Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καλώς ήρθες

Αναγνώστης, συγγραφέας, αρθρογράφος ή και απλός περαστικός... Είναι τιμή μας να σε έχουμε στην παρέα μας!

Επιλεγμένα

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

  "ΜΠΛΕΞΑΝ ΟΙ ΖΩΕΣ ΜΑΣ" Νεκταρία Μαρκάκη Περίληψη Σε μια πόλη που πνίγεται στο γκρίζο, ένας άνθρωπος χρωματίζει τις ζωές δύο αγνώστων, δίνοντας τους ένα χέρι βοηθείας την στιγμή που και οι δύο ήταν έτοιμοι να παραδώσουν τα όπλα. Ο Μάρκος έχει μάθει να δίνει απλόχερα με μοναδικό αντάλλαγμα, για όποιον το θέλει, να προσφέρει και αυτός με την σειρά του σε κάποιον. Ένα καλός λόγος σε μία γυναίκα και λίγα τρόφιμα σε έναν άστεγο άνδρα είναι αρκετά για να φέρουν κοντά έξι ανθρώπους που θα ζήσουν ένα θαύμα. “Μία απλή πράξη καλοσύνης μπορεί να φέρει αλυσιδωτές αντιδράσεις ευτυχίας!” Βρείτε το βιβλίο μέσω του eshop makestorytelling.com σε αποκλειστική συνεργασία με τη συγγραφέα και την ομάδα συνεργασίας.  ΘΕΛΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ! Λίγα Λόγια για τη Νεκταρία Μαρκάκη Η Νεκταρία Μαρκάκη γεννήθηκε στην Αθήνα και η αγάπη της για τη συγγραφή ξεκίνησε στα εφηβικά της χρόνια, όταν αποτύπωσε για πρώτη φορά στις σκέψεις της σε χαρτί. Το 2013 μοιράστηκε το πρώτο της δημιούργημα στην εφαρμογή συγγραφέων Wa

Η Μυρωδιά του βιβλίου


Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Γράφει η Βούλα Γκεμίση

«Δεν αντέχω μαμά…»

Το καταθλιπτικό βλέμμα της Άλκηστης έγειρε προς το κενό που υπήρχε δίπλα της. Στο μαξιλάρι της η ανάμνηση χόρευε σαν επαγγελματίας μπαλαρίνα στριφογυρίζοντας ρυθμικά πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί.. Με τα ακροδάχτυλα της άφησε ένα τρυφερό χάδι στη σελίδα του βιβλίου που μόλις είχε ανοίξει. Το λιγοστό φως φεγγοβολούσε ασθενικά πάνω στην προσεγμένη γραμματοσειρά και εκείνη με το άλλο της χέρι – έτριψε την άκρη των ματιών της μουσκεύοντας το δέρμα της.
Όλα άλλαξαν μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Έγιναν μουντά. Άχρωμα. Χωρίς καμία ένδειξη επαναφοράς. Τα χρωματιστά όνειρα της έμοιαζαν με μουτζούρα πια, τη στιγμή που κάποιο αόρατο χέρι ένα βράδυ τα έσβησε μεμιάς. Κανείς δεν την ρώτησε. Κανείς δεν νοιάστηκε πραγματικά.

Έφερε το ανοιχτό βιβλίο κοντά στο στήθος της και άθελα της το έσφιξε στο σημείο της καρδιάς. Ένας κόμπος ανέβηκε αυτόματα στο λαιμό της, αγκαλιάζοντας στη διαδρομή του έναν λυγμό που δεν κατάφερε κάπου στο τέλος να βρει την λύτρωση του. Το ίδιο συναίσθημα εδώ και καιρό. Η ίδια δυσφορία που της μαστιγώνει ότι καλό είχε για να θυμάται.
«Είμαι μόνη…» Ψέλλισε με το βλέμμα της να αιωρείται ακανόνιστα μέσα στο μισοσκόταδο και επανέλαβε την ίδια φράση ξανά και ξανά με το μυαλό κολλημένο πάνω στην σκέψη που διατηρούσε εδώ και ώρα.
«Είμαι μόλις δώδεκα χρονών…» Είπε χαμηλόφωνα και έγειρε το σώμα της ξαπλώνοντας σε εμβρυική στάση. Το βλέμμα της αναζήτησε και πάλι το κενό. Η Άλκηστη δεν ήταν ένα παιδί που της είχαν μάθει με ποιο τρόπο θα έπρεπε να δέχεται τα δώρα και αυτό το βιβλίο που είχε σφιχτά μέσα στην αγκαλιά της αρκετή ώρα τώρα με την χαρακτηριστική μυρωδιά του, την έκανε να θέλει να ουρλιάξει. Το έσφιξε ακόμα πιο δυνατά επάνω της σαν να ήθελε να το προστατέψει από κάποια ανεξήγητη εχθρική πρόκληση ώσπου έμπηξε τα νύχια στο εξώφυλλο του και άρχισε να το τρίβει ανυπόμονα.  

