Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καλώς ήρθες

Αναγνώστης, συγγραφέας, αρθρογράφος ή και απλός περαστικός... Είναι τιμή μας να σε έχουμε στην παρέα μας!

Επιλεγμένα

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

  "ΜΠΛΕΞΑΝ ΟΙ ΖΩΕΣ ΜΑΣ" Νεκταρία Μαρκάκη Περίληψη Σε μια πόλη που πνίγεται στο γκρίζο, ένας άνθρωπος χρωματίζει τις ζωές δύο αγνώστων, δίνοντας τους ένα χέρι βοηθείας την στιγμή που και οι δύο ήταν έτοιμοι να παραδώσουν τα όπλα. Ο Μάρκος έχει μάθει να δίνει απλόχερα με μοναδικό αντάλλαγμα, για όποιον το θέλει, να προσφέρει και αυτός με την σειρά του σε κάποιον. Ένα καλός λόγος σε μία γυναίκα και λίγα τρόφιμα σε έναν άστεγο άνδρα είναι αρκετά για να φέρουν κοντά έξι ανθρώπους που θα ζήσουν ένα θαύμα. “Μία απλή πράξη καλοσύνης μπορεί να φέρει αλυσιδωτές αντιδράσεις ευτυχίας!” Βρείτε το βιβλίο μέσω του eshop makestorytelling.com σε αποκλειστική συνεργασία με τη συγγραφέα και την ομάδα συνεργασίας.  ΘΕΛΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ! Λίγα Λόγια για τη Νεκταρία Μαρκάκη Η Νεκταρία Μαρκάκη γεννήθηκε στην Αθήνα και η αγάπη της για τη συγγραφή ξεκίνησε στα εφηβικά της χρόνια, όταν αποτύπωσε για πρώτη φορά στις σκέψεις της σε χαρτί. Το 2013 μοιράστηκε το πρώτο της δημιούργημα στην εφαρμογή συγγραφέων Wa

VALIDE - I MAKTULE // ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΗ ΜΗΤΕΡΑ

 


Γράφει η Δανάη Ιμπραχήμ 


Εις μνήμην της Μεγάλης Βαλιντέ, Μαχπεϊκέρ Κιοσέμ Σουλτάν (c. 1590 - 2 Σεπτεμβρίου 1651)


Όρνια! Καταραμένα όρνια! Κατασπαράζετε με τόση ευκολία όσους σας ευεργέτησαν, τυφλωμένοι από την λάμψη του χρυσού. Με την διαταγή μιας προδότριας και την υπόσχεση να γεμίσετε τις τσέπες της έχετε πάρει στο κατόπι την Μεγάλη Μητέρα, την Αντιβασιλέα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την μοναδική αφέντρα του χαρεμιού!

Τρέχω αλαφιασμένη να γλιτώσω από τα αιματοβαμμένα χέρια σας, παρά το προχωρημένο της ηλικίας μου, γιατί δεν θέλω να σας δώσω την χαρά να με διώξετε από τον επίγειο κόσμο. Κάποτε έκλεψαν την ελευθερία μου, την αθωότητα μου. Τώρα θα χάσω και την ζωή μου; Δεν είναι δική σας και δεν έχετε δικαίωμα να αποφασίσετε πότε θα πάρω την τελευταία μου ανάσα. Οι ζωές μας ανήκουν στον Αλλάχ άπιστα όρνια!

Κοιτάξτε κόσμε πόσο ξέπεσα! Κάποτε βάδιζα στον Χρυσό Διάδρομο με ακριβά καφτάνια, την χένα να κοσμεί τα σκούρα μου μάτια και το σαγηνευτικό άρωμα να αγκαλιάζει το δέρμα μου. Κάποτε περπατούσα στον Χρυσό Διάδρομο με νιότη, με όνειρα, με έναν μικρό Σεχζαντέ στο χέρι. Κάποτε βάδιζα στον μαρμάρινο δρόμο προς το δωμάτιο του σουλτάνου με ελπίδα για μια καλύτερη θέση στο αιματοβαμμένο χαρέμι. Και τώρα δείτε την κατάντια μου· η άλλοτε χρυσοφορούσα Χασεκί είναι κατατρεγμένη μέσα στο ίδιο της το παλάτι, το χρυσό της κλουβί.

Θα στρίψω εδώ. Είναι ο χώρος των ευνούχων, των σιχαμένων υαινών που ορέγονται τα κάλλη των παλλακίδων και την γλυκιά ηδονή. Υπάρχει ένα πέρασμα. Θα διαφύγω μέσα από την πύλη των αμαξών και θα σώσω το ταλαιπωρημένο μου κορμί. Η ψυχή μου έχει χαθεί έτσι κι αλλιώς εδώ και χρόνια.

Καταφέρνω και ξεγλιστρώ στο σκοτεινό δωμάτιο. Η πιστή μου σκλάβα μένει πίσω. Θέλει να με προστατέψει. Αν δεν καταφέρει να επιζήσει, θα χάσει τα προνόμια που δίνω σε κάθε κόρη που στερείται την ελευθερία της για χάρη του σουλτάνου. Δεν θα στολίσει το σπίτι Πασά με προίκα ικανή να θρέψει και τα δισέγγονα της. Μα θέλει αυτή η ευκαιρία να δοθεί σε άλλες γυναίκες. Αν χαθώ εγώ, ποιος θα τις νοιαστεί ξανά; Ποια άλλη σουλτάνα θα θυμηθεί όσα η ίδια στερήθηκε για να τα επιστρέψει στις υποτακτικές της;

Φτάνω έξω από την πύλη. Την σπρώχνω. Έχω γεράσει, δεν έχω την ίδια δύναμη με το παρελθόν. Κάποτε το σώμα μου μπορούσε να παραμορφωθεί για τις ανάγκες αμέτρητων γεννήσεων. Τώρα όμως που τα μακριά μου μαλλιά άσπρισαν, τα χέρια μου γέμισαν με ρυτίδες και η μέση μου παραπονιέται συχνά στην πολύωρη ορθοστασία, μια ξύλινη πύλη φαντάζει το ίδια βαριά με την Καάμπα.

