Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καλώς ήρθες

Αναγνώστης, συγγραφέας, αρθρογράφος ή και απλός περαστικός... Είναι τιμή μας να σε έχουμε στην παρέα μας!

Επιλεγμένα

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

  "ΜΠΛΕΞΑΝ ΟΙ ΖΩΕΣ ΜΑΣ" Νεκταρία Μαρκάκη Περίληψη Σε μια πόλη που πνίγεται στο γκρίζο, ένας άνθρωπος χρωματίζει τις ζωές δύο αγνώστων, δίνοντας τους ένα χέρι βοηθείας την στιγμή που και οι δύο ήταν έτοιμοι να παραδώσουν τα όπλα. Ο Μάρκος έχει μάθει να δίνει απλόχερα με μοναδικό αντάλλαγμα, για όποιον το θέλει, να προσφέρει και αυτός με την σειρά του σε κάποιον. Ένα καλός λόγος σε μία γυναίκα και λίγα τρόφιμα σε έναν άστεγο άνδρα είναι αρκετά για να φέρουν κοντά έξι ανθρώπους που θα ζήσουν ένα θαύμα. “Μία απλή πράξη καλοσύνης μπορεί να φέρει αλυσιδωτές αντιδράσεις ευτυχίας!” Βρείτε το βιβλίο μέσω του eshop makestorytelling.com σε αποκλειστική συνεργασία με τη συγγραφέα και την ομάδα συνεργασίας.  ΘΕΛΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ! Λίγα Λόγια για τη Νεκταρία Μαρκάκη Η Νεκταρία Μαρκάκη γεννήθηκε στην Αθήνα και η αγάπη της για τη συγγραφή ξεκίνησε στα εφηβικά της χρόνια, όταν αποτύπωσε για πρώτη φορά στις σκέψεις της σε χαρτί. Το 2013 μοιράστηκε το πρώτο της δημιούργημα στην εφαρμογή συγγραφέων Wa

Η ΠΑΝΔΩΡΑ ΚΑΙ Ο ΤΖΑΚ


Γράφει η Δανάη Ιμπραχήμ 



Οι λύκοι είναι ζώα γνωστά για την πίστη τους. Κάθε αγέλη είναι υπεύθυνη για τα πλάσματα, από τα οποία αποτελείται. Σε περίπτωση τραυματισμού ή απειλής όλα τα μέλη προστατεύουν ή υπερασπίζονται, αναλόγως, το μέλος σε ανάγκη. Αψηφούν τους κινδύνους και τις κακουχίες με κύριο οδηγό τους την αγάπη και την αφοσίωση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Πανδώρας και του Τζακ, των οποίων η ιστορία υμνείται από τις αγέλες εδώ κι αρκετούς αιώνες.
Η Πανδώρα ήταν ωμέγα. Ήταν δηλαδή, μια μοναχική λύκαινα, διότι η αγέλη της είχε σκοτωθεί από άγρια λιοντάρια. Εκείνη ήταν μόλις κουτάβι όταν συνέβη αυτό, κι επειδή ήταν το μικρότερο μέλος, η αγέλη της κατάφερε να την σώσει ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να έμενε μόνη της. Ήταν απόλυτα σίγουροι ότι το μικρό τους λυκάκι θα έβρισκε μία οικογένεια να το συντροφεύει.
Για αρκετά χρόνια η Πανδώρα ζούσε σ’ ένα βουνό απομακρυσμένη από την πολυκοσμία και τα μεγάλα θηρία που απειλούσαν την ζωή της. Αν κι ένιωθε τη μοναξιά να της τρώει τα σωθικά δεν επιχειρούσε να ψάξει για άλλη αγέλη. Οι κραυγές της οικογένειάς της καθώς πέθαιναν την στοίχειωναν τόσο που ο φόβος μήπως της συμβεί το ίδιο την κρατούσε στο σκοτάδι.
