Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους.
Το
Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από
μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος
που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο
κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει
πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις.
Ο Αυγέρης
ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα
το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το
πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. Και πολλά χρόνια μετά… ο Αυγέρης άφησε
στη Σόφη το Καπετανόσπιτο, την καρδιά του και τις τύψεις ενός παιδιού που δεν
κατάφερε να γεννηθεί ποτέ. Το Καπετανόσπιτο σήμερα είναι ακριβώς όπως το
απεικονίζουν οι φωτογραφίες του καιρού που ο μπαμπάς μου έκανε τα πρώτα του
βήματα εκεί μέσα. Η καρδιά του θείου Αυγέρη αντηχεί ακόμη σε κάθε χτύπο του
καφέ ρολογιού στο σαλόνι, σε κάθε ανέμισμα της κουρτίνας στο κεντρικό
υπνοδωμάτιο. Και τις τύψεις… η Σόφη τις τσαλάκωσε και τις αντικατέστησε με
καδραρισμένες αναμνήσεις πάνω στο σκρίνιο και στο τζάκι.
Το πρώτο
καλοκαίρι που αποφάσισα να μείνω μόνη στο σπίτι με τη Σόφη ήμουν 16. Λίγο η
γοητευτική απομάκρυνση από τους γονείς, λίγο οι βουκαμβίλιες στα στενά του
Ναυπλίου, λίγο ο Θεόφιλος με τη μηχανή του και οι βόλτες που μου έταζε στο
τσατ… Καταλαβαίνετε.
Τον
Ιούλιο εκείνης της χρόνιάς είχα πάρει τη γενναία απόφαση να ζητήσω από τη Σόφη
να μου πει το φλιτζάνι. Καφέ δεν έπινα. Αλλά μια ψυχή που ήταν να βγει… Βλέπετε
με έκαιγε να μάθω για εκείνη τη βόλτα που έναν μήνα τώρα ο Θεόφιλος δεν τόλμησε
να αναφέρει και είχα ξενερώσει. Στο 2008 ήμασταν, Ήμαρτον δηλαδή με αυτή τη
τζάμπα μαγκιά των ανδρών!
Εκείνες
τις μέρες δε μέναμε μόνες. Είχαν έρθει στο σπίτι και ο αδερφός της θείας με τη
γυναίκα του. Οι παππούδες μου. Οι γονείς του μπαμπά μου. Οι άνθρωποι μου!
«Δε με
νοιάζει για τα μαθήματα, τον Θεόφιλο τον βλέπεις πουθενά;!» αγανάκτησα και στρίμωξα
το κεφάλι μου δίπλα από εκείνο της Σόφης μπροστά από το μικρό φλιτζανάκι με τα
γαλαζωπά λουλουδάκια.
Η γιαγιά
πίσω μας έκανε φασαρία ενώ έπλενε τα πιάτα. Κάτι μουρμούριζε ανάμεσα απ’ τα
δόντια της, που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε εφόσον είχε ένα αναμμένο τσιγάρο
ανάμεσα απ’ τα χείλη.
«Θα σου
πω άμα σταματήσει η Νίτσα τη φασαρία».
Το νερό
σταμάτησε απότομα να τρέχει και η γιαγιά τίναξε τα βρεγμένα χέρια της στον
νεροχύτη. Κάθισε δίπλα μας σκουπίζοντας τα χέρια της στην πετσέτα.
«Α να σε
δω τώρα που δεν κάνω παράσιτα τι θα πεις!» σχολίασε ελαφρώς πικρόχολα.
«Θεόφιλο
δε βλέπω! Ότι θα αρπάξεις κάνα κρύωμα βλέπω με αυτά που φοράς και σε βαράει ο
ανεμιστήρας! Ξεμπλέτσωτη!»
Πήρε στα
δάχτυλά της την τσίχλα που μασούσε τόση ώρα και την κόλλησε πάνω στο κουτί με
τα κόκκινα Μάλμπορο. Μια συνήθεια της οποίας όσο εγώ δε θα καταλάβαινα ποτέ τον
λόγο ύπαρξης, τόσο εκείνη δε θα έκοβε ποτέ.
«Τι
κρύωμα λες μωρέ, κατακαλόκαιρο!»
«Καλά
λέει! Και η μάνα σου η μαζώχτρα ένα ζακετάκι δεν άφησε να έχουμε, το πήρε και
αυτό μαζί της!»
«Γιαγιά
δες εσύ!» πήρα το φλιτζάνι και το έδωσα στη γιαγιά.
Άφησε το
τσιγάρο της στο τασάκι και έπιασε το φλιτζάνι μου. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα
που το περιεργαζόταν ώσπου έσμιξε τα φρύδια της κάπως ενοχλημένη.
«Αυτό
εγώ…» είπε και αφού έγλυψε τον δείκτη του χεριού της, κάτι καθάρισε μέσα στο
φλιτζάνι. «…δε θα σε αφήσω να το πάθεις».
