Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Μια στάλα πέφτει στο πρόσωπο μου και πριν προλάβω να υψώσω το βλέμμα μου στον ουρανό ξεσπάει μπόρα. Στέκω μεσ’ τη βροχή απολαμβάνοντας τη διαδρομή κάθε ψιχάλας να μαστιγώνει το δέρμα μου. Άλλος στη θέση μου δεν θα ήταν εδώ. Θα έτρεχε να σωθεί από τον ερχομό αυτής της καταιγίδας. Αυτή η δυνατή βροχή όμως σκεπάζει απόψε τον ψίθυρο μου τόσο γλυκά και ας κρύβει μέσα της μια κτηνώδη οργή έτοιμη να με κατασπαράξει σαν αγρίμι που παραμόνευε ώρα το θήραμα του. Αυτός ο ψίθυρος είναι ότι μου έχει απομείνει. Ο ίδιος ψίθυρος εδώ και χρόνια βγαίνει αργά από τα τρεμάμενα χείλη μου.
Κάθε βράδυ, κάπου στο τέλος της μέρας. Εκεί, όπου το λιγοστό φως κόβει σεργιάνι στα πιο σκοτεινά σημεία της ψυχής παίρνει το δρόμο η αναζήτηση για τη λύτρωση. Τα γόνατα μου έχουν ματώσει πια γιατί κάθε φορά που τα ακουμπώ στο χώμα εκείνα επιζητούν την άφεση αμαρτιών. «Θεέ μου… Πως γίνεται η μέρα ετούτη να τελειώνει και έπειτα σε λίγο να ανατέλλει ο ήλιος μέσα σε τούτες τις μπόρες υπέρλαμπρος; Από πού αντλεί τη δύναμη του; Που κρύβεις τα μυστικά του;»
Υπάρχει η ελπίδα που κοντοστέκει μπροστά από την καταιγίδα. Μόνο αυτή είναι αισιόδοξη μέσα στις κακουχίες της ζωής. Μόνο εκείνη ξέρει να σταθεί στα δυο της πόδια. Εκεί, όπου ο μικρόκοσμος μου αφουγκράζεται διαφορετικά τη σιωπή. Εκεί, όπου από τα έργα της μπορεί να σφίγγει μόνο στάχτη στα δυο της χέρια. Αυτή κρατώ και εγώ συντροφιά γιατί με έμαθε να σκύβω ταπεινά το κεφάλι μου στην εξουσία. Έδωσε φτερά στους ώμους μου για να γευτώ το χάρισμα, να μπορώ να διακρίνω τα μικρά καθημερινά θαύματα, που όλοι οι υπόλοιποι προσπερνούν. Να μπορώ να αντέχω το δηλητήριο που ποτίζουν τα λόγια και οι πράξεις με φαρμάκι την καρδιά μου λίγο λίγο καθημερινά. Εκείνη είναι το αντίδοτο στη μοναξιά και εκείνη με κάνει τούτη την ώρα ένα μικρό Θεό ψελλίζοντας μια προσευχή. Το μόνο δρόμο τελικά που αγαπώ όσο κανένα.
**********
Συμμετοχή για το Διαγωνισμό "Παίζοντας με τις Λέξεις" Κάνε κλικ στο blog για να δεις όλες τις συμμετοχές! ΕΔΩ!
Ναι Βούλα, το θυμάμαι! Πάει τόσος καιρός! Το θυμάμαι καλά και το αγάπησα. Ήταν η πρώτη σου συμμετοχή στο όμορφο αυτό δρώμενο. Δεν ξέρω γιατί αλλά η φίλη που το διοργανώνει το έχει αφήσει λίγο πίσω. Αν υπάρξει νέος γύρος φυσικά θα σε ενημερώσω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα καλή μου φίλη.
Να το κάνεις! Είναι πολύ όμορφη εμπειρία και καλό είναι να το διαφημίσουμε και εδώ! Αυτό το παιχνίδι με τις λέξεις είναι πολύ καλή άσκηση για κάποιον που ασχολείται με την συγγραφή!
ΔιαγραφήΣ ευχαριστώ !
Το κρατώ να είσαι σίγουρη!
ΔιαγραφήΥπέροχο !!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ ευχαριστώ κορίτσι μου!
Διαγραφή