πατέρα, συγκινεί ιδιαιτέρως!!!
    Την Καλημέρα μου, Δανάη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Back to Top