Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο
banner

Our Latest

Το Καπετανόσπιτο - Γράφει η Ελένη Ζηνονίδη

Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...

"Φωνές από το παρελθόν" της Ευδοκίας Αναγνώστου (Συμμετοχή στο δικτυακό δρώμενο "Μια ιδέα-μια έμπνευση #4)

"Φωνές από το παρελθόν" 

Γράφει η Ευδοκία Αναγνώστου





Κεντρική ιδέα:

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

«Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες.

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;


 Πράξη 1

Είχε μόλις ξυπνήσει και τώρα ετοίμαζε καφέ ως μέρος της πρωινής του ιεροτελεστίας. Καφές, ένα τσιγάρο και η τοπική εφημερίδα της πόλης ανοιγμένη στα πόδια του σε ένα τυχαίο φύλλο. Στο παρελθόν το βλέμμα του ήταν πιο γοητευτικό, ίσως το μοναδικό στοιχείο πάνω του που άρεσε στις γυναίκες μα τώρα μαύροι κύκλοι κοσμούσαν τα μάτια του σαν περίτεχνα βραχιόλια. Ο τελευταίος χρόνος του είχε φερθεί σκληρά. Πρώτα τον απέλυσαν από την δουλειά του, τόσο άξαφνα που δεν πρόλαβε καν να αντιδράσει ή να ζητήσει εξηγήσεις, λίγες μέρες αργότερα τον παράτησε η κοπέλα και μετά ήρθαν τα προβλήματα με την υγεία του.

 Στην αρχή ήταν απλά συμπτώματα: γενική κόπωση, αδυναμία συγκέντρωσης, πόνος στον θώρακα και βήχας που δεν έφευγε με τίποτα. Κανονικά έπρεπε να είχε πάει ήδη για εξετάσεις όταν πρώτο ξεκίνησαν οι ενοχλήσεις, ένα χρόνο πιο πριν αλλά ο ίδιος ήταν ανένδοτος κάθε φορά που η οικογένειά του έκανε νύξη για γιατρούς και εξετάσεις. Θεωρούσε πως αν δεν αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα, εκείνο θα έφευγε. Ένα σκεπτικό τόσο λανθασμένο που όμως δεν είχε καταφέρει να αποτινάξει από το λιπόσαρκο κορμί του.

 Ήταν ήδη Χριστούγεννα και μολονότι πολλοί στην περιοχή του είχαν στολίσει εδώ και καιρό, εκείνος δεν είχε καμία απολύτως διάθεση. Υποτίθεται σήμερα θα ήταν η μέρα που θα στόλιζε ένα μικρό δεντράκι ίσαμε για να αποδείξει πως δεν ήταν αντίθετος σε αυτή την χαρούμενη γιορτή μα η εξάντληση είχε ήδη καταβάλει το σώμα του απ’ την στιγμή που ξύπνησε. Ένας βίαιος βήχας συντάραξε το κορμί του, τόσο απότομα που του έκοψε την ανάσα. Συνεχίζει να βήχει για κάποια λεπτά ώσπου ηρέμησε επιτέλους. Μπορούσε εύκολα να δει από το παράθυρο του καθιστικού τα έλατα πέρα μακριά να στέκονται αγέρωχα παρά το κρύο και τον δυνατό άνεμο. Στα σπίτια τους, οι γείτονες τους είχαν ήδη στολίσει πέρα από ελάχιστους που αν εστίαζε το βλέμμα του καλύτερα, θα τους πετύχαινε πάνω σε κάποια σκάλα να περνάνε λαμπάκια στις σκεπές των σπιτιών ή να κανονίζουν τις τελικές λεπτομέρειες για το ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς.

Ο Άγγελος δεν έβγαινε συχνά από το σπίτι του και τις ελάχιστες φορές που το έκανε ήταν για να πάει και να γυρίσει από το νοσοκομείο. Συνήθως βρισκόταν είτε στο φορτηγάκι του αδελφού του είτε πιο συχνά στο πίσω κάθισμα ενός ταξί, με το βλέμμα του να περιφέρεται στα στολισμένα καταστήματα σκεπτόμενος τις εξετάσεις. Θα ήθελε να πιστεύει πως ο οργανισμός του είχε νοσήσει επειδή αυτό συμβαίνει όταν δεν προσέχεις την υγεία σου όμως όσο πιο πολύ περνούσαν οι μέρες τόσο πιο φρικτή ήταν η φωνή στο μυαλό του που του φώναζε ολοένα πιο δυνατά πως αυτό ήταν το κάρμα του. Ακόμα θυμόταν την τελευταία φορά στο ταξί και τον έντονο πονοκέφαλο που σφυροκοπούσε το κεφάλι του με μανία. Στην αρχή είχε πιστέψει πως ήταν παροδικό μα όταν άρχισε να τα βλέπει όλα διπλά, τρόμαξε τόσο που με το ζόρι κρατήθηκε να μην ουρλιάξει μέσα στο ξένο αμάξι.