Μολονότι βέβαια, το σπίτι της φρόντισε να είναι ένα σχετικά απρόσιτο μέρος, δεν ήταν τόσο δυσάρεστο όσο φαινόταν. Στην κορυφή του βουνού όπου ζούσε υπήρχε μια πηγή της οποίας τα νερά έλεγαν ότι μπορούσαν να πραγματοποιήσουν οποιαδήποτε ευχή. Κάθε χρόνο λοιπόν, όλα τα ζώα επισκέπτονταν την θαυματουργή πηγή το τριήμερο της πρώτης πανσελήνου της άνοιξης. Το χειμωνιάτικο φεγγάρι, το οποίο παραδινόταν στα χέρια του καλοκαιρινού, διήγειρε την πλάση κάνοντας τα νερά αυτά πιο δυνατά με αποτέλεσμα να θεωρείται πως η κατάλληλη στιγμή για μια ευχή ήταν τότε. Την περίοδο αυτή η Πανδώρα έμενε κρυμμένη και έβγαινε για να κάνει κι εκείνη την δική της ευχή όταν σιγουρευόταν ότι όλοι είχαν φύγει. Ή έτσι νόμιζε εκείνη.
Την προηγούμενη χρονιά ένας άλφα είχε ξεμείνει πίσω περιμένοντας να κάνει την ευχή του τα μεσάνυχτα, γιατί ήθελε πάση θυσία να πραγματοποιηθεί. Η αγέλη του ήταν στόχος μιας ομάδας ωμέγα, οι οποίοι επιθυμούσαν να σκοτώσουν τον άλφα και να κλέψουν την αγέλη του. Εκείνος λοιπόν, μόλις το ένστικτό του μαρτύρησε ότι ήταν δώδεκα, ευχήθηκε για μια σανίδα σωτηρίας για την αγέλη του, την οποία είχε σαν οικογένειά του.
Ίσα – ίσα είχε προλάβει να την ψιθυρίσει, όταν άκουσε βήματα. Αμέσως κρύφτηκε πίσω από θάμνους ετοιμάζοντας τον εαυτό του να αμυνθεί σε περίπτωση ανάγκης. Όμως γρήγορα ηρέμησε και μια γαλήνια αίσθηση τον κατέκλυσε βλέποντας μια νεαρή λύκαινα με καστανόξανθο, μεταξένιο τρίχωμα να πλησιάζει την πηγή. Η μελαγχολία στο βλέμμα της του τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή. Χαμήλωσε τα μάτια του για να την διακρίνει καλύτερα κι άκουσε τα πονεμένα λόγια της Πανδώρας, καθώς εξέφραζε το μεγαλύτερο πόνο της: «Δεν θέλω να είμαι άλλο μόνη μου».
Ο νεαρός άλφα συγκινήθηκε από την στενοχώρια της Πανδώρας βλέποντας πολλά πράγματα πίσω από αυτή. Δεν ήξερε ούτε το όνομα της και την είχε δει μονάχα μερικά λεπτά, αλλά ένιωθε σαν να την ήξερε μια ολόκληρη ζωή.
Σκέφτηκε να της μιλήσει, αλλά μόλις η Πανδώρα κατάλαβε ότι δεν ήταν μόνη της έτρεξε μακριά φοβούμενη μήπως ήταν κάποιος εχθρός. Η καημένη ήταν μια ωμέγα και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα σε περίπτωση κινδύνου. Μοναδική της λύση ήταν να τρέξει να σωθεί. Όσο για τον λύκο που την παρακολουθούσε, του ήταν αδύνατο να τρέξει από πίσω της. Δεν μπορούσε να νιώσει τα πόδια του. Ένιωθε να έχει παραλύσει. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήξερε μόνο αυτό: Θα την έβρισκε για να πραγματοποιήσει την ευχή της!
