Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο
banner

Our Latest

Το Καπετανόσπιτο - Γράφει η Ελένη Ζηνονίδη

Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...

O Λόφος των Θεών


Το κείμενο που θα ακολουθήσει είναι ένα μικρό διήγημα με πρωταγωνιστή έναν πρώην μοναχό, που κίνησε να βρει το δικό του μονοπάτι. Στο πλάι του βρίσκεται ανά πάσα στιγμή η θεά της Τύχης και μπροστά του ένας ονειρικός κόσμος πλασμένος από επιρροές της αρχαίας Κίνας και του Ανατολικού Ασιατικού κόσμου. 

Καλή απόλαυση!


Η εικόνα που είχε μπροστά του ο νεαρός τυχοδιώκτης, δεν μπορούσε να συγκριθεί ούτε με τις κρυστάλλινες πόλεις της Τσάου – Σού, ούτε με τους κήπους της μάγισσας Μότσου στον Βορρά. Η πεδιάδα ήταν μια απέραντη θάλασσα πράσινου που επεκτεινόταν πέρα από τον ορίζοντα. Το γρασίδι έλαμπε με την εκτυφλωτική λάμψη του ηλίου και με την πρωινή δροσιά που το στόλιζε. Τα λευκά άνθη διασκορπισμένα με τελειότητα, φάνταζαν πινελιές σε έναν πίνακα αστείρευτης ομορφιάς˙ σε έναν πίνακα που ο ίδιος ο δημιουργός δεν θα άντεχε να αποχωριστεί. Καμία συμφορά δεν το είχε αγγίξει: καμία καταστροφή δεν το είχε πλήξει. Οι θεοί προστάτευαν τα πιο θαυμαστά τους έργα και για αυτό δεν ήταν τυχαία η ονομασία του: Ζιονκ Σανζισεν: ο λόφος των θεών.
            
 Για τον Γιαν Τσιν ήταν το απόλυτο μέρος. Εκεί ξαπόσταινε όταν χρειαζόταν ένα διάλειμμα από την βαβούρα του κόσμου και το μόνιμο χάος που επικρατούσε σε κάθε πόλη και σε κάθε γωνιά. Η ζωή του δεν ήταν μόνο κυνηγητό, τζόγος και γλέντια που τα ακολουθούσαν άγριες νύχτες τις οποίες σπάνια θυμόταν το επόμενο πρωί. Δεν ήταν κάθε μέρα εκείνος ο άσωτος υιός που θεοί και μοναχοί τον είχαν ξεγράψει.  Υπήρχαν φορές που η καρδιά του αναζητούσε ξεκούραση και το μυαλό του ηρεμία. Υπήρχαν φορές που δεν ήθελε να ασχοληθεί με τίποτα. Αναζητούσε την απομόνωση και το απόλυτο τίποτα. Θα άφηνε τον κόσμο στην δική του ησυχία και ο κόσμος θα του χάριζε το ίδιο ακριβώς δώρο.
            
Το γρασίδι στην πλάτη του ήταν χίλιες φορές πιο απαλό από τα ψάθινα στρώματα και τα πουπουλένια κρεβάτια. Για προσκέφαλο είχε τα χέρια του και εάν κρύωνε την νύχτα θα χρησιμοποιούσε τη χιλιο-φθαρμένη του κάπα. Νερό και φαγητό είχε μπόλικο. Μπορούσε να παραμείνει εκεί ανενόχλητος για αρκετές μέρες και δεν θα του έλειπε τίποτα.  Άνοιξε τα μάτια του. Ήθελε να αντικρίσει το γαλάζιο πέπλο των ουρανών. Λέγανε πως τα ουράνια δεν ήταν παρά τα πατώματα των θεών. Σαν ένα τεράστιο οίκημα ο κόσμος, με τους τελευταίους ορόφους οι διαστάσεις των δαιμόνων και των διαβόλων ενώ ψηλότερος ήταν η κατοικία των ουράνιων πλασμάτων και θεοτήτων. Ενδιάμεσα βρισκόταν ο κόσμος των θνητών: των απόκληρων και των αμαρτωλών που κάποτε είχαν στα χέρια τους το δώρο της αθανασίας μα το πέταξαν δίχως δεύτερη σκέψη. 
            « Τι έγνοιες έχετε εσείς εκεί πάνω;» χασκογέλασε και τα βλέφαρά του έκλεισαν ακόμα μία φορά.
            «Τόσες όσες δεν μπορείς να φανταστείς» μια γυναικεία φωνή απάντησε στο ερώτημά του κι ο Γιαν Τσιν χαμογέλασε πλατιά.
            «Μα βέβαια, πως τόλμησα να είμαι τόσο αφελής! Θάνατος, λοιμός, πόλεμοι και καταστροφές. Μην αρχίσω να μιλάω για τις άθλιες τοποθεσίες και συνθήκες στις οποίες είστε υποχρεωμένοι να ζείτε για μια αιωνιότητα».
            «Κάνεις λάθος, μικρέ»
            «Δεν το νομίζω, κυρά. Τα προβλήματα των θνητών δεν σας αγγίζουν και δεν πρόκειται ποτέ να σας αγγίξουν. Πάρε για παράδειγμα τούτο εδώ το τοπίο. Ο λόφος σας, όπως τον ονόμασαν οι παλιοί. Τέλειος και αγνός σαν παρθένα κόρη. Πόσα χρόνια υπάρχει; Πόσα χρόνια δεν έχει υποστεί καταστροφές; Χιλιάδες. Ο λόγος; Σας αρέσει και δεν θέλετε να τον χάσετε. Ενώ εμείς; Εμείς είμαστε έρμαια των δικών σας παιχνιδιών και κατά βάθος καταριέστε την ώρα και την στιγμή που δημιουργηθήκαμε. Σας απογοητεύσαμε μια φορά και έκτοτε συνεχίζουμε αμέριμνοι. Λίγοι ακούνε τα λόγια σας και ακόμα λιγότεροι ζούνε με βάση τους νόμους και τις γραφές σας. Για ποιο λόγο, λοιπόν, να σας ενδιαφέρει η ζωή μας; Όμορφη κυρά, μην μου μιλάς για τα δικά σας πάθη και τους δικούς σας πόνους».