Για καλή του τύχη εκείνη τη μέρα, ο ταξιτζής ήταν ένας γλυκός ανθρωπάκος που τον βοήθησε όχι μόνο να κατέβει από το ταξί αλλά και τον οδήγησε ως το γραφείο του γιατρού του θέλοντας να σιγουρευτεί πως ήταν καλά. Τις σκέψεις του διέκοψε ένα κοφτό χτύπημα στην πόρτα. Σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και πήγε προς την πόρτα. Να ήταν άραγε ο αδελφός του; Είχε έρθει μήπως να τον επισκεφθεί με τα παιδιά του? Μπα, θα τον είχε ενημερώσει πρώτα. Να ήταν κάποιο παιδάκι που καρτερικά περίμενε να πει τα κάλαντα;

 Ο Άγγελος άνοιξε την πόρτα χωρίς άλλη καθυστέρηση, πίσω από την οποία περίμενε ένας διανομέας. Φορούσε χοντρό κίτρινο μπουφάν και είχε κόκκινα από το κρύο χέρια. Κρατούσε ένα δέμα για εκείνον, όπως τον ενημέρωσε οπτικά ρουφώντας τη μύτη του. Ο Άγγελος εστίασε στο απλό μαύρο πακέτο που κρατούσε ο νεαρός.

«Μπορείτε να υπογράψετε; Βιάζομαι να τελειώσω με τα υπόλοιπα δέματα πριν χειροτερέψει ο καιρός» είπε με ντροπαλό τόνο ο νεαρός διανομέας.
Ο Άγγελος έμεινε να τον κοιτάζει παγωμένος. Λευκά, παχιά σαν κουβέρτες σύννεφα στόλιζαν τον ουρανό από άκρη σε άκρη και όλοι περίμεναν με ανυπομονησία να ήταν φέτος επιτέλους ο χειμώνας που θα έφερνε το χιόνι έπειτα από χρόνια. Μπορεί το τσουχτερό κρύο να είχε σκεπάσει την πόλη όμως τον έλουσε κρύος ιδρώτας μόλις είδε το πακέτο, λες και το ένστικτο του είχε ξυπνήσει απότομα από μια μακροχρόνια νάρκη και μόνο αυτή τη στιγμή μπορούσε για λίγο να δει μα και σκεφτεί καθαρά. Ως τότε δεν είχε παρατηρήσει την απότομη αλλαγή του καιρού, έτσι κλεισμένος που βρισκόταν σπίτι του, αποφεύγοντας κάθε ανθρώπινη επαφή για μήνες στη σειρά. Καθάρισε το λαιμό του σε μια μικρή προσπάθεια να αποτινάξει τον κόμπο που είχε καθίσει στις φωνητικές χορδές. Πήρε το πακέτο από τον νεαρό διανομέα με λαχτάρα να δει τι έκρυβε μέσα του.

Το βαρύ ρολόι στον τοίχο – ενθύμιο από την λατρεμένη του γιαγιάκα που έφυγε σε ηλικία ενενήντα ετών – ήχησε εκκωφαντικά, παρόμοια με τις καμπάνες της εκκλησίας. Περπάτησε ως την κουζίνα με στόχο να βρει ένα μαχαίρι να το ανοίξει. Το γύρισε από την μια πλευρά και έπειτα από την άλλη ψάχνοντας κάποιο στοιχείο για τον αποστολέα μα τα μοναδικά στοιχεία ήταν τα δικά του. Τίποτα άλλο. Ούτε κάποιο γραμματόσημο ή όνομα που θα τον οδηγούσε να καταλάβει ποιος ήταν ο μυστικός αποστολέας. Πέντε λεπτά αργότερα ήταν καθισμένος στην ίδια πολυθρόνα με την διαφορά πως η καρδιά του χτυπούσε όλο και πιο πολύ, τόσο έντονα που φοβόταν πως θα ξεπηδούσε από το στήθος του αφήνοντας τον νεκρό.

