Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...
Γράφει ο:
My little stories
Δευτέρα 17 Νοέμβρη 2021
Κάτι περίεργοι ηλεκτρονικοί θόρυβοι με ξύπνησαν από τον λήθαργο που κατά πάσα πιθανότητα είχα πέσει. Όταν άνοιξα τα μάτια μου όλα ήταν θολά, το κεφάλι μου πόναγε υπερβολικά και τα μάτια μου έτσουζαν. Μία διάφανη μεμβράνη εμπόδιζε την όραση μου και καθώς πήγα να σηκωθώ το κεφάλι μου χτύπησε πάνω της, υπέθεσα τότε πως αυτό μπροστά μου είναι κάποιο είδος πόρτας. Πήγα να την ανοίξω μα μου ήταν πολύ δύσκολο, μου φάνηκε λες και σήκωνα κάποια βαριά πέτρα. Πανικοβλήθηκα ήταν η αλήθεια, όμως προσπάθησα να ανασυγκροτήσω τις δυνάμεις μου έτσι ώστε να βγω έξω επιτέλους. Μετά από αρκετή ώρα και πολλά κιλά ιδρώτα τα κατάφερα. Η όραση μου ήδη είχε αρχίσει να επανέρχεται στα φυσιολογικά επίπεδα.
Κοίταξα αχόρταγα γύρω μου, προσπαθούσα να αφομοιώσω τον χώρο που βρισκόμουν. Είδα το περίεργο αλουμινένιο και ηλεκτρονικό φέρετρο στο οποίο βρισκόμουν, μία φωτεινή οθόνη ακόμα έδειχνε τις ζωτικές μου ενδείξεις. Την κοίταξα γεμάτος περιέργεια. Στην κορυφή της οθόνης εμφανιζόταν η ημερομηνία και η ώρα. Είδα πως ήταν 17 Νοέμβρη του 2021, 8:00 το πρωί. Όλες οι σωματικές μου ενδείξεις ήταν θετικές, το αναγνώρισα από το έντονο πράσινο φως που τις περίβαλλε. Ακριβώς από κάτω, μέσα σ' ένα πλαίσιο, αναβόσβηνε ένα κείμενο που έγραφε πως τα ποσοστά ραδιενέργειας στο σώμα μου ήταν μηδαμινά. Έπιασα το κεφάλι μου, τα μηλίγγια μου πόναγαν, ήταν έτοιμα να σπάσουν. Δε θυμόμουν τίποτα και αυτές οι μπούρδες που διάβαζα δεν βοήθαγαν την κατάσταση, θα προτιμούσα μία οθόνη που να μπορεί να μου δώσει πιο καίριες απαντήσεις.
Κοίταξα αχόρταγα γύρω μου, προσπαθούσα να αφομοιώσω τον χώρο που βρισκόμουν. Είδα το περίεργο αλουμινένιο και ηλεκτρονικό φέρετρο στο οποίο βρισκόμουν, μία φωτεινή οθόνη ακόμα έδειχνε τις ζωτικές μου ενδείξεις. Την κοίταξα γεμάτος περιέργεια. Στην κορυφή της οθόνης εμφανιζόταν η ημερομηνία και η ώρα. Είδα πως ήταν 17 Νοέμβρη του 2021, 8:00 το πρωί. Όλες οι σωματικές μου ενδείξεις ήταν θετικές, το αναγνώρισα από το έντονο πράσινο φως που τις περίβαλλε. Ακριβώς από κάτω, μέσα σ' ένα πλαίσιο, αναβόσβηνε ένα κείμενο που έγραφε πως τα ποσοστά ραδιενέργειας στο σώμα μου ήταν μηδαμινά. Έπιασα το κεφάλι μου, τα μηλίγγια μου πόναγαν, ήταν έτοιμα να σπάσουν. Δε θυμόμουν τίποτα και αυτές οι μπούρδες που διάβαζα δεν βοήθαγαν την κατάσταση, θα προτιμούσα μία οθόνη που να μπορεί να μου δώσει πιο καίριες απαντήσεις.