            Η λυγερή φιγούρα με τα μακριά μαλλιά, που σαν ποτάμι ανήσυχο ανέμιζαν στο έλεος του ανέμου, του άπλωσε το χέρι της. «Άνοιξε τα μάτια σου, και έλα μαζί μου».

            Με βαριά καρδιά και έναν αναστεναγμό έκανε ακριβώς ότι του ζήτησε. Ο Γιαν Τσιν σηκώθηκε και άνοιξε τα μάτια του, η κυρά βρισκόταν μπροστά του μα το τοπίο τριγύρω του άλλαζε. Τρεμόπαιζε και άλλαζε κάθε ματιά. Εκείνος ο επίγειος παράδεισος μεταμορφωνόταν σε πύρινη κόλαση: στάχτες, φλόγες και θάνατος βρίσκονταν παντού και μετά, ξανά η ίδια γαλήνια εικόνα.

            «Τι είναι πραγματικότητα και τι ψέμα, Γιαν Τσιν; Το χάος ή η τάξη;» σε κάθε της λέξη το περιβάλλον μεταλλασσόταν και ο νεαρός άρχισε να πανικοβάλλεται. «Εάν το χάος επικρατήσει σαν πραγματικότητα σε μία διάσταση τότε δεν θα αργήσει η τάξη να καταρριφθεί και στις υπόλοιπες. Όσο εσείς ζείτε σε μία γενικευμένη ισορροπία που χάνεται μπροστά στα μάτια σας, τόσο εμείς εκεί και οι Άλλοι θα ζούμε σε πλήρη κοσμική αναστάτωση» βημάτισε μπροστά του και τον άρπαξε από τους ώμους, αναγκάζοντας τον να την κοιτάξει κατάματα. Η μορφή της είχε μεταλλαχθεί, ακριβώς σαν το τοπίο τριγύρω του. Είχε σκοτεινιάσει και τα μάτια της από ασημί είχαν μετατραπεί σε μαύρα της αβύσσου και του θανάτου. Η μακριά της χαίτη είχε γίνει ένα με το κάποτε λευκό της ρούχο, άγριος ποταμός που τα νερά του θα παρέσερναν στρατό ολόκληρο και τα χέρια της γαμψά νύχια που έσκαβαν την σάρκα του. Το βλέμμα του ήταν μονίμως καρφωμένα στο δικό της. Τι μάγια του είχε κάνει η καταραμένη! Έπαιρνε ανάσες μα αισθανόταν πως θα έσκαγε το στήθος του. Το σώμα του έτρεμε και τα μάτια του δάκρυσαν από την πίεση και την ένταση. Φοβόταν…όσο κι αν ήθελε να το αρνηθεί, φοβόταν.

