"Κι αν το AI γράψει το επόμενο Best-Seller, τι μένει για τον συγγραφέα;" Πολύς ο ντόρος που έχει γίνει τον τελευταίο καιρό με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης ανά τους διάφορους κλάδους που επηρεάζονται άμεσα από αυτή. Πολλώ δε στον καλλιτεχνικό χώρο, ανησυχία, αντάρα και αναμπουμπούλα. Δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται πως οι καλλιτέχνες, διαφόρων τομέων, θα χάσουν τη δουλειά τους και θα αντικατασταθούν από το AI. Και φυσικά, οι συγγραφείς δεν θα μπορούσαν να λείπουν από αυτό. Τι θα γίνει αν αρχίσει να γράφει ο καθένας με το ΑΙ; Πώς θα μοιραστεί μια πίτα που στον Ελλαδικό χώρο μοιάζει περισσότερο με μπισκότο ούτως ή άλλως; Πώς θα ξεχωρίσουν αυτοί που γράφουν καλά από αυτούς που μπορούν να διαθέσουν ένα καλό ποσό σε συνδρομές για τεχνητή νοημοσύνη που υπόσχεται να κάνει τη δουλειά τους για αυτούς; Πόσο ηθικό είναι να γράφει κανείς με το ChatGPT, το Google Gemini και άλλες παρόμοιες πλατφόρμες; Η προσωπική μου στάση Κι επειδή είμαστε κοινωνικά όντα -ακόμη και οι συγγραφ...
"..Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ' όνομα που μας
δίναν: «Μετανάστες». Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε, λεύτερα να διαλέξουμε μίαν άλλη γη. Ούτε και σε μίαν
άλλη χώρα μπήκαμε να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν. Εμείς φύγαμε στα
κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε. Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα
'ναι, μα εξορία..."
Το παραπάνω απόσπασμα, ανήκει σε μία γλυκόπικρη ιστορία ενός πρόσφυγα από την Συρία, ο οποίος κάποτε ζούσε αξιοπρεπώς, σαν όλους τους ανθρώπους, σαν εμένα και εσένα, όταν η μοίρα τον ανάγκασε να ενταχθεί στον στρατό και πιάνοντας ένα όπλο στο χέρι του, να σκοτώσει για πρώτη φορά. Η ιστορία του μακριά και πικρή, μα δεν είναι η μόνη. Χιλιάδες άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω τους μία ζωή, τα σπίτια και την περιουσία τους, τα χαμόγελα και τους φίλους τους, μονάχα για να επιβιώσουν σε έναν κόσμο που έμοιαζε να μην διαθέτει πια χώρο για εκείνους. Αυτοί, ονομάστηκαν πρόσφυγες, ενώ οι υπόλοιποι, προερχόμενοι από χώρες, όπως το Αφγανιστάν και το Ιράκ, θεωρούνταν μετανάστες. Δεν θα διαφωνήσω με την προσφώνηση, μα θα σταθώ στην ουσία της, καθώς πίσω από έναν τέτοιο τίτλο, συχνά κρύβεται ακόμη ένα ανθρώπινο δράμα.
«Συχνά βλέπω τη Συρία σαν ένα μαγικό
βιβλίο γεμάτο περιπέτειες και ιστορίες έρωτα και πολέμου.. και περιμένω για την
ημέρα που αυτός ο πόλεμος θα τελειώσει και θα γίνει κι αυτός άλλη μια ιστορία».
«Το ξημέρωμα μου έλεγαν, είχε χρώμα
χρυσαφένιο. Αυτά ήταν τα λόγια της μητέρας μου, η οποία με την σειρά της τα
είχε ακούσει από την δική της μητέρα. Τότε, ήμουν μόλις εφτά χρονών, ωστόσο για
κάποιον λόγο, η συγκεκριμένη πρόταση έμεινε χαραγμένη βαθιά μέσα στην καρδιά
μου.