Κοίταξε το μικρό κασετόφωνο και την κασέτα που είχε απλώσει στο μικρό τραπεζάκι δίπλα του με ανάμεικτα συναισθήματα. Ένα κομμάτι του ήθελε να τα πετάξει αλλά κάτι μέσα του τον απέτρεψε. Οι πρώτες νιφάδες του χιονιού έκαναν την εμφάνιση τους, κάνοντας την μέρα να μοιάζει ακόμα πιο γκρίζα, ακόμα πιο βαριά. Βαριά ησυχία σκέπασε τα πάντα, κάθε φωνή εξαφανίστηκε. Οι παιδικές φωνές που λίγο νωρίτερα φώναζαν και έπαιζαν, ήταν τώρα σβησμένες. 

Η κασέτα ξεκίνησε να παίζει. Ανατριχίλα απλώθηκε στην ραχοκοκαλιά του.

«Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες.»

Ήταν μια προειδοποίηση; Επρόκειτο για φάρσα; Για κάποιου είδους πλεκτάνη που είχαν στήσει οι φίλοι του; Πέρασε το χέρι μέσα από τα ανάστατα μαλλιά του στίβοντας το μυαλό του να θυμηθεί. Στην πρώτη ακρόαση το μυαλό του ήταν κενό, λευκό σαν καμβάς που περίμενε το πινέλο ενός έμπειρου ζωγράφου να διακοσμήσει τις γωνίες του μυαλού του. Στην δεύτερη, μια μικρή ανάμνηση άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του, η εικόνα μιας κοπέλας, μαύρα μάτια σε πελιδνό πρόσωπο. 

Ο Άγγελος ξανά έβαλε την κασέτα να παίξει για τρίτη φορά Τώρα είχε τα αυτιά του τεντωμένα σε κάθε ανάσα, κάθε παύση, σαν άλλος ντετέκτιβ που αναζητά στοιχεία όπως ακριβώς στα αστυνομικά μυθιστορήματα. Δειλά δειλά μια εικόνα άρχισε να σχηματίζεται πίσω στα σφαλιστά βλέφαρα του.

Πράξη 2

Στο διάστημα ετών έτυχε αρκετές φορές να συναντηθούν και ας είχαν διακόψει ήδη κάθε επικοινωνία. Μια φορά την είχε βρει στην Ρώμη, σε ένα παλαιοπωλείο, ανάμεσα σε πίνακες ζωγραφικής και παλιούς δίσκους πικάπ με μαλλιά στο χρώμα του ήλιου και φουντωτά από την υγρασία. Είχαν μιλήσει ελάχιστα, δύο κουβέντες στα όρθια, τυπικές. Την επομένη ήταν σε ένα νησί της Ελλάδας – του ήταν αδύνατο να θυμηθεί – όταν την είδε πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου, μακριά μαλλιά κόντρα στον άνεμο, γέλια και αγγίγματα με έναν νέο άντρα.

Το πλοίο κλυδωνίζονταν από το κύμα, η ναυτία του είχε χειροτερέψει εξαιτίας της κακοκαιρίας τόσο που έβαλε το ένα χέρι στο στομάχι για να μην κάνει εμετό. Άλλοτε μοιράζονταν ένα βλέμμα, δύο λόγια ή έστεκαν σιωπηλοί σαν δυο άγνωστοι άνθρωποι που ποτέ τους δεν μοιράστηκαν τις βαθύτερες φοβίες τους ή τα όνειρά τους. Ομολογουμένως όσο περνούσε ο καιρός, τόσο το χάσμα μεγάλωνε μεταξύ τους. Ο ίδιος είχε επιλέξει εξάλλου να συμβεί αυτό. Αν δεν ήταν τόσο ανόητος να την αφήσει να φύγει… εάν έκανε μια κίνηση να της ζητήσει συγνώμη για τον τρόπο που φέρθηκε, ίσως να μιλούσαν ακόμα. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν απλά να βρει το κλειδί της καρδιάς της. Αυτό όμως είχε χαθεί κάτω από τα αλλεπάλληλα ψέματα και τις συνεχείς εντάσεις.

Η ομίχλη που ως τώρα σκέπαζε το μυαλό του Άγγελου διαλύθηκε. Μια συγκεκριμένη ανάμνηση αναδύθηκε τραβώντας τον στα σκοτεινά νερά της. Την ακολούθησε σαν διψασμένος που επιζητά λίγο νερό για να βρέξει τα χείλη του. Ο Άγγελος έχασε την αίσθηση του χρόνου, κύλησε ρευστός από τα χέρια του και τον μετέφερε σε μια άλλη εποχή. Ήταν αρχές καλοκαιριού – μόλις τρία έτη προτού απομακρυνθούν για πάντα. Την είχε δει από μακριά, ανάμεσα στο πλήθος να κάθεται στην ξύλινη αποβάθρα κουνώντας τα πόδια της νωχελικά. Παιδάκια πετούσαν ψίχουλα στις πάπιες της λίμνης, την ίδια στιγμή που εκείνη ζωγράφιζε στο μπλοκ της τα παπάκια δίπλα από τα πόδια της. Τα πόδια του τον οδήγησαν σχεδόν από μόνα τους σε εκείνη.

Δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια μαριονέτα στα χέρια ενός άγνωστου Θεού, ένας ακόμα χαρακτήρας σε μια ιστορία στην οποία ο συγγραφέας κρατούσε την μοίρα του στα χέρια του.

« Ελίζα…» το όνομα της βγήκε από τα χείλη του σαν ψίθυρος. Εκείνη έστρεψε το κεφάλι προς το μέρος του, τα χείλη της δύο πινελιές κόκκινου, το μοναδικό χρώμα στην άδεια και γκρίζα ζωή του.
« Σε είδα από μακριά και δεν άντεξα να μην σε πλησιάσω…» ξεκίνησε να της λέει με την ελπίδα να δει ξανά εκείνο το βλέμμα που τον είχε μαγνητίσει τόσο από την πρώτο λεπτό που την γνώρισε. Την πρόλαβε προτού καταφέρει να το σκάσει. Η φωνή του έφερε πανικό στα βάθη της ψυχής της, εκείνο το αίσθημα μετεωρισμού που ένιωθε κάθε λεπτό της σχέσης τους και να τώρα που ξανά έμπαινε σαν σίφουνας στην ζωή της ενώ τον είχε πλέον ξεχάσει, έσφιξε τα δόντια της καθώς μάζευε από την αποβάθρα γρήγορα τα πράγματά της.

Ο Άγγελος θυμήθηκε τα πρώτα χρόνια της γνωριμίας τους. Ήταν τόσο καλόκαρδη, ένα χαρακτηριστικό που λάτρευε μα και σιχαινόταν πάνω της. Κάθε φορά που η ίδια έμενε στο πλευρό του παρά τις προσβολές του, κάθε νύχτα που του υπενθύμιζε στο τηλέφωνο πως ήταν δυνατός, άξιος, αρκετά έξυπνος για να πετύχει τα όνειρά του, εκείνος την μισούσε όλο και πιο πολύ. Σύντομα τα γλυκά της λόγια που στις αρχές της γνωριμίας τους, τον έκαναν να γελάει και να βρίσκεται στον έβδομο ουρανό, τώρα τον είχαν ρίξει στα τάρταρα.

« Πιστεύω σε σένα!» του είχε πει λίγο αφότου τα βρήκαν έπειτα από έναν ακόμα τσακωμό τους.
« Μην ακούς κανέναν εκεί έξω που σε υποτιμά και κοροϊδεύει. Αξίζεις πολλά παραπάνω, πίστεψε με» του έλεγε ξανά και ξανά και ο Άγγελος ήταν σίγουρος πως εκείνη το πίστευε πράγματι. Τι και αν την είχε προειδοποιήσει πως δεν είναι αυτό που έδειχνε. Τι και αν της είχε δείξει αμέτρητες φορές πως δεν ήταν παρά ένας εγωιστής και κακομαθημένος άνθρωπος που ζούσε για την αποδοχή των άλλων; Ήταν η ψυχή του πάρτι, εκείνος που έκανε αστεία, εξιστορούσε αστείες εμπειρίες του με τρόπο που καθήλωνε μικρούς και μεγάλους, όλους εκτός από την ίδια. Εκείνη αρχικά μαγεύτηκε από την προσοχή του, όλες τις γνώσεις και εμπειρίες που κρύβονταν πίσω από το μελαγχολικό πρόσωπο με τα πράσινα μάτια.
« Τι θέλεις από μένα πλέον;» φώναξε όταν το χέρι του έκλεισε γύρω από το μπράτσο της. Ήταν καυτό πάνω στο δέρμα της. Κοίταξε τα δάχτυλά του πάνω στην λευκή της σάρκα με μια έκφραση αηδίας. Οπισθοχώρησε λες και έβλεπε μπροστά της τον Διάβολο και όχι έναν παλιό καλό φίλο. Ο Άγγελος πόνεσε από την αντίδρασή της.
« Δεν νομίζεις πως μπορούμε να μιλήσουμε σαν ενήλικες; Πέρασε αρκετός καιρός από εκείνη τη μέρα.» είπε ανυπόμονα κλωτσώντας με το πόδι του ένα αόρατο πετραδάκι.
« Εκείνη τη μέρα;» ρώτησε αηδιασμένη από την συμπεριφορά του. Όταν δεν της απάντησε, η Ελίζα πήρε μια βαθιά ανάσα… και έπειτα ακόμα μια.
«Μου συστήθηκες σαν Άγγελος. Θυμάσαι; Μπήκες σαν σίφουνας στην ζωή μου, ένας χείμαρρος από μεγάλα λόγια και μάλιστα με προειδοποίησες… μου είπες να μην σε εμπιστευτώ γιατί στο τέλος όσοι πιστεύουν σε σένα χάνονται» γέλασε μανιασμένα παρά τον έκδηλο πόνο στα μάτια της.
« Δεν το πιστεύεις αυτό» της απάντησε πληγωμένος. Γνώριζε ωστόσο πως είχε δίκιο. Πόσες φορές άραγε είχε παραστήσει τον αδιάφορο απέναντι στις συνεχείς παρακλήσεις της να αλλάξει; Πόσες φορές έγινε η πυξίδα που τον τραβούσε από τα σκοτεινά μονοπάτια του μυαλού του επαναφέροντας τον στην τάξη;
« Και όμως», η όλη της στάση δήλωνε παραίτηση τώρα, από τον τρόπο που οι ώμοι της έπεσαν, ως το χαμόγελο που ξεθώριασε και έσπασε σε χίλια κομμάτια.
« Μου συστήθηκες ως Άγγελος μα για μένα ήσουν ο δαίμονάς μου»