Ένας χρόνος είχε περάσει από εκείνο το συμβάν κι ο άλφα δεν μπορούσε να ξεχάσει την Πανδώρα. Αν και την είχε δει μόνο λίγα λεπτά, θυμόταν κάθε λεπτομέρεια πάνω της και την είχε περιγράψει σε όλη του την αγέλη, σε περίπτωση που την έβλεπαν ποτέ.
Δυστυχώς ο καιρός περνούσε και δεν υπήρχε ίχνος της. Έτσι αποφάσισε να επισκεφτεί ξανά την πηγή των θαυμάτων με την ελπίδα να την ξαναδεί. Τρεις μέρες και δύο νύχτες είχε δει κάθε είδους ζώων, ακόμα και λύκους, εκτός από εκείνη που ήθελε. Δεν θα το έβαζε κάτω όμως. Θα την περίμενε εκεί για έναν ακόμη χρόνο αν χρειαζόταν, γιατί μέσα του ήξερε πως θα ερχόταν.
Από την άλλη, η Πανδώρα σκεφτόμενη το περσινό περιστατικό δίσταζε να ξαναπάει στην πηγή. Αλλά η ανάγκη της να κάνει την ευχή της ξανά και ξανά μέχρι να πραγματοποιηθεί ήταν μεγάλη και τελικά υπερνίκησε τον φόβο της. Στα μισά του δρόμου όμως, τέσσερις λύκοι, δύο μαύροι, ένας λευκός κι ένας στο χρώμα του σούρουπου, είχαν στήσει ενέδρα για κάποιο θύμα και μόλις είδαν την Πανδώρα, την περικύκλωσαν γρυλίζοντας επιθετικά.
«Μόνη σου πριγκιπέσσα;», χαμογέλασε ο ένας μαύρος.
Εκείνη τους παρακολουθούσε προσεκτικά παίρνοντας θέση άμυνας.
Εκείνοι γέλασαν με την αντίδρασή της κάνοντας την να φοβάται όλο και περισσότερο. Δεν είχε βρεθεί ποτέ σε τέτοια κατάσταση και δεν είχε ιδέα πώς να το αντιμετωπίσει.
Μολονότι το μυαλό της δεν την βοηθούσε καθόλου, το ένστικτό της ούρλιαζε ένα πράγμα και τελικά έκανε κι εκείνη το ίδιο. Οι φωνές της σκέπασαν την ησυχία της νύχτας και ξύπνησαν κάθε κοιμισμένο πλάσμα.
«Οι φωνές δεν θα σε σώσουν», της αποκρίθηκε ο άσπρος.
Η Πανδώρα ανασήκωσε το κεφάλι της. «Άξιζε την προσπάθεια», απάντησε.
«Δεν το νομίζω», είπε ο άλλος μαύρος κι έκανε να της επιτεθεί, όταν ένας άλλος λύκος στα χρώματα του ήλιου και της φωτιάς, στάθηκε μπροστά από την Πανδώρα για να την προστατέψει. Ο άλφα είχε ακούσει το ουρλιαχτό της κι έτρεξε για να την βοηθήσει.
Εκείνη έμεινε έκπληκτη βλέποντας τον σωτήρα της.
«Τζακ», μουρμούρισε ο άσπρος. «Τι κάνεις εδώ μόνος σου, χωρίς τους ακόλουθους σου;», τον ρώτησε.
«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι είμαι μόνος μου;», αποκρίθηκε ο Τζακ μέσα από τα δόντια του.
«Δεν βλέπουμε πουθενά την πολύτιμη αγέλη σου.»