Η Συρία ήταν μία όμορφη χώρα, ίσως η ομορφότερη της Ανατολής. Ένα κράμα πολιτισμών και θρησκειών, με τους ναούς, τα κάστρα, τα Τεμένη, τις υπαίθριες αγορές και τις μυρωδιές της, τον δικό της αέρα. Η ζωή μου ήταν γλυκιά, ειρηνική και ζούσα όπως κάθε παιδί της ηλικίας μου που είχε τις δικές του παρέες, τα δικά του όνειρα για το αύριο. Όνειρα που έμειναν μετέωρα, παγωμένα στον χρόνο. Για την ακρίβεια, όλη μου η ύπαρξη μπήκε στην κατάψυξη. Ήταν κάτι που δεν περίμενα ποτέ να γίνει, όχι σε εμάς, όχι στα μικρά και ζεστά μας στενοσόκακα με τους υπέροχους και φιλόξενους ανθρώπους, τους χαμογελαστούς γείτονες και τους γηραιότερους που δεν σταματούσαν ποτέ να μας αφηγούνται ιστορίες από τα δικά τους, παιδικά χρόνια.
Η Συρία ήταν μία όμορφη χώρα, ίσως η ομορφότερη της Ανατολής. Ένα κράμα πολιτισμών και θρησκειών, με τους ναούς, τα κάστρα, τα Τεμένη, τις υπαίθριες αγορές και τις μυρωδιές της, τον δικό της αέρα. Η ζωή μου ήταν γλυκιά, ειρηνική και ζούσα όπως κάθε παιδί της ηλικίας μου που είχε τις δικές του παρέες, τα δικά του όνειρα για το αύριο. Όνειρα που έμειναν μετέωρα, παγωμένα στον χρόνο. Για την ακρίβεια, όλη μου η ύπαρξη μπήκε στην κατάψυξη. Ήταν κάτι που δεν περίμενα ποτέ να γίνει, όχι σε εμάς, όχι στα μικρά και ζεστά μας στενοσόκακα με τους υπέροχους και φιλόξενους ανθρώπους, τους χαμογελαστούς γείτονες και τους γηραιότερους που δεν σταματούσαν ποτέ να μας αφηγούνται ιστορίες από τα δικά τους, παιδικά χρόνια.
Θυμάμαι κάποια πρωινά, να βαδίζω
πρόσχαρα στο πλάι του πατέρα μου και του μεγαλύτερου αδερφού μου, διασχίζοντας
τις αγορές του Χαλεπιού, τα λεγόμενα σουκ, που ήταν γεμάτα πάγκους με μπαχάρια,
κοσμήματα, παραδοσιακές χειροτεχνίες και φαγητά. Ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της
αραβικής κουλτούρας καθώς αποτελούσαν και τόπο συνάθροισης. Από την άλλη βέβαια
αν έστρεφες τη ματιά σου, αντίκριζες τα μεγάλα εμπορικά κέντρα, τα οποία
αρμονικά συνυπήρχαν με την παράδοση. Θυμάμαι να ξυπνώ τα πρωινά και η μυρωδιά
των σιροπιαστών γλυκών που φουρνίζανε τα ζαχαροπλαστεία της γειτονιάς, να με
ταξιδεύει σε τόπους ονειρικούς και γλυκούς όσο και η μυρωδιά που τρύπωνε από το
πάντοτε μισάνοιχτο παράθυρό μου. Σαν λαός, αγαπούσαμε το φαγητό και τα γλυκά
και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να πηγαίναμε επίσκεψη σε κάποιο σπίτι με άδεια
χέρια.