 Ο Άγγελος ήταν έτοιμος να την διακόψει μα εκείνη σήκωσε το χέρι της για να τον σταματήσει.
« Δεν έχεις δικαίωμα να μου μιλάς σαν να μην τρέχει τίποτα. Μπορώ να προσπεράσω όσα έκανες σε μένα. Μου πήρε πολύ καιρό φυσικά μα ξέρεις τι λένε… ο χρόνος γιατρεύει κάθε πληγή» ψαχούλεψε στην τσάντα της ώσπου βρήκε το μενταγιόν που της είχε χαρίσει ο ίδιος στα πρώτα στάδια της γνωριμίας της. Ήταν μια απλή αλυσίδα με τα αρχικά τους περασμένα. Ο ουρανός εκείνη την νύχτα ήταν γεμάτος από αστέρια, εκείνη είχε μείνει σπίτι του για την νύχτα και σε κάποια φάση όταν ο ύπνος δεν τους έπαιρνε, αποφάσισαν να πάρουν ένα σεντόνι, λίγα φρούτα και ένα κόκκινο κρασί με κατεύθυνση το παρκάκι της γειτονιάς του. Ήταν μόνοι, ξαπλωμένοι κάτω από τον έναστρο ουρανό, εκείνη του έδειχνε τους αστερισμούς, εκείνος ήθελε να την φιλήσει. Έδιωξε τις σκέψεις εκείνες σαν να ήταν ενοχλητική μύγα.
«Αυτό είναι δικό σου». Στη μικρή της γροθιά είχε κλεισμένο ένα μενταγιόν. Στην άκρη του κρέμονταν τα αρχικά τους , μια κίνηση που τότε ο ίδιος είχε θεωρήσει γλυκιά, σκεπτόμενος πόσο θα χαιρόταν να το βλέπει να αγκαλιάζει τον ντελικάτο της λαιμό.
«Δεν θέλω να μας ενώνει τίποτα, όχι μετά από τον πόνο που προκάλεσες στους θείους μου» Ο Άγγελος φάνηκε να τα χάνει από την δήλωση αυτή. Η Ελίζα του θύμισε την Πηνελόπη Αραμπατζή και εκείνος είπε ναι, θυμάμαι. Ήταν ένα μικρό φλερτ, τίποτα αξιόλογο, πρόσθεσε σηκώνοντας τους ώμους ψηλά.

Άλλη μια κοπέλα στη οποία είχε πει ψέματα, το διάστημα των δέκα αυτών ετών. Η Ελίζα του είπε πως ήταν η ξαδέρφη της, γλυκιά και αγνή με καρδιά μικρού παιδιού. Εκείνος την οδήγησε στην αυτοκτονία όταν της πούλησε ψέματα για ένα κοινό μέλλον, για παιδιά και γάμο, έχοντας στο μυαλό του το σεξ μόνο και την πρόσκαιρη απόλαυση. Το βλέμμα της έγινε κόκκινο τώρα, έσταζε δηλητήριο.
"Της είπες να μην πει σε κανέναν πως έβγαινε με έναν μεγαλύτερο, ήσουν τριάντα και εκείνη δεκαοχτώ, μικρή κοπέλα ακόμα. Όταν έμεινε έγκυος, στο είπε", συνέχισε εκείνη. 

