Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο
banner

Our Latest

Το Καπετανόσπιτο - Γράφει η Ελένη Ζηνονίδη

Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...

Απουσίες

Γράφει ο Χάρης Κωφιάδης


Είναι καλοκαίρι και αν και βράδυ, η ζέστη είναι αφόρητη. Εγώ όμως εκεί, πάλι στο μπαλκόνι. To ‘χω πείσμα κι ας δουλεύει μέσα ο κλιματισμός στο φουλ ∙ θα δροσίσουν τα ντουβάρια. Εδώ έξω, ένας ανεμιστήρας μισιακός με δυο μόνο πτερύγια μου κάνει αέρα, ή με κοροϊδεύει… Δεν έχω αποφασίσει ακόμη. Τον αφήνω όμως να δουλεύει, περιμένοντας ίσως τη στιγμή που θα τα φτύσει για να δούμε ποιος από τους δυο μας γελάει καλύτερα. Αλλά δεν ήθελα να πω για τον ανεμιστήρα, ούτε για το κλιματιστικό. Κάτι άλλο ήταν μα το ξέχασα.  

Ανάθεμα! 

Πάλι σύρθηκε το χέρι μου σε αυτά τα αναθεματισμένα σουπλά. Σίγουρα θα αφήσει κοκκινίλα. Ξέρεις, είναι απ’ αυτά που είναι πια πολύ της μόδας, τα μπόχο, ευχάριστα στο μάτι-τραχιά στην υφή. Κάτι τέτοιες στιγμές νοσταλγώ τα πλαστικά τραπεζομάντιλα της μάνας μου, κι ας έκαναν τα χέρια μου να ιδρώνουν και να γλιστράνε αντίστοιχες νύχτες. Αλλά πάλι αφαιρέθηκα. Ούτε για διακόσμηση είχα όρεξη να μιλήσω.

Για μια στιγμή… Είχα όντως όρεξη;

Κοιτάζω γύρω μου. Λαπ τοπ, τσιγάρα, κι άλλα μπόχο διακοσμητικά… Και μία μπίρα. Σχεδίαζα να πιω. Προφανώς όχι για να ξεχάσω, ειδάλλως θα είχα φέρει κάτι πιο δυνατό. Αλλά γιατί; Ποτέ δεν ήμουν λάτρης της ξανθιάς ή της μαύρης καλοκαιρινής θεάς. Άλλα στοιχεία δεν εντοπίζω στον χώρο και μάλλον θα ξεκινήσω την πόση και θα το βρω στην πορεία. Στο “κλακ” αυτό το χαρακτηριστικό, που ακολουθείτε από ένα ανεπαίσθητο άφρισμα στο εσωτερικό του αλουμινένιου κουτιού, νιώθω ήδη μια ηρεμία να με κατακλύζει. Στην πρώτη γουλιά θυμάμαι γιατί δεν πίνω μπίρα. Ρουφάω ωστόσο και μία ακόμη και βιάζομαι ν’ ανάψω τσιγάρο. Ούτε και αυτή η γεύση μου αρέσει, αλλά το κάνω. Αναπτήρας, φλόγα, άρπαγμα, ρούφηγμα, εκπνοή. Κι έπειτα το σώμα χάνει τη ποζάτη στάση. Η ράχη κυρτώνει, τα χέρια κρεμάνε λίγο παραπάνω, οι ώμοι πέφτουν προς τα μπρος και ο λαιμός βυθίζεται ελαφρώς και χάνει λίγο από το ύψος του. Κι άξαφνα θυμάμαι για ποιον λόγο έβγαλα τη μπίρα, αυτή που έστεκε μήνες στο ψυγείο ανέγγιχτη. 

Θυμάμαι για ποιον ή με ποιον σκόπευα να την πιω. 