Ο Τζακ έσκασε ένα μισό χαμόγελο και γέμισε με αέρα τα πνευμόνια του, καθώς χρειαζόταν οξυγόνο για το ουρλιαχτό που ύστερα έβγαλε. Αυτό το ουρλιαχτό βέβαια δεν είχε καμία σχέση με τα παρακάλια της Πανδώρας ή τις συνηθισμένες κραυγές των λύκων στο σεληνόφως. Το ουρλιαχτό αυτό ήταν το κάλεσμα ενός άλφα, γεμάτο σθένος και ισχύ που ολόκληρη η γη σειόταν στο άκουσμά της. Αργότερα ακολούθησαν τα ήπια ουρλιαχτά της υπόλοιπης αγέλης γύρω από το σημείο επίθεσης.
Οι τέσσερις ωμέγα, ορκισμένοι εχθροί του Τζακ, βλέποντας πως η αγέλη του θα μπορούσε να του επιτεθεί από οπουδήποτε, οπισθοχώρησαν δίνοντας υπόσχεση στον νεαρό άλφα ότι θα τους ξανάβλεπε σύντομα.
Εκείνος γύρισε να αντικρίσει τα ζεστά μάτια της Πανδώρας που ήταν γεμάτα δέος με όσα είχαν συμβεί. Ο Τζακ δεν σκέφτηκε να παινευτεί για την υπεροχή του ως άλφα. Μονάχα ρώτησε αυτό που τον έκαιγε τόσο καιρό: «Ποια είσαι», την ρώτησε κάνοντας ένα βήμα μπροστά.
Εκείνη πισωπάτησε επιφυλακτικά.
«Μη φοβάσαι. Δεν θα σε πειράξω».
«Δεν το ξέρω αυτό», απάντησε κατηγορηματικά.
«Το ξέρεις», αποκρίθηκε ο Τζακ με ήρεμη φωνή. «Πέρσι την ίδια μέρα έκανες μια ευχή και μετά έφυγες όταν κατάλαβες ότι σε παρακολουθούσαν. Εγώ ήμουν. Και σήμερα είμαι εδώ για να σου πω ότι μπορώ να πραγματοποιήσω την ευχή σου. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να με εμπιστευτείς».
Η Πανδώρα, η οποία είχε περάσει την ζωή της στο σκοτάδι μακριά από τον κόσμο της εμπιστοσύνης, φαινόταν να έχει ενδοιασμούς ως προς τα λόγια του Τζακ. Όμως κάτι μέσα της την διαβεβαίωνε ότι μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Τα μάτια του ήταν ειλικρινή και παρά την σκληρότητα που είχε δείξει προηγουμένως, τώρα εξέπεμπε μια τρυφερότητα και μια αγνότητα. Ναι, ίσως να μπορούσε να της προσφέρει αυτό που τόσο λαχταρούσε η καρδιά της.
«Με λένε Πανδώρα», αποκρίθηκε εκείνη κάνοντας τον Τζαν να της χαρίσει το πιο λαμπρό του χαμόγελο.
Κι έτσι ξεκίνησαν όλα…
Η Πανδώρα έγινε μέλος της αγέλης του Τζακ κι έπαψε να είναι ωμέγα. Τώρα πια ήταν βήτα, αγαπητή από τους υπόλοιπους βήτα έχοντας πια την οικογένεια που πάντα ήθελε. Μα είχε και πολλά παραπάνω.
Ο Τζακ την είχε υπό την προστασία του και περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους μαζί. Την συνόδευε στο κυνήγι, την εκπαίδευε στο πώς να υπερασπίζεται τον εαυτό της ή κάποιο άλλο μέλος της αγέλης. Συχνά καθόντουσαν κάτω από το φεγγαρόφως και ούρλιαζαν μέσα στην νύχτα. Ο Τζακ μάλιστα συνήθιζε να την πειράζει για την λεπτή φωνή της, δένοντας πιο σφιχτά τον δεσμό τους με αυτό το παιδιάρισμα. Σύντομα είχαν ανοίξει τις ψυχές τους ο ένας στον άλλον.