Στ’ αυτιά μου ακόμη αντηχούν τα γέλια, σαν
ένας μακρινός απόηχος μίας άλλης εποχής, σαν ένα φυλαχτό ψυχής που θα με
γλυτώσει από την τρέλα. Τα γέλια και το γαλάζιο του ουρανού. Όχι, δεν θέλω να
σκέφτομαι το χρώμα της ώχρας που υιοθέτησε εξαιτίας των βομβαρδισμών και της
σκόνης των κτηρίων που κατέρρεαν και μαζί με αυτά και τα όνειρα και οι ζωές
χιλιάδων ανθρώπων. Δεν θέλω να ακούω τους πυροβολισμούς, να σκέφτομαι πόσες
φορές πάτησα αναγκαστικά την σκανδάλη για να σκοτώσω. Τώρα όλα αυτά ανήκουν στο
παρελθόν και χτίζουν ένα αβέβαιο μέλλον. Ένα μέλλον, σε έναν κόσμο που νιώθω
πως με έχει διαγράψει»
@@@@@@@@@@@@
Το παραπάνω απόσπασμα, ανήκει σε μία γλυκόπικρη ιστορία ενός πρόσφυγα από την Συρία, ο οποίος κάποτε ζούσε αξιοπρεπώς, σαν όλους τους ανθρώπους, σαν εμένα και εσένα, όταν η μοίρα τον ανάγκασε να ενταχθεί στον στρατό και πιάνοντας ένα όπλο στο χέρι του, να σκοτώσει για πρώτη φορά. Η ιστορία του μακριά και πικρή, μα δεν είναι η μόνη. Χιλιάδες άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω τους μία ζωή, τα σπίτια και την περιουσία τους, τα χαμόγελα και τους φίλους τους, μονάχα για να επιβιώσουν σε έναν κόσμο που έμοιαζε να μην διαθέτει πια χώρο για εκείνους. Αυτοί, ονομάστηκαν πρόσφυγες, ενώ οι υπόλοιποι, προερχόμενοι από χώρες, όπως το Αφγανιστάν και το Ιράκ, θεωρούνταν μετανάστες. Δεν θα διαφωνήσω με την προσφώνηση, μα θα σταθώ στην ουσία της, καθώς πίσω από έναν τέτοιο τίτλο, συχνά κρύβεται ακόμη ένα ανθρώπινο δράμα.
Ευτυχώς,
είχα την τιμή να συναναστραφώ με ανθρώπους, Κοινωνικούς Λειτουργούς, γιατρούς
και ψυχολόγους, εδώ στην Ελλάδα, που καθημερινά δίνουν μάχη, όχι για τους
πρόσφυγες και τους μετανάστες, αλλά για τους ανθρώπους που τους έχουν ανάγκη
από όπου και αν προέρχονται. Ήταν τότε που μου εξιστόρησαν το δράμα ενός
μορφωμένου κυρίου από το Ιράκ, ο οποίος καθώς ήταν ομοφυλόφιλος, κυνηγήθηκε από
το ίδιο το κράτος, κατέληξε στη φυλακή, η οικογένειά του εκτελέστηκε και ο
ίδιος υπέστη φρικτά βασανιστήρια, ακόμη και βιασμό με αιχμηρά εργαλεία, μέχρι
που κατόρθωσε να δραπετεύσει και ερχόμενος στην Ελλάδα, ζήτησε ψυχολογική
υποστήριξη.
Η ιστορία του με συγκλόνισε και ας μην ήταν η μόνη. Είχα ακούσει και γνωρίσει γυναίκες από το Κονγκό, βιασμένες κατά την μεταφορά και διαδρομή τους στην Ελλάδα, ενώ μάλιστα η μία έφερε στον κόσμο την κορούλα της, προϊόν βιασμού, παλεύοντας ταυτόχρονα να βρει στέγη τόσο για την ίδια, όσο και για το παιδί της. Άκουσα επίσης ιστορίες παιδιών, που θα μπορούσαν να είναι τα δικά μας σε μία αντίστοιχη περίπτωση, που ευχαριστούσαν μία οικογένεια από την Ελλάδα επειδή απλώς τους χάρισε ένα καλάμι ψαρέματος, για να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους, ψαρεύοντας στο λιμάνι του Πειραιά. Όλα ζητούσαν ένα πράγμα, να τους δοθεί η ευκαιρία να μορφωθούν, ώστε να χτίσουν ένα μέλλον, να έχουν μία ελπίδα.
