Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...
{Γράφει η Ελευθερία Καλογνωμά} Αυτοί που φεύγουν, δε φωνάζουν. Φεύγουν πάντα σιωπηλά, καμιά φορά χαμογελώντας, ίσως και γελώντας. Μα μη γελιέσαι. Δε γελάνε με σένα. Με τον εαυτό τους γελάνε, γιατί τους φαίνεται πια πραγματικά αστείο το πόσα έδωσαν και τελικά δεν πήραν τίποτα, το πόσο έκαναν τα πάντα για άλλους και οι ίδιοι δεν έγιναν ποτέ «τα πάντα» για κανέναν. Αυτοί που φεύγουν, δε φωνάζουν, δεν έχουν πλέον λόγο. Φώναζαν από καιρό με όλη τους τη δύναμη, μα δεν τους άκουσε κανείς, γιατί η κραυγή τους ήταν στα μάτια τους και κανείς δεν έκανε τον κόπο να κοιτάξει μέσα τους. Απλά περνούσες δίπλα τους, τους μιλούσες, σου μιλούσαν, τους ζητούσες τα πάντα και στα έδιναν, δε ζητούσαν τίποτα και δεν μπήκες ποτέ στον κόπο να ρωτήσεις: «Εσύ; Θες κάτι;». Αν τους κοιτούσες πραγματικά στα μάτια, θα διάβαζες την προσμονή γι’ αυτή την ερώτηση. Δεν το έκανες. Εγώ είμαι αυτάρκης , έλεγες, ανεξάρτητος, άρα, έτσι είναι κι ο άλλος δίπλα μου ‧ άρα, δε χρειάζεται τίποτα, όσα του προσφέρω του είναι...