Το αρχοντικό της σιωπής (Μυθιστόρημα) Σε ένα νησί πνιγμένο στα μυστικά, ένας φόνος ξεσκεπάζει δεκαετίες σιωπής, κληρονομιών και ψεύδους. Το παλιό πλούσιο αρχοντικό του Στέφανου Καψή και της συγύζου του, Βαλεντίνης Καψή. Ένα αρχοντικό γεμάτο μνήμες, παρακαταθήκες αλλά και πολλά μυστικά. Και οι δύο τους είναι πια μνήμες για τα παιδιά τους, την Ελένη και τον Ανδρέα Καψή. Δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, δύο εντελώς αντίθετες προσωπικότητες. Εκείνη, σύζυγος και μητέρα της Βαλεντίνης, γυναίκα χαμηλών τόνων, δοτική και ανθρώπινη. Ο αδελφός της, Ανδρέας, το εντελώς αντίθετο. Άνθρωπος των επιχειρήσεων, του σκληρού real estate. Με μεθόδους πολλές φορές αμφιλεγόμενες, με σχέδια και επιδιώξεις με σημαία το σκληρό κέρδος. Η Βαλεντίνη Βαρθαλίτη, στα 36 της χρόνια, η λατρεμένη εγγονή της γιαγιάς, φέρει το όνομά της αλλά και την αύρα της αγάπης της και της επιρροής της από τα παιδικά της χρόνια. Εντελώς προσδόκητα θα βρεθεί στη σκιά του παλιού αρχοντικού αλλά και στο επίκεντρο μιας σκοτεινής...
Γράφει η Χριστοδούλου Αικατερίνη
Ανεπαίσθητες ακτίνες φωτός, εισχωρούν μέσα από τις γρίλιες του παραθύρου στο μικρό νεοκλασικό. Με δύο μορφασμούς, η Ολίβια, ενοχλημένη από το ξαφνικό ξύπνημα, σάλεψε μέσα από τα λευκά κλινοσκεπάσματα του ξύλινου κρεβατιού της.
Ήταν ήδη περασμένες τρεις, μα τι σημασία είχε. Η μεριά του, πάντοτε άδεια έστεκε δίπλα της.
Δεν είχε καταφέρει ακόμη να συνηθίσει την απουσία του. Η μήπως δεν το επεδίωκε ;
Ήταν ήδη περασμένες τρεις, μα τι σημασία είχε. Η μεριά του, πάντοτε άδεια έστεκε δίπλα της.
Δεν είχε καταφέρει ακόμη να συνηθίσει την απουσία του. Η μήπως δεν το επεδίωκε ;
Κι αυτή η εβδομάδα κύλησε αργά και βασανιστικά για την ίδια. Αναπήδησε στις μύτες των ποδιών της και με νωχελικές κινήσεις φόρεσε τη λιλά νυχτικιά της, ανοίγοντας όπως κάθε ημέρα, διάπλατα τα παράθυρα του δωματίου της.
Ανέπνευσε τον καθαρό αέρα και τη ζεστασιά του χρυσού ήλιου που γέμισε με φως το μικρό αρχοντικό. Με μηχανικές κινήσεις άνοιξε το «μαύρο καλωδιωμένο κουτί» όπως το αποκαλούσε ειρωνικά, και άρχισε να βομβαρδίζεται ξανά και ξανά με νέες εξελίξεις για την πανδημία που ταλάνιζε όλο τον πλανήτη.
Η καρδιά της σφίχτηκε με τις διαστάσεις που είχε λάβει τούτο το θέμα και με μία κίνηση χαμήλωσε τον ήχο..
Ανέπνευσε τον καθαρό αέρα και τη ζεστασιά του χρυσού ήλιου που γέμισε με φως το μικρό αρχοντικό. Με μηχανικές κινήσεις άνοιξε το «μαύρο καλωδιωμένο κουτί» όπως το αποκαλούσε ειρωνικά, και άρχισε να βομβαρδίζεται ξανά και ξανά με νέες εξελίξεις για την πανδημία που ταλάνιζε όλο τον πλανήτη.