Τώρα οι λέξεις της ήταν κατηγορίες, βαριές σαν πέτρες εκσφενδονίζονταν επάνω του, τον πλήγωναν. Χτύπησε το δάχτυλο της στο στήθος του. Τον κοίταξε κατάματα, φτύνοντας το έδαφος που πατούσε εκείνος. Του εξήγησε πως η Πηνελόπη κρεμάστηκε από το δέντρο στη πίσω αυλή του σπιτιού της, για την μητέρα της που έχασε εκείνη την μέρα όχι μόνο την κόρη της αλλά και την ίδια της την ζωή, ώρες αργότερα. Δεν άντεξε η καρδιά της, είπαν οι γιατροί.
« Πώς; Πώς ήξερες πως εγώ και εκείνη…» ο Άγγελος ήταν χλωμός σαν φάντασμα, ήθελε απεγνωσμένα να κάτσει. Η Ελίζα του πέταξε το μενταγιόν με μίσος.
« Διάβασα το γράμμα που άφησε πίσω της. Μέσα υπήρχαν τα στοιχεία σου και μια τσαλακωμένη φωτογραφία.»
 Αυτή ήταν η τελευταία φορά που την είδε στη ζωή του.

Πράξη 3

Επί ώρες έψαχνε στο σπίτι του για εκείνο το αναθεματισμένο μενταγιόν υπό την υπόκρουση της κασέτας να παίζει δυο μέρες συνεχόμενα. Ο Άγγελος είχε γίνει παρανοϊκός πλέον. Άκουγε ξανά και ξανά την κάθε λέξη, οι αναμνήσεις του πλήθαιναν ολοένα και πιο πολύ. Μάλωνε τον εαυτό του για όλα όσα έκανε στο παρελθόν, φοβόταν και ήλπιζε και πενθούσε για τον χρόνο που έχασε. Τόσοι άνθρωποι είχαν πληγωθεί από τον σατανικό του χαρακτήρα και όμως εκείνος νοιαζόταν μόνο για την Ελίζα και όσα δεν τόλμησε να της πει ποτέ.

Μόλις βρήκε το μενταγιόν, κατέβηκε στον κάτω όροφο. Το πέταξε στο τζάκι τόσο εύκολα, παρατήρησε τις πύρινες γλώσσες να καταβροχθίζουν το φθηνό μέταλλο. Η φωνή της στην κασέτα έμοιαζε να τον κοροϊδεύει, τον καταδίωκε μέσα από τους τοίχους, έβλεπε το ωχρό της πρόσωπο στα διάσπαρτα πορτρέτα, περίμενε για εκείνη, να τον σώσει, να τον ελεήσει, να στείλει την ψυχή του στην κόλαση. Εκεί ανήκε! Πλάι στους υπόλοιπους δαίμονες, ένας λιγότερος να κυκλοφορεί στην γη. Δεν είχε χρόνο να διορθώσει τίποτα πλέον. Είχε καρκίνο τελικού σταδίου. Παρά την χημειοθεραπεία που έκανε, οι γιατροί του είχαν ανακοινώσει πως ο καρκίνος είχε κάνει πλέον μετάσταση και σε άλλα όργανα.

Το βλέμμα του έπεσε πάνω στον πίνακα ζωγραφικής, που είχε αγοράσει χρόνια πριν, μαζί με την Ελίζα από ένα παλαιοπωλείο του Παρισιού. Στην Ελίζα άρεσε αμέσως μόλις τον πήρε στα χέρια του. Ο ίδιος τον φοβόταν στις αρχές αλλά μέσα στα χρόνια έφτασε στο σημείο να τον αγαπήσει καθώς του θύμιζε εκείνη. Ο πίνακας απεικόνιζε ένα μικρό κορίτσι με κίτρινο φόρεμα καταμεσής ενός γκρίζου λιβαδιού. Με τα μικρά της χεράκια και το σοβαρό προσωπάκι μάζευε μαργαρίτες ενώ δίπλα της έστεκε ο θάνατος με έναν κουρελιασμένο μανδύα.