Δεν πρέπει όμως να τα παρατήσω. Έχω επιζήσει από ένα σωρό δοκιμασίες γεμάτες βία και αίμα. Πρέπει να βγω κι αυτή την φορά νικήτρια.

Σπρώχνω ξανά, πιο δυνατά. Πνιχτές κραυγές βγαίνουν από τα χείλη μου όσο οι γροθιές μου παλεύουν να κατανικήσουν την αντίσταση της πόρτας. Μα είναι μάταιο. Ξέρω ότι έχει κλειδωθεί. Το έγκλημα είναι καλά οργανωμένο.

Τι ειρωνεία! Απόψε το παλάτι έπρεπε να γνωρίσει την δική μου αναταραχή. Τα βαριά βήματα όφειλαν να ανήκουν στα θετά μου παιδιά, τους γενναίους γενίτσαρους που με έσωσαν από δεκάδες θανάτους. Ούτε ο πατέρας μου δεν με έκανε να νιώσω τέτοια ασφάλεια, αφού δεν κατάφερε να σταματήσει την απαγωγή μου από πειρατές. Μονάχα έκλαιγε έξω από την εκκλησία του πιστεύοντας πως ο θεός του θα με έσωνε. Ανοησίες! Ο θεός του με εγκατέλειψε. Και τώρα με εγκαταλείπει κι ο δικός μου.

Οι γενίτσαροι άργησαν και η ομάδα της προδότριας κατέλαβε το Τοπκαπί για να σφαγιάσει καθετί δικό μου, ακόμα κι εμένα. Η άτιμη φιλοδοξία, η δίψα για την εξουσία μετατρέπει τα περιστέρια σε όρνια. Αυτό το κορίτσι το είχα σαν κόρη μου. Όταν το χτυπούσε ο γιος μου, εγώ φιλούσα τις πληγές της. Όταν επέτρεψα την πτώση του παιδιού μου, έκανα το δικό της σουλτάνο. Μα όφειλε να είναι υπάκουη, γιατί ήταν νέα και δεν είχε τα φώτα να γίνει αντιβασιλέας.

Κι εσύ ήσουν νέα όταν πήρες το τιμόνι του καραβιού που λέγεται κράτος. Εγώ γιατί πρέπει να μείνω στο περιθώριο;

Δεν μπορούσε να καταλάβει. Εκείνη έγινε από Χασεκί Βαλιντέ. Φόρεσε χρυσό στην θέση του ασημιού. Εγώ όμως έγινα από Χασεκί εξόριστη σε ένα παλάτι που έστελναν σουλτάνες να ξεχαστούν και να πεθάνουν. Εγώ είδα δυο Παντισάχ να πέφτουν και να ανεβαίνουν και να σφαγιάζονται. Είδα μαυροφορεμένες γυναίκες και νεκροφιλημένα παιδιά. Εγώ μάτωσα για να γίνω Βαλιντέ και κατόπιν αντιβασιλέας. Πάνω στις δικές μου πλάτες ήθελε να πατήσει για να αποκτήσει ό,τι εγώ κατέκτησα με κόπο.

Μα δεν της ήταν αρκετό. Ήθελε απόλυτη δύναμη. Δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να την διώξω και μαζί της τον δεσμό της με τον θρόνο· τον εγγονό μου. Δεν θα τον σκότωνα. Τι ανοησίες κατάλαβε η σκλάβα μου και με πρόδωσε με το χειρότερο τρόπο; Ήταν δυνατόν να σκοτώσω ένα κομμάτι μου; Μα αυτές πίστεψαν σε μια άκαρδη γριά και αποφάσισαν να με ρίξουν. Αντί να πέσουν αυτές, χάνω τώρα εγώ την ισορροπία μου.

Έφτασαν! Η πιστή μου δούλη προσποιείται πως είμαι εγώ. Μα αναγνωρίζουν την φωνή της. Δεν πιστεύουν ότι μια κοπέλα είναι η Μεγάλη Μητέρα.

Ακολουθεί ένας γδούπος. Την έριξαν στο πάτωμα. Τι θα της κάνουν; Θα την σκοτώσουν όπως τους υπόλοιπους ακόλουθους μου; Και μετά; Θα έχω εγώ σειρά;

Κρύβομαι σε μια ντουλάπα. Είναι μια παιδιάστικη λύση, αλλά η μόνη.

Κι άλλος δυνατός ήχος. Είναι πιο εκκωφαντικός και πιο απόκοσμος. Είναι σαν τον καλπασμό του θανάτου. Είναι σαν την κάθοδο του Αζραήλ που έρχεται να με αναζητήσει. Γι’ αυτό κρύβομαι καλά, γιατί δεν είμαι αγνή και θα κλέψει την ψυχή μου με επώδυνο τρόπο*.

Τα όρνια με αναζητούν. Ξέρουν ότι είμαι εδώ. Ανοίγουν ένα ένα τις ντουλάπες μέχρι να με βρουν. Η σφιχτή μου γροθιά βυθίζεται στην τσέπη της παντελόνας μου και βρίσκω χρυσό. Τον είχα φυλάξει για τον αγά των γενιτσάρων. Μα φαίνεται πως θα τον χαραμίσω στον γλοιώδη Σουλεϊμάν, τον μαύρο αρχιευνούχο, τον αγά της μηχανορραφίας και της προδοσίας.