Η καρδιά της σφίχτηκε με τις διαστάσεις που είχε λάβει τούτο το θέμα και με μία κίνηση χαμήλωσε τον ήχο..
Ασυναίσθητα, πλησίασε το μαρμάρινο τζάκι δίπλα της, και εστίασε την προσοχή της στο γείσο του, πάνω στο οποίο δέσποζε μια μπρούτζινη σκαλιστή κορνίζα.
Την πήρε στα δυο της χέρια και αφού την επεξεργάστηκε με μια αθώα ματιά, πέρασε ελαφρώς ευλαβικά τα λεπτεπίλεπτα δάκτυλα της πάνω από το κρύο τζάμι.
Ανατρίχιασε στην αφή της κρύας επιφάνειας, μα μέσα στην ψυχή της φώλιαζε ήδη η ζεστασιά του προσώπου που απεικονίζονταν.
Την πήρε στα δυο της χέρια και αφού την επεξεργάστηκε με μια αθώα ματιά, πέρασε ελαφρώς ευλαβικά τα λεπτεπίλεπτα δάκτυλα της πάνω από το κρύο τζάμι.
Ανατρίχιασε στην αφή της κρύας επιφάνειας, μα μέσα στην ψυχή της φώλιαζε ήδη η ζεστασιά του προσώπου που απεικονίζονταν.
Οι αέρινες μορφές δύο νέων ξεπρόβαλαν κάτω από ένα μεγάλο γέρικο πλατάνι μιας εξοχής. Ο νεαρός άνδρας ακουμπισμένος στο κορμό του ροζιασμένου δένδρου, έχοντας στην αγκαλιά του μια όμορφη δεσποινίδα ντυμένη με ένα εκρού δαντελένιο φόρεμα, απολάμβαναν μαζί τη συντροφιά ενός βιβλίου.
Έμοιαζαν πιο ευτυχισμένοι και γαλήνιοι από ποτέ.
Έμοιαζαν πιο ευτυχισμένοι και γαλήνιοι από ποτέ.
Δυο δάκρυα πρόλαβαν να κυλήσουν στο πορσελάνινο πρόσωπο της.
«Σαν να μην έφυγες ποτέ..» ψέλλισε σιγανά η Ολίβια.
«Σαν να μην έφυγες ποτέ, θα ξαναβρεθούμε και πάλι, όπως πρώτα, εγώ κι εσύ, σαν μια γροθιά δεμένοι, να κυλιστούμε και να ξεχυθούμε στα πολύχρωμα χρώματα της ζωής.
Με την υπόσχεση που έχουμε κρατήσει..πως ό, τι κι αν συμβεί, θα είμαστε πάντα ο ένας δίπλα στον άλλον..ακόμη και όταν θα είμαστε χώρια..Σ'αγαπώ Τζόναθαν, σ'αγαπώ..».
Με την υπόσχεση που έχουμε κρατήσει..πως ό, τι κι αν συμβεί, θα είμαστε πάντα ο ένας δίπλα στον άλλον..ακόμη και όταν θα είμαστε χώρια..Σ'αγαπώ Τζόναθαν, σ'αγαπώ..».
Κ.Χ
Από τις μικρού μήκους ιστορίες της "Ζωής..λεγόμενα"
Inside these pages you just hold me
and I won't ever let you go..
Wait for me to come home...
Η αίσθηση της απώλειας, ο αποχωρισμός. Οι αναμνήσεις, η νσσταλγία. Ο έρωτας, η αγάπη. Αξίες και βιώματα παρελαύνουν όμορφα και συνθετικά από το αφήγημά σου Κατερίνα με τρόπο λυρικό και συναισθηματικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο πνεύμα των ημερών.
Οι επιλεγμένες εικόνες σου υπέροχες όπως και η μουσική σου.
Καλησπέρα αγαπητή μου φίλη.
Ευχαριστώ πάρα πολύ!! Χαίρομαι που σας άγγιξε..
Διαγραφή