Τον είχε ζωγραφίσει ο Frans Van Kuik και είχε τίτλο « Το κορίτσι και ο θάνατος». Το μήνυμα του ζωγράφου ήταν πως ο θάνατος δεν κάνει διακρίσεις ούτε περιμένει να τον αποδεχτείς. Σε συντροφεύει από την στιγμή που γεννιέσαι μέχρι την ώρα που πεθαίνεις και είναι εκεί σαν φίλος, κουρασμένος να παίρνει νέες ζωές, εξασθενημένος από το βάρος των νεκρών που πρέπει να περάσει στην απέναντι όχθη. Πάτησε το στοπ στην κασέτα, άφησε το μυαλό του να αδειάσει από τις σκέψεις, να χαθεί στους ήχους της πόλης, τα γελάκια των παιδιών και τις ενθουσιώδεις συζητήσεις των μεγάλων που είχαν κάνει για λίγο πέρα τα προβλήματά τους. Πήρε το όπλο που είχε βρει νωρίτερα εκείνη την μέρα και το έφερε στο κεφάλι του. Η χορωδία της εκκλησίας τραγουδούσε όλο και πιο δυνατά πλημμυρίζοντας ολόκληρη την γειτονιά του. Το κοινό τραγουδούσε και αυτό, κάποιοι μάλιστα χόρευαν με το χιόνι να πέφτει πάνω τους σε χοντρές τούφες. Πίεσε την σκανδάλη. Αίματα πότισαν τους τοίχους. Ήταν νεκρός. Ελεύθερος.




Φίλες και φίλοι, αυτό το διήγημα, είναι η προσωπική μου συμμετοχή στο λογοτεχνικό δικτυακό δρώμενο, "Μια ιδέα-μια έμπνευση #4", που διοργανώνει ο Γιάννης Πιταροκοίλης. Σας ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας.

Σχόλια

  1. Έύα μου, αγαπημένη μου φίλη. Δεν ξέρεις πόσο με συγκίνησε αυτό σου εδώ το διήγημα. Για δύο λόγους. Πρώτα γιατί επιστρέφεις πάλι κοντά μας στη συγγραφική σου δημιουργία, την οποία πάντα αγαπάμε, πάντα μάς αγγίζει ολόψυχα.
    Και δεύτερο, γιατί "οι φωνές από το παρελθόν" είναι υπέροχες! Σκοτεινές, δυνατές, συναισθηματικές, όπως πάντα. Σε ευχαριστώ και προσωπικά για τη συμμετοχή σου στο δικτυακό δρώμενο, με το διαμαντάκι σου να στολίζει τη συλλογή μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σας ευχαριστώ πολύ για τα όμορφα λόγια κ. Γιάννη, εκτιμώ την κάθε σας λέξη και χαίρομαι που σας άρεσε!

      Διαγραφή
  2. Εύα μου η επιστροφή σου στη δημιουργία είναι δώρο για όλους μας! Μας έλειψε η φωνή σου, αυτή η εσωτερική δύναμη που μιλά για όσα πολλοί νιώθουμε αλλά δεν ξέρουμε πώς να τα πούμε.
    Και αυτό το κείμενό σου… σκοτεινό, φορτισμένο, όμορφα μελαγχολικό. Οι εικόνες που πλάθεις με τις λέξεις σου έχουν βάθος και ανάσα. Αγγίζουν, θυμίζουν, ξυπνούν.
    Απλά υπέροχο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ Κατερίνα μου για τα τόσο όμορφα λόγια! Ακριβώς αυτό ήθελα να εκφράσω μέσα από το διήγημά μου.💜

      Διαγραφή
  3. Υπέροχη ιστορία συγχαρητήρια. Και βασικά εγώ πιστεύω ότι είχε και ένα υπέροχο τέλος. Για μένα έτσι έπρεπε να τελειώσει ένα τέτοιο άτομο! Πολύ όμορφη γραφή σε παρασύρει. Να είσαι καλά! Καλή συνέχεια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σας ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο σας , χαίρομαι που σας άρεσε! Θεωρώ και εγώ πως το τέλος ήταν το κατάλληλο, δεν θα μπορούσα να φανταστώ κάτι διαφορετικό.