Δεν ξέρω γιατί, ούτε από πού ορμώμενος, όμως σήμερα ήθελα να τα πιω παρέα με τις απουσίες μου. Να τις καθίσω όλες στο τραπέζι γύρω-γύρω – τζάμπα το πήρα μεγάλο;- σαν μάζωξη. Και δεν μπορώ να πω πως είναι ακατάδεκτοι οι καλεσμένοι μου. Αντιθέτως, πολύ σύντομα κάνουν την εμφάνισή τους ένας-ένας και στέκονται απέναντί μου. Φιγούρες πολλές, άλλες κρυστάλλινες, καθάριες σαν το νερό, κι άλλες θαμπές, ξεθωριασμένες, λασπωμένες απ’ το πέρασμα του χρόνου. Κάποιες τις κοιτώ με στοργή, άλλες με μια παγωμάρα από αυτή που σε κάνει να μουδιάζεις. Αν δεν ήξερα καλύτερα, θα έλεγα πως ο ανεμιστήρας βρήκε το κέφι και το μπρίο του αλλά δεν είναι αυτό. Όχι. Μέσα στο μικρό πλήθος, υπάρχουν και κάποιες που τις κοιτώ με πίκρα. Κι αυτό όμως δεν είμαι σίγουρος πως το νιώθω πραγματικά. Μπορεί να είναι η ανάμνηση του συναισθήματος που δεν έχει σβήσει ακόμη και παρεμβάλλεται σαν ηχητικό παράσιτο που σε αποσπά και σε αποσυντονίζει. 

Επιχειρώ να τις βάλω σε ομάδες, να τις χωρίσω, όπως κάνουμε στις γαμήλιες δεξιώσεις. Βάζουμε μαζί αυτούς που μάλλον κάτι κοινό μοιράζονται για να μη βαρεθούν όλη τη νύχτα. Έτσι κι εγώ. Στα δεξιά -συνειρμικά- καθίζω αυτούς που έφυγαν οριστικά. Αριστερά τις προσωρινές απουσίες, τις δικαιολογημένες τρόπον τινά, που ακόμη δεν έχουν ξεπεράσει το όριο για να μείνουν μετεξεταστέες. Και απέναντι… Απέναντι είναι αυτοί που έφυγαν προς ώρας και κατέληξαν να είναι πιο απόντες και από τους πρώτους. 

Στρέφομαι πρώτα αριστερά, σε αυτούς που κινδυνεύουνε να μείνουνε στην τάξη αλλά χαμογελάνε συγκρατημένα πίσω από την ασπίδα μιας πρόσκαιρης βεβαιότητας. Εκνευρίζομαι λίγο στην όψη τους, φουντώνω, αλλά το ξανασκέφτομαι και γελάω. Μαζί τους; Μπα. Μαζί μου περισσότερο. Είμαι σίγουρος πως σε πολλά αντίστοιχα τραπέζια άλλων, θα ήμουν κι εγώ σε εκείνες τις θέσεις. Με βλέπουν και, σαν αυτό να περίμεναν, ξεκινάνε όλες μαζί μια ακατανόητη βαβούρα. “Πού χρόνος; Ξέρεις πώς είναι”. “Τα παιδιά”, “οι δουλειές”, “οι υποχρεώσεις”… Τα ξέρω, τα έχω πει και τα βαριέμαι. Σηκώνω το κουτάκι της μπίρας προς το μέρος τους. Πίνουν και αυτοί και η οχλοβοή κοπάζει. 

Δόξα τω Θεώ. 

Παίρνω μιαν ανάσα και σηκώνω το βλέμμα στους απέναντι -τα εύκολα τα άφησα για το τέλος. Δεν ξέρω ποιον εαυτό να υιοθετήσω απέναντι σε αυτούς τους εκούσιους απόντες. Τον χαλαρό; Τον άνετο; Τον άλλο τον πιο κυνικό που μπορεί και να σηκώσει λίγο το φρύδι; Τον θλιμμένο; Ψέματα. Αυτόν τον τελευταίο δεν μπορώ. Τον έχω αποβάλλει εδώ και καιρό και πλέον μου μοιάζει ανοίκειος. Κι όμως, είναι κάτι που σκιρτά μέσα μου καθώς το βλέμμα μου διαβάζει τα πρόσωπα απέναντί μου. Λες κι έχω καταπιεί ένα μάτσο καρφίτσες και τις νιώθω να κινούνται με κάθε δική μου κίνηση. Πονάω; Εγώ ή ο εγωισμός μου; Παγώνω στη θέση μου όπως και να ‘χει για να σταματήσω το αίσθημα και περιμένω. Αλλά αυτή η ομάδα, σε αντίθεση με την προηγούμενη, δεν έχει τίποτα να πει. Τώρα που τους παρατηρώ, ίσως να διακρίνω και μια κούραση στο βλέμμα μερικών. Λες και τους αγγάρεψα να έρθουν, ενώ είχαν καλύτερα πράγματα να κάνουν. Αυτή η σκέψη με θυμώνει. Εγώ θα τις χωνέψω τις καρφίτσες μου! 