Πολλά βράδια μιλούσαν αμέτρητες ώρες αποκαλύπτοντας τους εαυτούς τους. Και κάποτε έφτασε η νύχτα όπου τα λόγια ήταν περιττά. Το μυαλό τους είχε συνειδητοποιήσει αυτό που οι καρδιές τους έλεγε από την πρώτη νύχτα που συναντήθηκαν (ή μάλλον την δεύτερη). Στις ψυχές τους τώρα, εκτός από στοργή, φώλιαζε κι ο έρωτας.
Η ευχή της Πανδώρας είχε πραγματοποιηθεί και το ίδιο του Τζακ, διότι εκείνο το βράδυ μπορεί να είχε ζητήσει βοήθεια για την αγέλη του, αλλά αυτό που πραγματικά ποθούσε ήταν η Πανδώρα, κάτι το οποίο τα νερά κατάλαβαν και του προσέφεραν απλόχερα. Πλάγιασαν λοιπόν με θέρμη και λατρεία και τις ευλογίες της σελήνης και των αστεριών.
Το επόμενο πρωί, η Πανδώρα ξύπνησε νωρίτερα από τον Τζακ για να του φέρει το αγαπημένο του κυνήγι. Πλέον δεν φοβόταν να κυκλοφορήσει κι έτσι έπαιρνε σύντομα μονοπάτια και πολλές φορές επικίνδυνα. Σ’ ένα από αυτά, παραφυλούσε η αγέλη των ωμέγα και μόλις την είδαν δεν έχασαν ευκαιρία. Την χτύπησαν στο κεφάλι αφήνοντας την αναίσθητη, καθώς έτσι θα μπορούσαν να την πάρουν πιο εύκολα στο κρησφύγετο τους.
Έσυραν την λύκαινα στην σκοτεινή σπηλιά τους και την ανέκριναν με τον πιο βασανιστικό τρόπο ώστε να τους πει πού βρισκόταν το καταφύγιο του Τζακ και της αγέλης του. Όμως εκείνη, όσο κι αν υπέφερε, δεν μαρτύρησε την οικογένεια της.
«Για τελευταία φορά πριγκιπέσσα, θα μας πεις;»
Η Πανδώρα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Δεν καταλαβαίνεις πως έτσι θα σώσεις πιο εύκολα τον εαυτό σου;»
Δεν απάντησε για μία ακόμη φορά.
Ο ένας μαύρος λύκος έχοντας χάσει την υπομονή του, έσκυψε και της είπε χαμηλόφωνα: «Άκου πώς έχει το πράγμα. Είναι πολύ απλό. Σε βάζουμε να διαλέξεις ανάμεσα στην ζωή του και την δική σου».
Η Πανδώρα κοίταξε για λίγο το κενό. Οι βήτα θα έδιναν και την ζωή τους για τον αρχηγό τους. Η δύναμη της αλληλεγγύης της αγέλης έρεε μέσα τους. Όμως με την Πανδώρα ήταν διαφορετικά. Δεν είχε μάθει πώς ήταν αυτό το συναίσθημα, παρά τους τελευταίους μήνες. Παρ’ όλα αυτά, το ένστικτό της ως βήτα και ο έρωτας της για τον Τζακ της έδωσαν κουράγιο για να ξεστομίσει με αυτοπεποίθηση τα επόμενα λόγια της.
«Την δική του».
Πίσω στην αγέλη του Τζακ όλοι ήταν αναστατωμένοι. Ένα αηδόνι είχε προφτάσει κι είχε μεταφέρει τα κακά μαντάτα της απαγωγής της Πανδώρας. Όλοι τους ήθελαν να τρέξουν να την βρουν και να την σώσουν. Φωνάζανε σχέδια και ετοιμάζονταν για μάχη. Ο μόνος που δεν έβγαζε άχνα ήταν ο Τζακ. Καθόταν σε μια γωνία και σκεφτόταν. Ένιωθε υπεύθυνος για ό,τι είχε συμβεί στην Πανδώρα κι έτρεμε για την τύχη της. Τελικά, αποφάσισε πως θα την έσωζε μόνος του. Η αγέλη του αρχικά δεν το δέχτηκε. Δεν θα τον άφηνε να πάει μόνος σε μια τόσο επικίνδυνη αποστολή. Αυτός όμως ήταν ανένδοτος. Ήθελε να αποδείξει σε όλους – και κυρίως στον εαυτό του- ότι ήταν ένας ικανός άλφα.