      Διαγραφή
  4. Η συμμετοχή στο δρώμενο του Γιάννη, είναι γεμάτη δυνατά συναισθήματα, φερμένα από το παρελθόν, που ξεδιπλώνεται και αναδύεται στην επιφάνεια με εξαιρετικό ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα του τέλους. Θεία δίκη θα το έλεγα εγώ.
    Καλώς σε βρήκα Εύα. Να περνάς όμορφα με ότι κάνεις. Καλό σου καλοκαίρι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σας ευχαριστώ πολυ για το γλυκό σχόλιο που αφήσατε! Έχετε δίκιο στο σημείο που αναφερθήκατε στη Θεία δίκη, ήταν το στοιχείο που ήθελα να περάσω μέσα από το διήγημά μου. Καλο καλοκαίρι και σε εσάς

      Διαγραφή
  5. Μια πολύ δυνατή συμμετοχή, με ένα εξίσου δυνατό τέλος. Δοσμένη με ατμοσφαιρικό τρόπο και ωραία ροή! Πολλά τα συναισθήματα, οι εικόνες, που μας οδήγησαν στο κρίσιμο σημείο ή τραγική λύτρωση, όπως το δει κανείς.
    Μπράβο σου!
    Καλό ξημέρωμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Πόσο χαίρομαι που διαβάζω και πάλι κείμενό σου, αλήθεια! Πάνε χρόνια, κι όμως, βλέπω ότι διατηρείς ακόμη αυτή τη σκοτεινή γοητεία που είχαν ανέκαθεν τα κείμενά σου... Πολύ όμορφο διήγημα και η σκηνή του τέλους τόσο κινηματογραφική. Το έκανα όλο εικόνα! Εγώ θα πω ένα μεγάλο μπράβο και θα αφήσω εδώ και την επιθυμία μου να σε ξαναδιαβάσω σύντομα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ πολύ Χάρη για το σχόλιο σου!Χαίρομαι που σου άρεσε.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Most Popular

Το Καπετανόσπιτο - Γράφει η Ελένη Ζηνονίδη

Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΤΖΟΑΝ ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ

  (από τη Βούλα Γκεμίση)     Ποια ήταν η πρώτη "σκοτεινή σκέψη" που σου ενέπνευσε να ασχοληθείς με το είδος του ψυχολογικού θρίλερ;       Δεν ήταν απλώς μια σκέψη, ήταν όλο το backround από πίσω. Φαντάσου πως από πολύ μικρή ηλικία είχα ξεκινήσει να βλέπω ταινίες με τον Freddy Krueger (τις έβλεπα αγκαλιά με τον μπαμπά μου και δε φοβόμουν) και διάβαζα βιβλία μυστηρίου, οπότε ήταν αναμενόμενο μεγαλώνοντας να αναζητώ να διαβάζω και να γράφω κάτι πιο σκοτεινό. ΒΡΕΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ!    Πώς διαχειρίζεσαι τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αγωνία και την υπερβολή όταν χτίζεις την ψυχολογία των χαρακτήρων σου;      Προσπαθώ να μπαίνω στη θέση των χαρακτήρων για να τους κατανοήσω, οπότε μου δίνουν εκείνοι τις απαντήσεις. Τώρα αν καταφέρνω να μην περνάω αυτήν τη λεπτή γραμμή, θα το κρίνουν οι αναγνώστες. ΒΡΕΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ!     Υπάρχει κάποιος ήρωας ή αντιήρωας από τα βιβλία σου που σε ταλαιπώρησε συναισθηματικά περ...

Συνέντευξη στον Χάρη Κωφιάδη

"Βρες την ευτυχία σου και γραπώσου επάνω της με νύχια και με δόντια. Κρατήσου με ό,τι έχεις. Δεν θα έχεις πολλές ευκαιρίες, κανείς μας δεν έχει." Στον «καναπέ» των Ονείρων Πένες φιλοξενείται σήμερα ο Χάρης Κωφιάδης. Αναμφίβολα ταλαντούχος και πολυπράγμων με έδρα στη Θεσσαλονίκη, μας μιλάει για εκείνον, για όσα αγαπάει, για όσα δημιουργεί. Όσα αγαπάει να δημιουργεί. Το βιβλίο του « Το όνομά μου είναι Σάντρα » είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική πλατφόρμα Carmella ’ s books  στα ελληνικά, ενώ σύντομα θα είναι διαθέσιμη και η  αγγλική μετάφραση: https://carmelasbooks.com/el/books/2 Πάμε λοιπόν να τον γνωρίσουμε!                                         Λίγα στοιχεία για να γνωρίσουμε τον συγγραφέα Χάρη καλύτερα. Ποια είναι η ιδανική συνθήκη για να γράψεις; Μερικοί συγγραφείς από την άλλη παραδέχονται ότι μπορούν να γράψουν όπου κι αν βρεθούν. Άλλοι πάλι δημιουργούν οι ίδιοι τη...