Ανοίγει η πόρτα. Αντικρίζω το αρρωστημένο τους χαμόγελο. Τα μάτια τους αστράφτουν από ικανοποίηση. Αντανακλαστικά πετάω τα χρήματα στο πάτωμα. Καταφέρνω να στρέψω αλλού την προσοχή τους. Αλλά όχι για αρκετή ώρα. Κάποιοι έχουν το χρονικό περιθώριο να βουτήξουν τα κέρματα, αλλά ο Σουλεϊμάν ρίχνεται πάνω μου. Τον βοηθούν κι άλλοι ευνούχοι και αρπάζουν τους ώμους μου βγάζοντας με από την κρυψώνα μου.

Οι φωνές μου δεν τους συγκινούν. Με τραβάνε με τόση δύναμη που φοβάμαι ότι θα σπάσουν τα κόκαλα μου. Δεν μπορούν να συμφωνήσουν στην κατεύθυνση κι ο καθένας με ωθεί στην δική του μεριά. Κι εγώ παλεύω. Μάχομαι για την ελευθερία μου.

Ένας σκλάβος αρπάζει τα σκουλαρίκια μου και μου τα βγάζει με μένος. Ο πόνος καταβάλλει κάθε κύτταρο του κορμιού μου, καθώς το δέρμα των αυτιών μου σκίζεται από την απροσεξία του. Μα με πληγώνει περισσότερο το γεγονός ότι έκλεψε τα συγκεκριμένα κοσμήματα.

Τι νομίζεις ότι κάνεις; Αυτά είναι δώρο του Σουλτάνου Αχμέτ Χαν. Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να τα μολύνεις με το άγγιγμα σου;

Οδύρομαι να περισώσω ένα από τα λίγα πράγματα που μου απέμειναν από τον άντρα μου. Μα δεν τους συγκινώ. Συνεχίζουν να βουτάνε τα κοσμήματα μου και να σκίζουν τα υφάσματα πάνω μου. Δεν περιμένουν να τα κλέψουν από το κουφάρι μου. Θέλουν να τους δω να με απογυμνώνουν από τον πλούτο μου.

Αρχίζουν να με σέρνουν έξω από το δωμάτιο. Οι ώμοι μου πονάνε από το σφιχτό τους άγγιγμα. Τους διατάζω να με αφήσουν. Τους υπενθυμίζω την θέση μου και την δική τους, μα εκείνοι γελούν ειρωνικά:

Ben Buyuk Valide, Mahpeyker Kösem sultan!

Ωστόσο, δεν νοιάζονται πια που είμαι η Μεγάλη Μητέρα, η φεγγαροπρόσωπη ηγέτρια τους, η σουλτάνα τους! Για εκείνους είμαι πλέον το θύμα τους, το αρνί που θα θυσιάσουν για να φτάσει η Τουρχάν στην κορυφή.

Με σέρνουν στον διάδρομο κι εγώ βλέπω σκιές. Είναι σκοτάδι, οι δάδες δεν καίνε τόσο δυνατά που να επιτρέπουν την ύπαρξη σκουρόχρωμων μορφών. Όμως εγώ μπορώ να διακρίνω αχνές φιγούρες εδώ κι εκεί. Και μισοκλείνοντας τα μάτια μου, είμαι σε θέση να αναγνωρίσω τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Αχμέτ; Μπισμιλλάχ! Σουλτάνε μου! Είσαι στα αλήθεια εσύ;

Τα όρνια δεν με ακούν. Δεν μου δίνουν σημασία. Αγνοούν οτιδήποτε βγει από τα χείλη μου. Εκείνοι νοιάζονται μόνο για τα πλούτη που θα αποκτήσουν.

Για όνομα, σταματήστε! Ο σουλτάνος Αχμέτ στέκει μπροστά σας! Πώς τολμάτε να φέρεστε με τόση ασέβεια στον ίδιο και την Χασεκί του;

Ο Σουλεϊμάν σφίγγει το άγγιγμα του και γέρνει στο ματωμένο αυτί μου.

Έπαψες να είσαι Χασεκί εδώ και χρόνια. Ο σουλτάνος Αχμέτ είναι νεκρός παλαβή γριά.

Πώς είναι δυνατόν να ξεστομίζει κάτι τέτοιο με σιγουριά; Όντως, θυμάμαι να γέρνει στην αγκαλιά μου και να αφήνει την τελευταία του πνοή. Θυμάμαι το χλωμό του πρόσωπο να συναγωνίζεται το λευκό του σάβανο, καθώς κλείναμε το φέρετρο για να τον οδηγήσουμε στο τζαμί του, που με τόση αγάπη ανέμενε να ολοκληρωθεί.

Παραταύτα, τον βλέπω τώρα καθαρά, αμούστακο αγόρι που το γνώρισα μπαίνοντας στο χαρέμι του. Βρέθηκα στο κρεβάτι του μόλις άρχισε να ανθίζει το δέρμα του, ενώ είχε ήδη παιδιά. Και η κοιλιά μου κάρπισε τόσες φορές για να του χαρίσω ηγεμόνες και σουλτάνες, για να εξασφαλίσω την αυτοκρατορία του, την αυτοκρατορία μας!

Αχμέτ μου, askim benim! Σώσε με σουλτάνε μου! Μην τους αφήσεις να μου κάνουν κακό.