Τους συμβούλεψε να τρέξουν μακριά και να βρουν καινούριο καταφύγιο κι ο ίδιος, αν επιβίωνε, θα τους ξανασυναντούσε. Με δάκρυα στα μάτια αποχαιρέτησε την οικογένειά του και ξεκίνησε αμέσως για να σώσει τον έρωτά του.
Με την βοήθεια δύο σπουργιτιών βρήκε το κρησφύγετο των ωμέγα. Ο φόβος του για την Πανδώρα κι η στενοχώρια του καταλάγιασαν όταν η οργή πότισε την ψυχή του. Ορκίστηκε πως θα τον σκότωνε χωρίς δεύτερη σκέψη όποιον έβλεπε μπροστά του.
Μόλις μπήκε μέσα, αντίκρισε την αιμόφυρτη Πανδώρα να κείτεται ακίνητη στο έδαφος. Ο μαύρος λύκος, ο οποίος έμεινε πίσω για να την αποτελειώσει, κατευθύνθηκε προς τον Τζακ.
«Διάλεξε εσένα», είπε στον Τζακ «Παραήταν ανόητη».
Ο Τζακ γρύλισε κι όρμησε στο βασανιστή της αγαπημένης του δείχνοντας καθόλου έλεος. Τον αποτελείωσε όσο πιο αργά και βασανιστικά μπορούσε παίρνοντας εκδίκηση για την αποτρόπαια συμπεριφορά του στην Πανδώρα.
Αμέσως μετά έτρεξε σε εκείνη. Αντικρίζοντας την κακοποιημένη του σύντροφο, η ρώμη του χάθηκε και την θέση της πήρε η θλίψη και ο πόνος. Η μικρή λύκαινα κατάφερε να διώξει την αγριότητα του ακόμα και τώρα.
«Πανδώρα», μουρμούρισε κλαψουρίζοντας.
Εκείνη, νιώθοντας τον Τζακ δίπλα της, μάζεψε όλες τις δυνάμεις της για να του μιλήσει για τελευταία φορά.
«Τζακ», κατάφερε να πει. «Είσαι καλά;»
Εκείνος προσπάθησε να απαντήσει, αλλά ο πόνος του ήταν τόσο μεγάλος που το μόνο που δραπέτευσε από το στόμα του ήταν λυγμοί.
«Μην κλαις», τον παρακάλεσε η Πανδώρα. «Η αγέλη είναι εντάξει».
«Εσύ όμως δεν είσαι».
Κούνησε ελαφρά την πατούσα της και τον ακούμπησε.
«Είμαι χαρούμενη. Χαρούμενη και περήφανη, γιατί είσαι ένας μοναδικός αρχηγός. Ο καλύτερος που θα μπορούσα να έχω».
Ο Τζακ ανήμπορος να σταματήσει τα δάκρυά του, ξεκούρασε το μέτωπό του στο δικό της.
«Σ’ αγαπάω», της ψιθύρισε.
Εκείνη χαμογέλασε αδύναμα κι απάντησε: «Κι εγώ σ’ αγαπάω. Είσαι το πιο υπέροχο πλάσμα που έχω γνωρίσει, το καλύτερο δώρο που μου έχει δοθεί ποτέ. Είμαι τόσο τυχερή που ήσουν στην ζωή μου, ακόμα και για τόσο λίγο».
Ο Τζακ ανασήκωσε γρήγορα το κεφάλι του.