            «Βάλτο καλά στο μυαλό σου, θνητέ! Όσο επικρατεί απόλυτο χάος σε εσάς» το χέρι της, αιματοβαμμένο από την πληγή του, κάρφωσε το στήθος του, στο σημείο ακριβώς που χτυπούσε η καρδιά. Ο πόνος τον έπιασε απροετοίμαστο μα δεν έκανε καμία κίνηση. Του ήταν αδύνατον ακόμα και να αρθρώσει την οποιαδήποτε λέξη. «μέσα σας και στην κοινωνία σας, το τέλος θα φαντάζει πιο κοντά από ποτέ!» ο άνεμος λυσσομανούσε και εκείνη αποτραβήχτηκε, ελευθερώνοντας τον απότομα. Με μια μόνο ανάσα βρέθηκε ξαπλωμένος στο τρυφερό γρασίδι. Είχε ιδρώσει μα ο πόνος και το μούδιασμα είχαν εξαφανιστεί μαζί με την θεότητα. Όλα είχαν επανέλθει στα φυσιολογικά τους πλέον επίπεδα. Η πεδιάδα ήταν ξανά καταπράσινη και ζωντανή, ο ουρανός μία μίξη πορτοκαλί με απαλό ροζ: μια πανέμορφη εικόνα. Έτριψε το κεφάλι του, κοιτάζοντας τριγύρω. Σουρούπωνε. Πόσες ώρες κοιμόταν; Αναστέναξε και σήκωσε το μουδιασμένο του κορμί. Με θεούς και δαίμονες σε μόνιμη σύγχυση, έναν ήταν σίγουρο: δεν θα έβρισκε ποτέ την γαλήνη και την ησυχία που αναζητούσε.

Τέλος

Christy Oshima







Σχόλια

  1. Χριστίνα έχω μιλήσει πολλές φορές για την μαγεία των φανταστικών σου κόσμων. Πολλές φορές και για την ιδιαίτερη σκληρότητά τους. Είναι ένα ταξίδι στο όλο σύμπαν στο οποίο κινείσαι συγγραφικά στο μεγάλο σου δημιουργικό κομμάτι. Πολύ καλό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Όμορφο και μαγευτικό. Να δώσω επίσης συγχαρητήρια που βάσισες το κείμενο σου σε μια κουλτούρα που δεν πρωταγωνιστεί στην φαντασία. Κυριαρχεί μόνο η Δύση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πάντα με παρεσερναν τα λόγια για τους Θεούς και τους Δαίμονες. Εξαιρετικο!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Most Popular

Το Καπετανόσπιτο - Γράφει η Ελένη Ζηνονίδη

Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΤΖΟΑΝ ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ

  (από τη Βούλα Γκεμίση)     Ποια ήταν η πρώτη "σκοτεινή σκέψη" που σου ενέπνευσε να ασχοληθείς με το είδος του ψυχολογικού θρίλερ;       Δεν ήταν απλώς μια σκέψη, ήταν όλο το backround από πίσω. Φαντάσου πως από πολύ μικρή ηλικία είχα ξεκινήσει να βλέπω ταινίες με τον Freddy Krueger (τις έβλεπα αγκαλιά με τον μπαμπά μου και δε φοβόμουν) και διάβαζα βιβλία μυστηρίου, οπότε ήταν αναμενόμενο μεγαλώνοντας να αναζητώ να διαβάζω και να γράφω κάτι πιο σκοτεινό. ΒΡΕΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ!    Πώς διαχειρίζεσαι τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αγωνία και την υπερβολή όταν χτίζεις την ψυχολογία των χαρακτήρων σου;      Προσπαθώ να μπαίνω στη θέση των χαρακτήρων για να τους κατανοήσω, οπότε μου δίνουν εκείνοι τις απαντήσεις. Τώρα αν καταφέρνω να μην περνάω αυτήν τη λεπτή γραμμή, θα το κρίνουν οι αναγνώστες. ΒΡΕΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ!     Υπάρχει κάποιος ήρωας ή αντιήρωας από τα βιβλία σου που σε ταλαιπώρησε συναισθηματικά περ...

Συνέντευξη στον Χάρη Κωφιάδη

"Βρες την ευτυχία σου και γραπώσου επάνω της με νύχια και με δόντια. Κρατήσου με ό,τι έχεις. Δεν θα έχεις πολλές ευκαιρίες, κανείς μας δεν έχει." Στον «καναπέ» των Ονείρων Πένες φιλοξενείται σήμερα ο Χάρης Κωφιάδης. Αναμφίβολα ταλαντούχος και πολυπράγμων με έδρα στη Θεσσαλονίκη, μας μιλάει για εκείνον, για όσα αγαπάει, για όσα δημιουργεί. Όσα αγαπάει να δημιουργεί. Το βιβλίο του « Το όνομά μου είναι Σάντρα » είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική πλατφόρμα Carmella ’ s books  στα ελληνικά, ενώ σύντομα θα είναι διαθέσιμη και η  αγγλική μετάφραση: https://carmelasbooks.com/el/books/2 Πάμε λοιπόν να τον γνωρίσουμε!                                         Λίγα στοιχεία για να γνωρίσουμε τον συγγραφέα Χάρη καλύτερα. Ποια είναι η ιδανική συνθήκη για να γράψεις; Μερικοί συγγραφείς από την άλλη παραδέχονται ότι μπορούν να γράψουν όπου κι αν βρεθούν. Άλλοι πάλι δημιουργούν οι ίδιοι τη...