«Τι ήταν
αυτό που έσβησες;» άρπαξα το φλιτζάνι στα χέρια μου.
«Να μη σε
νοιάζει! Φερ’ το δω!» τέντωσε το χέρι της αλλά εγώ έχωσα αντιδραστικά το
φλιτζάνι μέσα στον νεροχύτη, συγκεκριμένα μέσα στη χύτρα που μούλιαζε.
«Αν δεν
έρθει ο Θεόφιλος και φταις εσύ;» τη ρώτησα σταυρώνοντας τα χέρια μου κάτω από
το στήθος.
«Αν
κάποιος δεν έρχεται, δε θέλει να έρθει, ευθύνεται αποκλειστικά εκείνος! Όχι το
φλιτζάνι που δεν το έδειξε! Και αν εγώ δω εκεί μέσα κάτι που δε μου αρέσει, θα
το σβήσω επειδή θέλω! Τ’ ακούς, έξυπνη;!»
Είχα
πολλές απαντήσεις που έπαιζαν πινγκ-πονγκ στο κεφάλι μου, όμως καμία δεν είχε
τον σεβασμό που άξιζε η γιαγιά. Γι’ αυτό προτίμησα μια απλή ειρωνική γκριμάτσα
εν είδη «μάλιστα, ό,τι πείτε» για να ξεμπέρδευα. Μα τόσο άμυαλος αυτός ο
Θεόφιλος πια;! Τι τα λέγαμε τόσο καιρό;!
Τελικά
δεν αρκούσε που η γιαγιά έσβησε τον καφέ μέσα στο φλιτζάνι. Τελικά αυτό που δεν
ήθελε να με αφήσει να πάθω το έπαθα. Η γιαγιά πήρε διαζύγιο απ’ τη ζωή λίγους
μήνες μετά και ύστερα ακολούθησε και των γονιών μου που πήραν μεταξύ τους. Ένα
βράδυ στα κρυφά είχα ακούσει τη μαμά να λέει στη θεία Σόφη πως αν η γιαγιά
ζούσε δε θα άφηνε να συμβεί αυτό. Εγώ από την άλλη πιστεύω πως αν η γιαγιά είχε
τη δύναμη να κρατήσει τον γάμο του γιου της ενωμένο, τότε θα είχε τη δύναμη να
κρατήσει και το σώμα της ζωντανό.
Στο
Καπετανόσπιτο πλέον πήγαινα μόνο με τη μαμά. Και δεν έμενε κανείς άλλος εκτός
από τη θεία. Ο αδερφός της, ο παππούς, όποτε συζητούσαμε για το σπίτι κατέληγε
να κλαίει. Κι έτσι ο παππούς… δεν ξαναπάτησε ποτέ στο σπίτι του Αυγέρη. Η μαμά
από την άλλη δεν έχασε καμία επαφή με κανέναν τους. Δεν ήθελε. Δεν την άφησαν.
Δε συνέβη.
Απλά το
καλοκαίρι του 15’ η Σόφη έσβησε με το δικό της δάχτυλο τα σημάδια μέσα στην
κούπα με τον καφέ που της έδειξαν κάτι που δεν ήθελε να πιστέψει. Και τις μέρες
που ακολούθησαν είδα τη μαμά μου στη χειρότερη της έκφανση. Την είδα να έρχεται
αντιμέτωπη με τη βίαιη σκιά του θανάτου για δεύτερη φορά, την είδα να πέφτει
πάνω στο άνευρο σώμα της θείας, να της περνάει ένα γαλάζιο μαντίλι μέσα στην
παγωμένη χούφτα της, να μην αφήνει άλλο να την αγγίξει, ούτε καν τον μπαμπά μου
που ήταν ανιψιός εξ αίματος. Την είδα να αγκαλιάζει τον νονό μου με τόση ανάγκη
να μιλήσει κάπου και να του φωνάζει ανάμεσα από τις κραυγές της πως έχασε τη
“μανα” της.
Και
τελευταίο που είδα ήταν η οργή στα μάτια της όποτε κοιτούσε τον μπαμπά. Όποτε
θυμόταν πως ο μπαμπάς είχε επιλέξει να αγνοήσει το Καπετανόσπιτο, τη Σόφη, τη
μνήμη του Αυγέρη στο λευκό ύφασμα των κουρτινών. Πως είχε επιλέξει να σβήσει
από το φλιτζάνι του όσα του χαλούσαν την ηρεμία του.
Το
τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα στο Καπετανόσπιτο του Αυγέρη και της Σόφης είχα
πάει στην κουζίνα να πιω λίγο νερό. Και το σπίτι ήταν σφραγισμένο. Και οι
κουρτίνες ανέμιζαν όλες. Και το ρολόι βαρούσε χτύπους. Και μια μασημένη τσίχλα
της θείας την επόμενη μέρα πετάχτηκε. Μαζί με το κόκκινο Μάλμπορο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου