Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο
banner

Our Latest

Το Καπετανόσπιτο - Γράφει η Ελένη Ζηνονίδη

Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...

Η Μυρωδιά του βιβλίου


Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Γράφει η Βούλα Γκεμίση

«Δεν αντέχω μαμά…»

Το καταθλιπτικό βλέμμα της Άλκηστης έγειρε προς το κενό που υπήρχε δίπλα της. Στο μαξιλάρι της η ανάμνηση χόρευε σαν επαγγελματίας μπαλαρίνα στριφογυρίζοντας ρυθμικά πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί.. Με τα ακροδάχτυλα της άφησε ένα τρυφερό χάδι στη σελίδα του βιβλίου που μόλις είχε ανοίξει. Το λιγοστό φως φεγγοβολούσε ασθενικά πάνω στην προσεγμένη γραμματοσειρά και εκείνη με το άλλο της χέρι – έτριψε την άκρη των ματιών της μουσκεύοντας το δέρμα της.
Όλα άλλαξαν μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Έγιναν μουντά. Άχρωμα. Χωρίς καμία ένδειξη επαναφοράς. Τα χρωματιστά όνειρα της έμοιαζαν με μουτζούρα πια, τη στιγμή που κάποιο αόρατο χέρι ένα βράδυ τα έσβησε μεμιάς. Κανείς δεν την ρώτησε. Κανείς δεν νοιάστηκε πραγματικά.

Έφερε το ανοιχτό βιβλίο κοντά στο στήθος της και άθελα της το έσφιξε στο σημείο της καρδιάς. Ένας κόμπος ανέβηκε αυτόματα στο λαιμό της, αγκαλιάζοντας στη διαδρομή του έναν λυγμό που δεν κατάφερε κάπου στο τέλος να βρει την λύτρωση του. Το ίδιο συναίσθημα εδώ και καιρό. Η ίδια δυσφορία που της μαστιγώνει ότι καλό είχε για να θυμάται.
«Είμαι μόνη…» Ψέλλισε με το βλέμμα της να αιωρείται ακανόνιστα μέσα στο μισοσκόταδο και επανέλαβε την ίδια φράση ξανά και ξανά με το μυαλό κολλημένο πάνω στην σκέψη που διατηρούσε εδώ και ώρα.
«Είμαι μόλις δώδεκα χρονών…» Είπε χαμηλόφωνα και έγειρε το σώμα της ξαπλώνοντας σε εμβρυική στάση. Το βλέμμα της αναζήτησε και πάλι το κενό. Η Άλκηστη δεν ήταν ένα παιδί που της είχαν μάθει με ποιο τρόπο θα έπρεπε να δέχεται τα δώρα και αυτό το βιβλίο που είχε σφιχτά μέσα στην αγκαλιά της αρκετή ώρα τώρα με την χαρακτηριστική μυρωδιά του, την έκανε να θέλει να ουρλιάξει. Το έσφιξε ακόμα πιο δυνατά επάνω της σαν να ήθελε να το προστατέψει από κάποια ανεξήγητη εχθρική πρόκληση ώσπου έμπηξε τα νύχια στο εξώφυλλο του και άρχισε να το τρίβει ανυπόμονα.  

«Είναι δικό μου! Μην το αγγίζεις!» Ούρλιαξε με όλη της την δύναμη και τα δάκρυα άρχισαν να κατηφορίζουν αργά αγκαλιάζοντας τα δυο της μάγουλα. Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε διάπλατα και δύο γέρικα χέρια προσπάθησαν να την καθησυχάσουν. Ένα νανούρισμα βγήκε από τα ρυτιδιασμένα χείλη της γριάς γυναίκας όταν η Άλκηστη παραδόθηκε μέσα στην αγκαλιά της. Νανούρισμα και χάδι πάντρεψαν την κίνηση από το ροζιασμένο χέρι της όσο οι συγχρονισμένες κινήσεις του έγιναν το πιο ζεστό καταφύγιο σε μία παιδική ψυχή που αιμορραγούσε συνεχώς από ανοιχτές πληγές.

«Σώπα κορίτσι μου… Σώπα μικρή μου…» Βγήκαν οι ξεψυχισμένες λέξεις βαριές από τα βάθη της καρδιάς της κάπου στο τέλος του τραγουδιού. Η Άλκηστη γύρισε και κάρφωσε με το πονεμένο βλέμμα της τα σκουρόχρωμα και βουρκωμένα μάτια της γιαγιάς της. Δεν είπε τίποτα, μα οι βουβές κραυγές της μέσα από τα αναφιλητά της τα είχαν πει όλα. Κατηφόρισε το βλέμμα με το κεφάλι της κοιτάζοντας προς το ανοιχτό βιβλίο που είχε αγκαλιάσει με αυτό την κοιλιά της. Έπειτα, κοίταξε αργά και μελαγχολικά μέσα από τα δακρυσμένα μάτια της, την γιαγιά της.
«Πονάει γιαγιά… Πονάει πολύ… Έχει το άρωμα της…»

Η γιαγιά κοίταξε νοσταλγικά όλο θλίψη το βιβλίο που αγκάλιαζε ακόμα την κοιλιά της εγγονής της. Θα ήθελε να είχε τη δύναμη να της πει για εκείνα τα δώρα που αφήνει η ίδια η ζωή, μα το κοριτσάκι της δεν ήταν σε θέση να καταλάβει. Όλα ξαφνικά μπροστά στα μάτια της εγγονής της έμοιαζαν να ορφάνεψαν από λέξεις απότομα. Η καρδιά της δεν βαστούσε πια να βρει λόγια παρηγοριάς μέσα της.
«Δεν θα την ξανά δω…» Έσφιξε τα δόντια του το κορίτσι και ξανά χώθηκε στην αγκαλιά της. «Αν πάθεις και εσύ κάτι τότε θα μείνω για πάντα μόνη μου…» Η χροιά της φωνής της πρόδιδε ανασφάλεια. Φόβο και μοναξιά. Από εκείνες τις μοναξιές που δεν αντέχει κανείς.

Αυτό το βιβλίο είχε όντως το άρωμα της κόρης της. Ποτισμένο με ένα σορό αναμνήσεις. Ένα δερματόδετο βιβλίο με κιτρινισμένες σελίδες. Νοτισμένες από τον ίδιο το χρόνο. Η κόρη της ήταν ακόμα έφηβη όταν είχε ξεκινήσει να το γράφει και μέσα στις σελίδες του οι σκέψεις έμοιαζαν να είναι με ότι πολύτιμο είχε μείνει από εκείνην. Ένα ημερολόγιο. Μία κατάθεση ψυχής. Ένα βιβλίο που το είχε ντύσει με τα χέρια της και την συντρόφευε όλα τα χρόνια της ζωής της. Κάθε σελίδα του έκρυβε όλες τις μοναχικές στιγμές της.
Η γιαγιά το πήρε στα χέρια της αποδεσμεύοντας το από την αγκαλιά της εγγονής της και το έφερε αργά κοντά στα δυο της χείλη αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί. Η μυρωδιά του την αγκάλιασε. Έμεινε για λίγο με το βλέμμα της καρφωμένο επάνω του. Ένιωσε την παρουσία της κόρης της τόσο έντονα που ήταν σχεδόν βέβαιη ότι κανένας Θεός δεν την είχε πάρει από κοντά τους τόσο άδικα. Κανείς δεν τα βάζει με τον ίδιο το θάνατο. Όλοι τον τρέμουν και γνώριζε το πόσο γενναία αντιμετώπισε το χρονικό περιθώριο ζωής που της είχαν υποδείξει οι γιατροί μετά τις εξετάσεις της.

Η Άλκηστη χώθηκε μέσα στην αγκαλιά της γιαγιάς της με μάτια βουρκωμένα. Έψαχνε λόγια για να εκφράσει τα συναισθήματα της μα οι χτύποι της καρδιάς της ήταν πιο δυνατοί από λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Γύρισε μόνο και την κοίταξε ακολουθώντας το βλέμμα της που εστίαζε όλο και περισσότερο επάνω στο βιβλίο.
«Όσα χρόνια και να περάσουν αυτό το βιβλίο δεν θα πάψει ποτέ να μυρίζει όπως εκείνη…»
Αποκρίθηκε ενώ τα βλέφαρα της έκλειναν με θλίψη.  
«Γιαγιά… γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι;»

Η παιδική φωνή της ήταν ήρεμη. Τόσο ήρεμη, που η ηρεμία αυτή έκανε την γιαγιά της να ραγίσει συναισθηματικά. Άπλωσε αργά το χέρι της και χάιδεψε την εγγονή της στο μάγουλο. Είχε χάσει ήδη το παιδί της, αλλά μέσα στα δυο ανοιχτόχρωμα μάτια της αντίκριζε το βλέμμα της κόρης της. Πόσο της έμοιαζε… Τα δάκρυα της κύλησαν ακανόνιστα αυλακώνοντας το γέρικο πρόσωπο της. Πόσο πόνο μπορούσαν να χωρέσουν μέσα τους αυτά τα δάκρυα; Άπλωσε το χέρι της και αναζήτησε μέσα στο βιβλίο την τελευταία μέρα της ζωής της που είχε κλείσει μέσα του η κόρη της. Όλες οι λέξεις της που ήταν αποτυπωμένες πάνω στο χαρτί άφηναν πίσω της το πιο αισιόδοξο μήνυμα. Να μην διατηρείται κανένας φόβος για τις στιγμές. Απλά να τις ζούμε. Στη διπλανή σελίδα υπήρχε μια κενή σελίδα. Με την παλάμη της χάιδεψε την επιφάνεια της κοιτάζοντας και πάλι την εγγονούλα της στα μάτια:

«Από εδώ… Από εδώ μπορείς να συνεχίσεις αυτό το βιβλίο. Την ιστορία που έμεινε μισή… Εσύ είσαι η συνέχεια της…»

Σχόλια

  1. Βούλα είναι υπέροχο. Φορτωμένο συναισθήματα. Όμως καλή μας φίλη, δεν μας είπες το δημιουργό του. Κρατώ την ανάσα μου, ναι είναι δικό σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ναι, δικό μου είναι... Το έγραψα με αφορμή το blog...

      Διαγραφή
    2. Για μια ακόμα φορά τα συγχαρητήρια μου Βούλα! Η γραφή σου δείχνει ακόμα πιο ώριμη, ακόμα πιο εκφραστική. Μπράβο κοπέλα μου.

      Διαγραφή
  2. Γεμάτο συναισθήματα και εικόνες...υπέροχο αγαπημένη !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πω πω Βούλα...είναι απλά πανέμορφο...με όλη τη στεναχώρια του και τα δάκρυα και τη μυρωδιά αυτού του βιβλίου. Και τη όμορφη απάντηση σε μια τόσο δύσκολη ερώτηση. Πραγματικά, υπέροχο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Most Popular

Το Καπετανόσπιτο - Γράφει η Ελένη Ζηνονίδη

Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΤΖΟΑΝ ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ

  (από τη Βούλα Γκεμίση)     Ποια ήταν η πρώτη "σκοτεινή σκέψη" που σου ενέπνευσε να ασχοληθείς με το είδος του ψυχολογικού θρίλερ;       Δεν ήταν απλώς μια σκέψη, ήταν όλο το backround από πίσω. Φαντάσου πως από πολύ μικρή ηλικία είχα ξεκινήσει να βλέπω ταινίες με τον Freddy Krueger (τις έβλεπα αγκαλιά με τον μπαμπά μου και δε φοβόμουν) και διάβαζα βιβλία μυστηρίου, οπότε ήταν αναμενόμενο μεγαλώνοντας να αναζητώ να διαβάζω και να γράφω κάτι πιο σκοτεινό. ΒΡΕΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ!    Πώς διαχειρίζεσαι τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αγωνία και την υπερβολή όταν χτίζεις την ψυχολογία των χαρακτήρων σου;      Προσπαθώ να μπαίνω στη θέση των χαρακτήρων για να τους κατανοήσω, οπότε μου δίνουν εκείνοι τις απαντήσεις. Τώρα αν καταφέρνω να μην περνάω αυτήν τη λεπτή γραμμή, θα το κρίνουν οι αναγνώστες. ΒΡΕΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ!     Υπάρχει κάποιος ήρωας ή αντιήρωας από τα βιβλία σου που σε ταλαιπώρησε συναισθηματικά περ...

Συνέντευξη στον Χάρη Κωφιάδη

"Βρες την ευτυχία σου και γραπώσου επάνω της με νύχια και με δόντια. Κρατήσου με ό,τι έχεις. Δεν θα έχεις πολλές ευκαιρίες, κανείς μας δεν έχει." Στον «καναπέ» των Ονείρων Πένες φιλοξενείται σήμερα ο Χάρης Κωφιάδης. Αναμφίβολα ταλαντούχος και πολυπράγμων με έδρα στη Θεσσαλονίκη, μας μιλάει για εκείνον, για όσα αγαπάει, για όσα δημιουργεί. Όσα αγαπάει να δημιουργεί. Το βιβλίο του « Το όνομά μου είναι Σάντρα » είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική πλατφόρμα Carmella ’ s books  στα ελληνικά, ενώ σύντομα θα είναι διαθέσιμη και η  αγγλική μετάφραση: https://carmelasbooks.com/el/books/2 Πάμε λοιπόν να τον γνωρίσουμε!                                         Λίγα στοιχεία για να γνωρίσουμε τον συγγραφέα Χάρη καλύτερα. Ποια είναι η ιδανική συνθήκη για να γράψεις; Μερικοί συγγραφείς από την άλλη παραδέχονται ότι μπορούν να γράψουν όπου κι αν βρεθούν. Άλλοι πάλι δημιουργούν οι ίδιοι τη...