Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...
1. Σε ποιο λογοτεχνικό είδος έχεις αδυναμία σαν αναγνώστρια; Λατρεύω το καλό κοινωνικό μυθιστόρημα. Αυτό που έχει δράση, έρωτα, ανατροπές ενώ ταυτόχρονα περνάει ένα ηχηρό μήνυμα. Όταν συνδυάζεται και με ένα ιστορικό background , πιστεύω, απογειώνεται. Μάλιστα, τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα διαδραματίζονται περασμένους αιώνες. 2. Αν έπρεπε να ξεχωρίσεις έναν από τους ήρωες των βιβλίων σου, ποιος θα ήταν αυτός και για ποιο λόγο; Είναι λίγο περίπλοκο καθώς υπεραγαπάω όλους μου τους ήρωες εξίσου. Αν ξεχώριζα κάποιον από το «Σαν πέφτει η Αυλαία» θα ήταν η Μόνικα. Πρόκειται για μια κοπέλα που αγωνίζεται ολομόναχη χωρίς την στήριξη κανενός. Είδε την οικογένεια της να πεθαίνει μπροστά στα μάτια της, παράτησε όσα πίστευε την ολοκλήρωναν προκειμένου να βιοποριστεί, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της να εξιλεωθεί στα φαντάσματα του παρελθόντος. Προσωπικά, απόλαυσα την συντροφιά της όσο έγραφα το βιβλίο αυτό. Είχε χιούμορ, νάζι, μπρίο...