Με μικρά βήματα προχώρησα προς την πόρτα που χώριζε το δωμάτιο που βρισκόμουν με τον υπόλοιπο χώρο. Τα πόδια μου σε κάθε τους βήμα πόναγαν, μάλλον από την ακινησία, αν και δεν ήξερα για πόσο καιρό βρισκόμουν ξαπλωμένος σε εκείνο το αλουμινένιο φέρετρο. Όταν κάποια στιγμή έφτασα στην πόρτα και την άνοιξα, με το ζόρι συγκράτησα τον εαυτό μου για να μην αρχίσω να ουρλιάζω. Μπροστά στα μάτια μου είχε απλωθεί το απόλυτο χάος, πίσω από την πόρτα δεν υπήρχε καμιά συνέχεια του κτιρίου, πάλι καλά που τα πόδια μου δεν ήταν ικανά για μεγάλα βήματα γιατί σίγουρα θα είχα πέσει στο κενό. Τα πάντα γύρω μου ήταν διαλυμένα και μόνο κάποια ίχνη από δρόμους και κτίρια μαρτυρούσαν πως κάποτε σ' αυτό ακριβώς το σημείο υπήρχε μια πόλη. Αυτή τη στιγμή όμως τα πάντα ήταν νεκρά. Τα πάντα ήταν ισοπεδωμένα και κανένα ίχνος ζωής δεν φαινόταν. Ξαναπήγα μέσα, δεν έβρισκα κανένα λόγο να κοιτάω το απόλυτο κενό από εδώ, ήθελα να πάω έξω, όσο τρομακτικό και αν φαινόταν.
Η κανονική λειτουργία των ποδιών μου είχε ήδη αποκατασταθεί και έτσι το περπάτημα μου έγινε πιο εύκολο, παρόλα αυτά συνέχιζα να προχωράω προσεκτικά μιας και δεν γνώριζα τι μπορεί να συναντήσω. Το κτίριο που βρισκόμουν φαινόταν πως κάποια εποχή θα έπρεπε να ήταν δαιδαλώδες. Τώρα όμως τα πάντα ήταν διαλυμένα, τα πατώματα και οι γύρω τοίχοι είχαν κυρτώσει και παραμορφωθεί και σε ορισμένα σημεία του ταβανιού πελώριες τρύπες άφηναν να μπει μέσα στο κτίριο το αρρωστημένο θόλο φως που κάλυπτε τον έξω κόσμο. Φτάνοντας κάποια στιγμή έξω όλες μου οι αισθήσεις και τα αμυντικά συστήματα του οργανισμού μου ενεργοποιήθηκαν, προσπαθούσαν να προσαρμόσουν το σώμα μου στα καινούργια δεδομένα. Η ατμόσφαιρα ήταν περίεργη, πολύ πυκνή και μία περίεργη μυρωδιά πλανιόταν. Τα μάτια μου είχαν αρχίσει να δακρύζουν έντονα και ανέπνεα με δυσκολία. Είχα πέσει στα γόνατα και με τρομοκρατημένες, γρήγορες κοφτές αναπνοές προσπαθούσα να συνέλθω. Όλη αυτή η προσπάθεια με είχε καθηλώσει στο ίδιο σημείο καθιστώντας αδύνατη την πρόσβαση στο εσωτερικό χώρο, όχι δηλαδή πως θα έκανε την διαφορά, όμως εκείνη την ώρα κάθε λογική σκέψη με είχε εγκαταλείψει. Για καλή μου τύχη όλο μου το σώμα επανήλθε σε φυσιολογικούς ρυθμούς και έτσι άρχισα να περπατάω στους έρημους δρόμους. Καθώς προχώραγα ανάμεσα από σκόνες, τέφρες, διαλυμένα αμάξια και κατεστραμμένα κτίρια ένα βάρος άρχισε να μου κατακλύζει την καρδιά και να μου βαραίνει τους ώμους. Ένιωθα αβοήθητος, και μόνος κυριολεκτικά, μπροστά σ' αυτή την τρομοκρατική κενότητα του χάους που απλώνονταν μπροστά μου. Με την ψυχολογία μου χάλια και το κορμί μου ημισακατεμένο κινιόμουν ανάμεσα στα ερείπια με μία απρόσιτη ελπίδα στο κεφάλι μου πως ανά πάσα στιγμή θα έβρισκα κάποιον στο διάβα μου. Κάποιον που θα μπορούσε να μου εξηγήσει τι στο διάολο είχε συμβεί εδώ και που είχαν εξαφανιστεί όλοι.
Απόσπασμα από την συμμετοχή μου στην συλλογή διηγημάτων: "Ερημότοποι"
Γιώργο μου ανατρίχιασα! Τα έργα σου έχουν σημειολογικές αναφορές μιας χαώδους πραγματικότητας του τρόμου και του εφιάλτη. Και οι συνειρμοί με την πραγματικότητα είναι τρομακτικοί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘαυμάζω αυτό σου το είδος, δεν θα σταματώ να το φωνάζω.
Καλή βδομάδα.
Γιάννη καλέ μου φίλε σ' ευχαριστώ για τα, όπως πάντα, καλά σου λόγια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή βδομάδα να 'χουμέ και δύναμη αυτές τις ημέρες του εγκλεισμού.
Παραστατικότατο..αίσθημα φόβου και ανατριχίλας...
ΑπάντησηΔιαγραφή