Εκείνος μου χαρίζει ένα μελαγχολικό χαμόγελο και τείνει το χέρι του προς το μέρος μου. Θέλω να το πιάσω. Προσπαθώ να απελευθερώσω τουλάχιστον το ένα μου άκρο για να νιώσω ξανά το χάδι του. Το σώμα μου καίγεται να θυμηθεί το πάθος που νιώσαμε το βράδυ εκείνο που με έκανε νόμιμη σύζυγο του. Ανάμεσα στις τόσες παλλακίδες του, διάλεξε την ασήμαντη σκλάβα από την Τήνο κι εγώ σε αντάλλαγμα του γέμισα το παλάτι με επιγόνους. Μπορεί μπροστά μου να στέκει το αγόρι που στα δεκατρία του χρόνια κλήθηκε να αναλάβει το κράτος, εγώ όμως σκεφτόμουν τον άντρα που με έσφιγγε στην αγκαλιά του και μου αφιέρωνε ερωτικά ποιήματα.

Την ώρα που στρίβουμε για τα διαμερίσματα μου οι αναμνήσεις μου κι εκείνος σκόρπισαν σαν καπνός, ο οποίος βγαίνει από το τζάκι που καίει τις κρύες νύχτες του χειμώνα, όταν όλη η Ιστανμπούλ ντύνεται στα λευκά.

Ένα δάκρυ ξεχύνεται στο μάγουλο μου, καθώς η εικόνα του άντρα και σουλτάνου μου χάνεται. Μαζί του χάνεται και η ελπίδα να σωθώ. Εκείνον θα τον άκουγαν, αν βέβαια πίστευαν τα λόγια της σκλάβας.

Η επόμενη σκιά που παίρνει μορφή, με πληγώνει περισσότερο από τον Αχμέτ. Βλέπω δυο ζευγάρια εφηβικά μάτια, μαύρα σαν την νύχτα, δυο χείλη σαν γλυκιά ρυάκια και μάγουλα ροδαλά που μαρτυρούν την υγεία του αγοριού. Αυτό το παιδί θα μπορούσε να φτάσει μέχρι τα βαθιά γεράματα... αν δεν το είχε δολοφονήσει ο αδερφός του.

Μεχμέτ! Αγόρι μου! Γιε μου! Σεχζαντέ μου!

Η καρδιά μου φτερουγίζει σαν περιστέρι που αποζητά να εγκαταλείψει το έδαφος και θέλει να δαμάσει τους ανέμους. Βλέπω ξανά το πρώτο μου παιδί, τον τρυφερό μου Μεχμέτ.

Αυτή την φορά κάνω μεγαλύτερη προσπάθεια να δραπετεύσω. Τα χτυπήματα μου τους πιάνουν απροετοίμαστους και για δευτερόλεπτα οι ώμοι μου ανακουφίζονται από το ασφυκτικό τους άγγιγμα. Τρέχω προς το όμορφο αγόρι μου κι εκείνο ανοίγει την αγκαλιά του για να με υποδεχτεί. Κάποτε το νανούριζα με άσματα του τόπου μου μέσα στην δική μου αγκαλιά και τώρα εκείνο θέλει να με προστατέψει από τον θάνατο.

Όμως ούτε ο Μεχμέτ μου τα καταφέρνει. Λίγο πριν αγγίξω τα μαλακά του άκρα βρίσκομαι ξανά αιχμάλωτη των ευνούχων.

Με βρίζουν και με χτυπούν και ο Μεχμέτ κατσουφιάζει.

Όχι, όχι αγόρι μου. Μην στενοχωριέσαι για την μητέρα σου. Είναι δυνατή και θα τα καταφέρει.

Ο Μεχμέτ ανακουφίζεται και ξεφυσάει. Ο αέρας που βγαίνει από τα χείλη του σπρώχνει τον γιακά της πουκαμίσας του και αποκαλύπτεται το κόκκινο σημάδι που άφησε το σκοινί του εκτελεστή. Και τότε θυμάμαι ξανά...

Ο σουλτάνος Οσμάν Χαν αποφάσισε να δράσει με βάση την νομοθεσία και να εκτελέσει τον μικρότερο αδερφό του Μεχμέτ.

Για να νιώσει ο πρώτος γιος του Αχμέτ ασφαλής, σκότωσε το παιδί μου. Έφυγα χήρα για το παλιό παλάτι στην Αδριανούπολη πιστεύοντας ότι το αγόρι μου θα γλίτωνε από την σκληρή παράδοση. Έσωσα την ζωή του αδερφού του Αχμέτ, Μουσταφά περιμένοντας να παραδειγματιστεί ο Οσμάν και η φιλόδοξη μητέρα του, Μαχφιρούζ. Ακόμα και χωρίς εκείνη όμως, ο Οσμάν δεν δίστασε να τυφλωθεί από τις φοβίες του και να με εξαναγκάσει να παρευρεθώ στην κηδεία του παιδιού μου.

Ανοίξτε το φέρετρο! Θέλω να δω τον γιο μου.

Κλαίω γοερά. Ανοίγουν την κάσα και αντικρίζω ένα άψυχο ομοίωμα του Μεχμέτ.

Αυτό δεν είναι το παιδί μου. Ο γιος μου έχει ροδαλά μάγουλα. Τα μάτια του αστράφτουν. Αυτό είναι μια κούκλα. Πού είναι το παιδί μου; Τι κάνατε στον πρωτότοκο μου;

Ουρλιάζω και τραβάω τα πέπλα μου από την απόγνωση. Οι σκλάβες μου προσπαθούν να κρατήσουν το πρόσωπο μου κρυμμένο, μα εγώ υποφέρω και πρέπει να διώξω τον πόνο από πάνω μου ή και μέσα μου.

Έτσι νιώθω και τώρα που βλέπω μετά από χρόνια τον Μεχμέτ μου να στέκεται όρθιος και χαμογελαστός. Και κλαίω και ουρλιάζω και ζητάω να μου τον φέρουν πίσω. Θέλω να κρατήσω στην αγκαλιά μου το ροζιασμένο βρέφος που βγήκε από τα σπλάχνα μου και γέμισε την καρδιά μου με αγάπη.

Ο Μεχμέτ στρέφεται προς την κατεύθυνση που ακολουθούμε και κοιτάζει με θλίψη τον Οσμάν. Εκείνος ανταποδίδει και στρέφεται σε μένα.

Θα πρέπει να είμαι θυμωμένη. Πρέπει να του φωνάξω, να ευχηθώ να καίγεται στην κόλαση γι’ αυτό που πέρασα εξαιτίας του. Μα δεν τα καταφέρνω. Θυμάμαι τον δικό του παιδικό εαυτό. Θυμάμαι να κάνουμε μαζί βόλτα με την άμαξα και να με ευχαριστεί που χρησιμοποίησα την επιρροή μου στους γενίτσαρους, ώστε να εκθρονίσουν τον Μουσταφά και να πάρει εκείνος την εξουσία. Προτίμησα τον Οσμάν γιατί ήταν μεγαλύτερος και μου το ανταπέδωσε σκοτώνοντας τον Μεχμέτ μου.

Συγχώρα με!

Όχι, δεν πρέπει. Μόνο ο Αλλάχ συγχωρεί.

Τα χείλη μου αντιδρούν από μόνα τους παρά τις υποδείξεις της λογικής. Πλήρωσε το αίμα που έχυσε με το δικό του αίμα. Οι γενίτσαροι που τον ανέβασαν, τον εκτέλεσαν για τα λάθη του. Ποια είμαι λοιπόν εγώ να του κακιώνω, όταν τα θετά μου παιδιά πήραν εκδίκηση για τον αδερφό τους;

Σε συγχωρώ.

Ο Οσμάν γνέφει συμπονετικά και, όπως ο Μεχμέτ, κοιτάζει την νέα σκιά που πρέπει να αντιμετωπίσω. Αυτή όμως δεν μου μιλάει. Με κοιτάζει με απαθής έκφραση κι αναρωτιέμαι αν χαίρεται γι’ αυτό που μου συμβαίνει. Εξαιτίας μου έχασε τα πρωτεία στο χαρέμι και σίγουρα θα ευχόταν τον θάνατο μου κάθε φορά που σφάδαζα στην γέννα. Τώρα που ήρθε η ώρα να διαβώ το σκοτεινό μονοπάτι της άλλης ζωής, ίσως να νιώθει επιτέλους την δικαίωση που στερήθηκε σε αυτόν τον ντουνιά.

Απομακρύνομαι κι από την Μαχφιρούζ και πλέον τα δάκρυα έχουν παγώσει στα μάγουλα μου. Οι αναμνήσεις είναι πολλές και βασανιστικά γρήγορες. Δεν μου δίνουν το περιθώριο να κατασταλάξω πλέον τι νιώθω. Θλίψη; Νοσταλγία;

Το τοπίο ξεκαθαρίζει όταν δεν βλέπω πια αμφιλεγόμενα πρόσωπα, αλλά παιδιά μου. Η καρδιά μου γνωρίζει ξανά την αναταραχή που προκάλεσε η εικόνα του Μεχμέτ μόλις το βλέμμα μου συναντά αυτό του Κασίμ και του Σουλεϊμάν.

Λιοντάρια μου. Μικρές μου αγάπες μου. Συγχωρέστε με που δεν πρόλαβα να σας σώσω. Αν το ήξερα, θα σταματούσα τον αδερφό σας εγκαίρως. Δεν ήθελα να χαθείτε, να γίνετε κι εσείς τα θύματα του αιματηρού νόμου της αδελφοκτονίας. Συγχωρέστε την δύστυχη μάνα σας που δεν κατάφερε να σταματήσει την εκτέλεση σας.

Εκείνοι δεν μοιάζουν πικραμένοι. Κοιτάζουν την Βαλιντέ τους με ανακούφιση, όπως όταν ήταν μικρά και δεχόντουσαν την επίπληξη των ευνούχων για τις σκανταλιές τους. Και σαν λέαινα χιμούσα πάνω τους για να προστατέψω τα παιδιά μου από την κριτική τους.

Αυτή την φορά χαίρομαι που τα όρνια δεν είναι σε θέση να δουν τους νυχτερινούς επισκέπτες του Παραδείσου. Δεν θέλω να τους ακούσω ξανά να τα αποκαλούν τα κακομαθημένα παιδιά της Χασεκί. Ούτε που με ένοιαξε ποτέ αν είχαν δίκιο. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να καταφέρω αυτή την φορά να τα σώσω από κάτι, γιατί την πρώτη φορά απέτυχα να τα προφυλάξω από τον...

Μουράτ;

Ο δεύτερος μου γιος, το μωρό που ακολούθησε μετά την γέννηση της Αϊσέ και της Φατμά μου, βρισκόταν στο κατώφλι της κρεβατοκάμαρας μου με την επίσημη φορεσιά του σουλτάνου.

Η πρώτη φορά που ντύθηκε με τέτοιο τρόπο ήταν στα έντεκα του χρόνια. Μετά την δεύτερη εκθρόνιση το Μουσταφά όλοι στράφηκαν στην πρώην Χασεκί με τους τέσσερις γιους. Ο μεγαλύτερος εν ζωή ήταν ένα παιδί που όμως εμπιστεύτηκαν περισσότερο από τον παρανοϊκό Μουσταφά. Και μαζί του εμπιστεύτηκαν κι εμένα.