Η ιστορία του με συγκλόνισε και ας μην ήταν η μόνη. Είχα ακούσει και γνωρίσει γυναίκες από το Κονγκό, βιασμένες κατά την μεταφορά και διαδρομή τους στην Ελλάδα, ενώ μάλιστα η μία έφερε στον κόσμο την κορούλα της, προϊόν βιασμού, παλεύοντας ταυτόχρονα να βρει στέγη τόσο για την ίδια, όσο και για το παιδί της. Άκουσα επίσης ιστορίες παιδιών, που θα μπορούσαν να είναι τα δικά μας σε μία αντίστοιχη περίπτωση, που ευχαριστούσαν μία οικογένεια από την Ελλάδα επειδή απλώς τους χάρισε ένα καλάμι ψαρέματος, για να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους, ψαρεύοντας στο λιμάνι του Πειραιά. Όλα ζητούσαν ένα πράγμα, να τους δοθεί η ευκαιρία να μορφωθούν, ώστε να χτίσουν ένα μέλλον, να έχουν μία ελπίδα.
Γνωρίζω
πως η χώρα μας, δεν αντέχει άλλο. Οι κοινωνικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές
διαφορές, δημιουργούν χάσματα αγεφύρωτα και ο κόσμος που έχει ανάγκη είναι
πολύς. Όλοι αγανακτούν, και εκείνοι και εμείς, μα τελικά κάποιοι τρίβουν τα
χέρια τους χαιρέκακα, έχοντας παίξει άτιμα παιχνίδια στην πλάτη των ανθρώπων.
Αυτό όμως δεν το βλέπουμε και ίσως ποτέ μας δεν το δούμε. Μέχρι τότε, εγώ θα
συνεχίσω να προσπαθώ, να βλέπω σε κάθε πρόσωπο έναν άνθρωπο. Έναν άνθρωπο που
ανεξαρτήτως καταγωγής και θρησκείας, παλεύει να επιβιώσει. Έναν άνθρωπο, που όπως και ο ήρωάς μου, νιώθει ξεχασμένος από τον κόσμο,
παράσιτο ίσως σε έναν πλανήτη που τον διώχνει από παντού. Μέρες που είναι,
δύσκολες ακόμη και για την Ελλάδα, ας σκεφτούμε όσο γίνεται πιο ανθρώπινα.
Ποιος ξέρει; Ίσως κάποτε ξανά βρεθούμε στη θέση τους, όπως τότε που οι Έλληνες
έμπαιναν μανιασμένα στις βάρκες της ελπίδας, για να σωθούν από τους Τούρκους,
αφήνοντας πίσω τους την λαμπερή ζωή και την γλυκιά Σμύρνη, με την ελπίδα, να
βρουν ένα κομματάκι γης που θα μπορούσαν πλέον να αποκαλούν σπίτι τους.
Εξαιρετικό, ώριμο και πολύ σημαντικό, στις μέρες μας, το άρθρο σου Ιφιγένεια. Προσωπικά με καλύπτεις σε κάθε μου σκέψη. Θεωρώ σημαντικό να συνεισφέρουμε με γαλήνιες σκέψεις και προσεγγίσεις σε ένα θέμα πολύ δύσκολο, στο οποίο κάποιοι επιθυμούν να το "δουλέψουν" με κραυγές και μισανθρωπιά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην καλησπέρα μου.
Πόσο αληθινό και όμορφο Ιφιγένεια μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ πολυ και τους δύο. Είναι το μισό από τον πρόλογο μιας νεας μου ιστορίας και το άλλο μισό δικές μου σκέψεις. Σκοπεύω να ασχοληθώ με αυτό το θεμα και ελπιζω να αγγίξει τον κόσμο!! Γιαννη μου ευχαριστω γι τον στολισμό του κειμενου με τις φωτογραφίες και τη γραμματοσειρά!
ΑπάντησηΔιαγραφή