«Όχι. Δεν θα τελειώσει εδώ. Δεν μπορεί να τελειώσει εδώ. Θα δεις, θα γίνεις καλά και θα ζήσουμε πολλά χρόνια μαζί. Μπορούμε να το κάνουμε. Δεν μπορεί να τελειώσει εδώ».
Τα λόγια αυτά έβγαιναν ασυναίσθητα από το στόμα του, όμως τα ένιωθε κι έπρεπε να τα πει. Δυστυχώς όμως όσο κι αν ήθελε να βγουν αληθινά, η μοίρα είχε πάρει την απόφαση της. Η Πανδώρα έκλεισε τα μάτια της και ξεψύχησε στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Για εκείνη ήταν ο πιο γλυκός θάνατος μα για εκείνον ήταν η πιο επώδυνη στιγμή της ζωής του. Έκλαιγε και φώναζε εξωτερικεύοντας πολύ δυνατά τον θρήνο του, τόσο δυνατά που μέχρι και τα νερά της πηγής που κάποτε πραγματοποίησαν την ευχή του, τον άκουσαν. Το μοιρολόι του τα τάραξε και σχεδόν έκλαψαν κι εκείνα. Ωστόσο, κρατήθηκαν κι αποφάσισαν να μην ξαναπραγματοποιήσουν ευχή, διότι τελικά μπορούσαν να προξενήσουν πόνο. Εντούτοις, αποφάσισαν να κάνουν ένα τελευταίο δώρο στην Πανδώρα και τον Τζακ. Ήταν φανερό πως λάτρευαν ο ένας τον άλλον κι ήθελαν όσο τίποτα άλλο στον κόσμο να είναι μαζί. Έτσι, πήραν τις ψυχές τους και τις έκαναν αθάνατες, δίνοντας στους δύο λύκους αυτό που οι καρδιές τους αποζητούσαν: να είναι για πάντα μαζί.
Αργά το βράδυ κι όταν η σελήνη είναι στο απόγειό της, μπορεί να διακρίνει κανείς στα κρυστάλλινα νερά μιας πηγής την Πανδώρα και τον Τζακ να αγκαλιάζουν στοργικά ο ένας τον άλλον. Η αγάπη κι ο έρωτας αποδείχτηκαν δύο δυνατά συναισθήματα, που αν και πολλές φορές θεωρούνται καταστροφικά, η Πανδώρα κι ο Τζακ απέδειξαν το αντίθετο. Δυο αθάνατες αγαπημένες ψυχές ταξιδεύουν στον χρόνο με πυξίδα την αγάπη τους και στόχο την προστασία άλλων ψυχών που αγαπιούνται όσο εκείνοι.

Σχόλια

  1. Ένα δυνατό παραμύθι γεμάτο σεληνόφως και ρομαντισμό, ένας κατά δικός σου μύθος που αποδεικνύει ότι η πιο ισχυρή μαγεία απ' όλες είναι η αγάπη!
    Δανάη μου, συγχαρητήρια για άλλη μια φορά! Με συγκίνησες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Βρε Δανάη! Βρε Δανάη! Βρε κορίτσι μου! Αλήθεια που έχεις κρυμμένη τέτοια εκφραστική δύναμη βρε καλή μου φίλη. Πόση συγκίνηση, πόση φαντασία, πόσες εικόνες, πόσα μηνύματα. Πλάθεις ένα ολάκερο κόσμο μπροστά στα μάτια μας παραδίδοντας μαθήματα ευαισθησίας. Ειλικρινά με αφήνεις συγκινημένο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Με τιμούν και με συγκινούν πάντα τα λόγια σου. Δεν βάζω την κασέτα κάθε φορά, όντως με αγγίζουν. Το ευχαριστώ είναι πλέον πολύ λίγο.

      Διαγραφή
  3. Μπράβο Δανάη πολύ ωραίο το παραμύθι σου. Γεμάτο εικόνες κ συναισθήματα.
    Καλή συνέχεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Back to Top