Η άλλοτε Χασεκί έγινε Βαλιντέ Σουλτάν και έχοντας την επιδοκιμασία πασάδων και γενίτσαρων έγινε και αντιβασιλέας. Μόλις ο Μουράτ μου μεγάλωσε τον άφησα να διοικεί μοναχός του, μα δεν σταμάτησα ποτέ να τον συμβουλεύω σαν βασιλομήτωρ. Πάνω από όλα ήμουν η μητέρα του κράτους που με βοήθησε να σκοτώσω την σκλάβα μέσα μου και να αναγεννηθώ σε σουλτάνα. Δυστυχώς όμως, η δύναμη δεν με βοήθησε να σώσω τους εγγονούς μου, που τους είδα να χάνονται έναν έναν σε παιδική ηλικία. Και όλο και μελαγχολούσε ο Μουράτ μου.

Τον καταλάβαινα πλήρως. Κάθε φορά που έχανα κάποιο παιδί μου έχανα κι ένα κομμάτι του εαυτού μου. Το έθαβα μαζί τους μέχρι που έμεινα κι εγώ ένα άψυχο κουφάρι. Ακριβώς αυτό που αντίκρισα όταν ο Μουράτ μου αρρώστησε κι άφησε κι αυτός την τελευταία του ανάσα στο καταραμένο παλάτι.

Σουλτάνε μου! Αγόρι μου! Σε συγχώρεσα που σκότωσες τα αδέρφια σου. Παιδί μου είσαι κι εσύ. Δεν μπορώ να σε μισήσω. Ακόμα κι όταν ξεψύχησες στην αγκαλιά μου, σε συγχώρεσα για τον πόνο που μου προξένησες. Πώς θα μπορούσα να μην σε συγχωρέσω άλλωστε; Από όσα παιδιά γέννησα, εσύ ήσουν αυτό που μου θύμιζε τον εαυτό μου. Εσύ μου έμοιασες περισσότερο από όλους. Γι’ αυτό κι ανέβηκες ψηλά, με αποτέλεσμα να πονέσει η πτώση.

Ο Μουράτ μου δεν απαντάει. Σκύβει το κεφάλι του πληγωμένος. Τον ξέρω καλά. Δεν του αρέσει αυτό που βλέπει και προστατεύει τον εαυτό του από τον πόνο. Έτσι έκανε σε κάθε κηδεία παιδιού του.

Ο Σουλεϊμάν με σπρώχνει με βία για να σταματήσω να κοιτάζω τον τοίχο. Για εκείνον δεν είναι παρά ένα άδειο μάρμαρο.

Ανοίγει την πόρτα της κάμαρας μου και με ρίχνει στο έδαφος. Το στέρνο μου καταβάλλεται από έντονο πόνο, όταν συναντά το ακριβό χαλί. Βήχω σε μια προσπάθεια να γεμίσω τους τραυματισμένους μου πνεύμονες με οξυγόνο και ανασηκώνω τα υγρά μου μάτια για να δω τι θα επακολουθήσει.

Μπροστά μου όμως βλέπω το μεγαλύτερο κρίμα των τελευταίων χρόνων. Στην άκρη του κρεβατιού μου στέκεται η φιγούρα του τελευταίου παιδιού που οδήγησα στην αιώνια κατοικία του, στο ένα από τα τέσσερα μαυσωλεία της Αγίας Σοφίας.

Ιμπραχήμ... Γιαβρί μου!

Εκείνος συνοφρυώνεται θυμωμένος. Πιστεύει ότι εγώ τον σκότωσα. Πιστεύει ότι διάλεξα τον θρόνο σε βάρος εκείνου.

Πώς μπορείς να σκέφτεσαι κάτι τέτοιο; Σε έσωσα από τον Μουράτ όταν ήταν έτοιμος να σε εκτελέσει με τα αδέρφια σου!

Και με θυσίασες η ίδια όταν είδες πως ήμουν στο έλεος των πασάδων κι όχι στο δικό σου.

Όχι, παιδί μου! Οργάνωσα την εκθρόνιση σου, ναι. Αλλά δεν ήθελα να πεθάνεις. Φρόντισα να μείνεις στο Τοπκαπί υπό επίβλεψη.

Φρόντισες να μείνω στο Τοπκαπί φυλακισμένος! Μα η αυτοκρατορία δεν μπορεί να έχει δυο σουλτάνους, όπως ο ουρανός δεν μπορεί να έχει δυο ήλιους. Κι έτσι επέτρεψες στους γενίτσαρους να με σφάξουν. Μην προσπαθήσεις να δικαιολογηθείς. Ξέρεις πόσο βίαιοι είναι. Ήξερες πως δεν θα με άφηναν να ζήσω. Εσύ κι η άκαρδη Τουρχάν σχεδιάσατε βήμα προς βήμα την πτώση μου.

Κλαίω ξανά. Έχει απόλυτο δίκιο, δεν μπορώ να αρνούμαι την αλήθεια κι ούτε να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Αν μπορούσα, θα το έκανα και θα φρόντιζα να τον προσέχω περισσότερο. Θα φρόντιζα να αποτρέψω την τρέλα του, η οποία τον κατέστησε ανεπαρκή στα μάτια του κράτους. Ποιος άλλωστε έφταιγε για την ψυχική του ασθένεια περισσότερο από την μάνα που δεν το προστάτεψε από τον μόνιμο φόβο της εκτέλεσης;

Συγγνώμη γιαβρί μου. Συγγνώμη σουλτάνε μου!