«Είναι δικό μου! Μην το αγγίζεις!» Ούρλιαξε με όλη της την δύναμη και τα δάκρυα άρχισαν να κατηφορίζουν αργά αγκαλιάζοντας τα δυο της μάγουλα. Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε διάπλατα και δύο γέρικα χέρια προσπάθησαν να την καθησυχάσουν. Ένα νανούρισμα βγήκε από τα ρυτιδιασμένα χείλη της γριάς γυναίκας όταν η Άλκηστη παραδόθηκε μέσα στην αγκαλιά της. Νανούρισμα και χάδι πάντρεψαν την κίνηση από το ροζιασμένο χέρι της όσο οι συγχρονισμένες κινήσεις του έγιναν το πιο ζεστό καταφύγιο σε μία παιδική ψυχή που αιμορραγούσε συνεχώς από ανοιχτές πληγές.

«Σώπα κορίτσι μου… Σώπα μικρή μου…» Βγήκαν οι ξεψυχισμένες λέξεις βαριές από τα βάθη της καρδιάς της κάπου στο τέλος του τραγουδιού. Η Άλκηστη γύρισε και κάρφωσε με το πονεμένο βλέμμα της τα σκουρόχρωμα και βουρκωμένα μάτια της γιαγιάς της. Δεν είπε τίποτα, μα οι βουβές κραυγές της μέσα από τα αναφιλητά της τα είχαν πει όλα. Κατηφόρισε το βλέμμα με το κεφάλι της κοιτάζοντας προς το ανοιχτό βιβλίο που είχε αγκαλιάσει με αυτό την κοιλιά της. Έπειτα, κοίταξε αργά και μελαγχολικά μέσα από τα δακρυσμένα μάτια της, την γιαγιά της.
«Πονάει γιαγιά… Πονάει πολύ… Έχει το άρωμα της…»

Η γιαγιά κοίταξε νοσταλγικά όλο θλίψη το βιβλίο που αγκάλιαζε ακόμα την κοιλιά της εγγονής της. Θα ήθελε να είχε τη δύναμη να της πει για εκείνα τα δώρα που αφήνει η ίδια η ζωή, μα το κοριτσάκι της δεν ήταν σε θέση να καταλάβει. Όλα ξαφνικά μπροστά στα μάτια της εγγονής της έμοιαζαν να ορφάνεψαν από λέξεις απότομα. Η καρδιά της δεν βαστούσε πια να βρει λόγια παρηγοριάς μέσα της.
«Δεν θα την ξανά δω…» Έσφιξε τα δόντια του το κορίτσι και ξανά χώθηκε στην αγκαλιά της. «Αν πάθεις και εσύ κάτι τότε θα μείνω για πάντα μόνη μου…» Η χροιά της φωνής της πρόδιδε ανασφάλεια. Φόβο και μοναξιά. Από εκείνες τις μοναξιές που δεν αντέχει κανείς.

Αυτό το βιβλίο είχε όντως το άρωμα της κόρης της. Ποτισμένο με ένα σορό αναμνήσεις. Ένα δερματόδετο βιβλίο με κιτρινισμένες σελίδες. Νοτισμένες από τον ίδιο το χρόνο. Η κόρη της ήταν ακόμα έφηβη όταν είχε ξεκινήσει να το γράφει και μέσα στις σελίδες του οι σκέψεις έμοιαζαν να είναι με ότι πολύτιμο είχε μείνει από εκείνην. Ένα ημερολόγιο. Μία κατάθεση ψυχής. Ένα βιβλίο που το είχε ντύσει με τα χέρια της και την συντρόφευε όλα τα χρόνια της ζωής της. Κάθε σελίδα του έκρυβε όλες τις μοναχικές στιγμές της.
Η γιαγιά το πήρε στα χέρια της αποδεσμεύοντας το από την αγκαλιά της εγγονής της και το έφερε αργά κοντά στα δυο της χείλη αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί. Η μυρωδιά του την αγκάλιασε. Έμεινε για λίγο με το βλέμμα της καρφωμένο επάνω του. Ένιωσε την παρουσία της κόρης της τόσο έντονα που ήταν σχεδόν βέβαιη ότι κανένας Θεός δεν την είχε πάρει από κοντά τους τόσο άδικα. Κανείς δεν τα βάζει με τον ίδιο το θάνατο. Όλοι τον τρέμουν και γνώριζε το πόσο γενναία αντιμετώπισε το χρονικό περιθώριο ζωής που της είχαν υποδείξει οι γιατροί μετά τις εξετάσεις της.

Η Άλκηστη χώθηκε μέσα στην αγκαλιά της γιαγιάς της με μάτια βουρκωμένα. Έψαχνε λόγια για να εκφράσει τα συναισθήματα της μα οι χτύποι της καρδιάς της ήταν πιο δυνατοί από λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Γύρισε μόνο και την κοίταξε ακολουθώντας το βλέμμα της που εστίαζε όλο και περισσότερο επάνω στο βιβλίο.
«Όσα χρόνια και να περάσουν αυτό το βιβλίο δεν θα πάψει ποτέ να μυρίζει όπως εκείνη…»
Αποκρίθηκε ενώ τα βλέφαρα της έκλειναν με θλίψη.  
«Γιαγιά… γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι;»

Η παιδική φωνή της ήταν ήρεμη. Τόσο ήρεμη, που η ηρεμία αυτή έκανε την γιαγιά της να ραγίσει συναισθηματικά. Άπλωσε αργά το χέρι της και χάιδεψε την εγγονή της στο μάγουλο. Είχε χάσει ήδη το παιδί της, αλλά μέσα στα δυο ανοιχτόχρωμα μάτια της αντίκριζε το βλέμμα της κόρης της. Πόσο της έμοιαζε… Τα δάκρυα της κύλησαν ακανόνιστα αυλακώνοντας το γέρικο πρόσωπο της. Πόσο πόνο μπορούσαν να χωρέσουν μέσα τους αυτά τα δάκρυα; Άπλωσε το χέρι της και αναζήτησε μέσα στο βιβλίο την τελευταία μέρα της ζωής της που είχε κλείσει μέσα του η κόρη της. Όλες οι λέξεις της που ήταν αποτυπωμένες πάνω στο χαρτί άφηναν πίσω της το πιο αισιόδοξο μήνυμα. Να μην διατηρείται κανένας φόβος για τις στιγμές. Απλά να τις ζούμε. Στη διπλανή σελίδα υπήρχε μια κενή σελίδα. Με την παλάμη της χάιδεψε την επιφάνεια της κοιτάζοντας και πάλι την εγγονούλα της στα μάτια:

«Από εδώ… Από εδώ μπορείς να συνεχίσεις αυτό το βιβλίο. Την ιστορία που έμεινε μισή… Εσύ είσαι η συνέχεια της…»

Σχόλια

  1. Βούλα είναι υπέροχο. Φορτωμένο συναισθήματα. Όμως καλή μας φίλη, δεν μας είπες το δημιουργό του. Κρατώ την ανάσα μου, ναι είναι δικό σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ναι, δικό μου είναι... Το έγραψα με αφορμή το blog...

      Διαγραφή
    2. Για μια ακόμα φορά τα συγχαρητήρια μου Βούλα! Η γραφή σου δείχνει ακόμα πιο ώριμη, ακόμα πιο εκφραστική. Μπράβο κοπέλα μου.

      Διαγραφή
  2. Γεμάτο συναισθήματα και εικόνες...υπέροχο αγαπημένη !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πω πω Βούλα...είναι απλά πανέμορφο...με όλη τη στεναχώρια του και τα δάκρυα και τη μυρωδιά αυτού του βιβλίου. Και τη όμορφη απάντηση σε μια τόσο δύσκολη ερώτηση. Πραγματικά, υπέροχο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Back to Top