Ο Ιμπραχήμ δεν μου απαντά. Σκύβει το κεφάλι και κλαίει κι αυτός. Ακούγεται σαν κουτάβι που το εγκατέλειψε η μητέρα του και τώρα είναι απροστάτευτο και έρμαιο κάθε αρπακτικού. Μου θυμίζει τις κραυγές απόγνωσης που έβγαζε, καθώς οι εκτελεστές των στρίμωχναν στη γωνία του μπουντρουμιού. Κι εγώ παραπέρα είχα κλείσει τα αυτιά μου για να μην τον ακούω να ζητά την βοήθεια μου.

Δεν διάλεξα τον θρόνο Ιμπραχήμ. Διάλεξα τα άλλα μου παιδιά, τον λαό. Είμαι η Μεγαλοπρεπής μητέρα, Valide - i muazzama, όπως με αποκαλούν. Όφειλα να προστατέψω κι εκείνα. Και πρόδωσα το γιαβρί μου.

Ο Ιμπραχήμ γυρνάει την πλάτη του και σιγοτραγουδά. Μουρμουρίζει το νανούρισμα που τους έλεγα όταν ήταν μωρά. Η τελευταία φορά που με άκουσε να το τραγουδώ ήταν στην κηδεία του Μεχμέτ. Πίστεψα ότι κοιμόταν βαθιά και θέλησα να γλυκάνω τον ύπνο του με το νανούρισμα τους. Μα το παιδί μου ήταν νεκρό. Και τώρα ο Ιμπραχήμ προσπαθούσε να γλυκάνει τον δικό μου θάνατο με την μελωδία του παρελθόντος.

Αναστενάζω δεν με ακούς, μαργαριταρένια μου;

Κλαίω, δεν με λυπάσαι; Κλαίω δεν με λυπάσαι;

Άντε κάλε μάνα αγάπα με κι εμένα. Κούνει καλέ μάνα το παιδί για μένα.

Δεν είσαι μάνας γέννημα, μαργαριταρένια μου.

Ούτε θεό φοβάσαι. Ούτε θεό φοβάσαι.

Άντε καλέ μάνα αγαπά με κι εμένα. Κούνει καλέ μάνα το παιδί για μένα.

Κλείνω τα μάτια μου και απολαμβάνω την φωνή του. Νιώθω το σώμα μου ανάλαφρο. Δεν υπακούσει σε φυσικούς νόμους. Ανασηκώνεται σαν πούπουλο και πλέον το βλέμμα μου είναι στραμμένο στην οροφή.

Όχι, δεν είναι η φωνή του Ιμπραχήμ αυτή που ελέγχει το σώμα μου. Είναι τα χέρια του Σουλεϊμάν που τώρα κρατούν ένα κομμάτι ύφασμα. Έχει κόψει την κουρτίνα του σοφά μου και με πλησιάζει.

Δεν παλεύω πια. Ξέρω τι έρχεται και δεν θέλω να σταματήσει. Τους είδα όλους σήμερα κι έχω ανάγκη να τους αγγίξω. Οι αναμνήσεις με σκότωσαν πολύ πριν τον ευνούχο. Και τώρα αισθάνομαι έτοιμη να συναντήσω ξανά ό,τι με έκανε να νιώθω ζωντανή.

Το ύφασμα τυλίγεται γύρω από τον λαιμό μου. Με σφίγγει. Ο αέρας αδυνατεί να εισέλθει στο σώμα μου. Το δέρμα μου παραμορφώνεται από την πίεση του υφάσματος. Ζαλίζομαι. Τα πάντα γύρω μου χορεύουν πιο γρήγορα κι από παλλακίδα σε γιορτή. Το δωμάτιο σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο. Τα βλέφαρα μου βαραίνουν και δεν έχω άλλη επιλογή από το να κλείσω τα μάτια μου.

Αισθάνομαι μια ψύχρα να χαϊδεύει το πρόσωπο μου. Υποθέτω πως αυτό είναι η πρώτη απόδειξη ότι πέθανα. Θέλω να δω πού βρέθηκα, αν συγχωρέθηκαν τα αμαρτήματα μου ή αν θα συνεχίσω να λογοδοτώ για αυτά. Γι’ αυτό αντιμάχομαι την άρνηση του σώματος μου και καταφέρνω να ανοίξω δειλά δειλά τα μάτια μου.

Τότε βλέπω εκείνη, το πρόσωπο που πέθανε πρώτο, που σκότωσα για να καταφέρω να ζήσω. Έχει την ίδια αθώα έκφραση με όταν πέρασε το κατώφλι του χαρεμιού και οι ζωηρές της μπούκλες κρύβουν τα κουρέλια της. Τα ζεστά της μάτια όμως δεν σου επιτρέπουν να περιεργαστείς το φτωχό της ντύσιμο. Είναι διαπεραστικά και γεμάτα γρίφους που μονάχα ένας δυνατός νους μπορεί να λύσει. Αλλά το μυστήριο επισκιάζεται από την αγνότητα της. Γι’ αυτό κι έπρεπε να την σκοτώσω. Η Αναστασία έπρεπε να πεθάνει για να έρθει στην θέση της η Μαχπεϊκέρ και έπειτα η Κιοσέμ. Η ρωμιά σκλάβα θυσιάστηκε για το καλό της Οθωμανής σουλτάνας και από το ασήμαντο κορίτσι έγινε η πρώτη γυναίκα που κράτησε το τιμόνι του κράτους. Από το κορίτσι που υποκλινόταν έγινε η γυναίκα που έπεφταν οι γενίτσαροι στα πόδια της, ενώ έσφαζαν σουλτάνους μέσα στο ίδιο τους το παλάτι. Εκείνη υπέστη τον χειρότερο θάνατο, γιατί θυσιάστηκε για το μεγαλύτερο καλό της αυτοκρατορίας και το δικό μου. Κι αυτή αξίζει την απολογία μου περισσότερο από όλους.

Είναι ακόμα ζωντανή αγά!

Αναθεματισμένη σκύλα. Έχεις περισσότερες ζωές κι από γάτα. Πέθανε επιτέλους.

Όχι, μη! Πρέπει να ζητήσω συγγνώμη. Πρέπει να εξιλεωθώ στο αθώο πλάσμα που διέφθειρε η εξουσία. Μην με αφήσετε να πεθάνω δίχως να παραδεχτώ πόσο μου έλειψε!

Εκείνοι δεν με ακούν, γιατί η φωνή μου δεν μπορεί να βγει από τον κατακρεουργημένο μου λαιμό. Και μένει να καταστραφεί περισσότερο, καθώς ο Σουλεϊμάν επαναλαμβάνει τον στραγγαλισμό με μεγαλύτερο μένος. Κι αυτή την φορά δεν αποτυγχάνει. Αυτή την φορά χάνω όλες μου τις ζωές και η ψύχρα επιστρέφει σαν επιθετικός, χειμωνιάτικος άνεμος.

Σύντομα όμως η ατμόσφαιρα ζεσταίνει και φωτίζεται. Μπροστά μου βλέπω ένα πλάσμα χάρμα οφθαλμών που τείνει το κοκαλιάρικο χέρι του προς τα μένα. Τα δάχτυλα του περιεργάζονται το στήθος μου και βυθίζονται σε αυτό για να βγάλουν μια δεύτερη Κιοσέμ. Αυτή όμως μοιάζει άυλη και γαλήνια. Είναι ανακουφισμένη, γιατί δεν πονάει πια. Και πλέον ούτε κι εγώ.

Αζραήλ, γιατί με λυπήθηκες; Γιατί δεν πήρες την ψυχή μου βίαια;

Çünkü sen Valide-i Şehide.

Γιατί είσαι η Μητέρα - Μάρτυρας.




* Σύμφωνα με το Ισλάμ, ο άγγελος του θανάτου, Αζραήλ εμφανίζεται στους μελλοθάνατους σαν κάτι όμορφο, αν έχουν κάνει καλές πράξεις ή σαν τέρας, αν έχουν αμαρτήσει σε ασυγχώρητο σημείο. Και ανάλογα με τις πράξεις τους θα πάρει τις ψυχές τους ανώδυνα ή θα υποφέρουν ως αντίποινα για τις ενέργειες τους.


Σημείωμα συγγραφέα:

Η Ρωμιά Αναστασία έγινε η Οθωμανή Κιοσέμ και ήταν μία από τις πιο δυνατές γυναίκες της αυτοκρατορίας. Ήταν η τελευταία σημαντική Χασεκί, υπήρξε δυο φορές Βαλιντέ για χάρη των γιων της, Μουράτ Δ' και Ιμπραχήμ Α' και δύο φορές επίσημη αντιβασιλέας για τον Μουράτ και τον εγγονό της Μεχμέτ Δ'. Ήταν η πρώτη γυναίκα αντιβασιλέας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η μόνη γυναίκα που έλαβε τον τίτλο Buyuk Valide στα χρόνια βασιλείας του εγγονού τους. Είναι γνωστή επίσης για το φιλανθρωπικό της έργο ως προς τους φτωχούς της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τις Ελληνίδες σκλάβες της, τις οποίες απελευθέρωνε μετά από τρία χρόνια υπηρεσίας, τις προίκιζε και τις πάντρευε με εύπορους άντρες. Μετά την δολοφονία της, ο λαός της Πόλης κήρυξε τριήμερο πένθος. Σήμερα αναπαύεται στο μαυσωλείο του Μπλε Τζαμιού, ανάμεσα στον άντρα της, Αχμέτ Α' και την μεγάλη της κόρη Αϊσέ Σουλτάν. 


Σχόλια

  1. Δανάη, αγαπητή φίλη.
    είναι η δεύτερη φορά που διαβάζω και αυτό σου το αριστούργημα. Επαναλαμβάνω τη γνώμη μου, όπως την έγραψα και στην πρώτη σου δημοσίευση.

    Μιλάμε για έναν σπαρακτικό στην κυριολεξία μονόλογο, που σε φρικάρει ψυχολογικά από την ένταση των συναισθημάτων και των αδιεξόδων. Τραγική φιγούρα αυτή η γυναίκα από τις αναφορές της αλλά μπλεγμένη σε τραγικές φονικές καταστάσεις.
    Στην κυριολεξία ανατρίχιασα σύγκορμος από την κόλαση, (επιεικής λέξη), που βασιλεύει στα παρασκήνια των ηγεμόνων και στις μεθόδους τους. Παρασκήνια που είναι νοσηρά και κτηνώδη. Αλλά δεν πέφτουμε από τα σύννεφα για το ποιες δυνάμεις κυβερνούσαν τέτοιες ηγεμονίες.
    Υπέροχο και σαν σύλληψη και σαν γραφή Δανάη.

    Και λέω ακόμα και σήμερα, αγαπητή φίλη, ότι έχεις μια μοναδική ικανότητα πάνω σε αυτό το λογοτεχνικό είδος, που το αποδίδεις και τιμάς με ιδιαίτερη πιστότητα και συγκίνηση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ πολύ Γιάννη. Η αλήθεια είναι πως όση δόξα συνοδεύει μερικούς ανθρώπους, άλλος τόσος πόνος τους καταδιώκει.

      Διαγραφή
    2. Είναι μια τραγική αλήθεια αυτό Δανάη. Συνέχισε καλή μου φίλη τις δημιουργίες σου. Καλή σου βδομάδα.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Back to Top