Αυτό μου το υπόσχομαι. 

Παίρνω τη μπίρα στο χέρι αποφασισμένος να ξεπλύνω και τα σωθικά αλλά και τον εγωισμό μου για παν ενδεχόμενο. Τη σηκώνω. Κάνουν το ίδιο και αυτοί, ανόρεχτα όπως κι εγώ άλλωστε. Ή μπορεί αυτό να ήθελα να διαβάσω για να καθησυχαστώ. Γιατί το σκέφτηκα όμως τώρα αυτό; Ανάθεμα! Αλλά πάντα τέτοιος ήμουν. Σε κάθε τρικλοποδιά διακρίνω το δικό μου πόδι. Βουλιάζω λίγο παραπάνω στη θέση μου. Αφήνω το κεφάλι να πέσει και το βλέμμα να χαμηλώσει στα πλακάκια. Κάποια στιγμή είχα πει πως θα τα αλλάξω και αυτά…

Για κάποιο λόγο νιώθω ηττημένος. Δεν θέλω να ξανασηκώσω το κεφάλι. Κακώς τους κάλεσα όλους αυτούς εδώ πέρα βραδιάτικα. Αυτή τη φορά δεν αφαιρέθηκα. Ήταν συνειδητή επιλογή να αποτραβηχτώ στα ενδότερα, στη δική μου ήσυχη γωνιά μέσα μου. Και να που από οικοδεσπότης έγινα ένας από αυτούς τους καλεσμένους που τους έσυραν με το ζόρι σε μια πληκτική – ή και δυσάρεστη ακόμη- κοινωνική υποχρέωση. Ώσπου κάτι με τραβά από το λήθαργό μου. Μια ζεστασιά. Όχι αυτή που σε κάνει να ιδρώνεις, να κολλάς και να αναθεματίζεις. Άλλου τύπου. Ξεκινά από το χέρι μου, σέρνεται γλυκά μέχρι το στήθος και τρυπώνει εκεί. Στρέφω το κεφάλι δεξιά και τη βλέπω. Λεπτά, κουρασμένα δάχτυλα έχουν τυλίξει στοργικά τον καρπό μου. Δεν είναι κρύα και άκαμπτα όπως την τελευταία φορά… Σηκώνω το βλέμμα παραπάνω ψάχνοντας εκείνα τα δυο μικρά ρυτιδωμένα μάτια που έκλαιγαν εύκολα και γελούσαν ακόμη πιο εύκολα. 

Είναι εκεί!

 Γέρνω λίγο να δω πίσω της τους υπόλοιπους αυτής της πτέρυγας, μα σύντομα γυρίζω στο πρόσωπό της. “Τι σε βαραίνει;” με ρωτά. “Το σκίτσο που δεν σου ‘κανα όταν το ζήτησες”. Οι λέξεις βγαίνουν αβίαστα από τα χείλη μου. Απρογραμμάτιστα. “Ο γάμος που δεν έκανα λίγο νωρίτερα, το παιδί…”. Αυτή κουνάει το κεφάλι αρνητικά. Τα μάτια της σπιθίζουν αν και το χρώμα έχει ξεφτίσει από τα χρόνια της και τείνει να μοιάσει λίγο περισσότερο στο ασπράδι. “Σήμερα”, μου εξηγεί. “Οι απουσίες” παραδέχομαι. Της εξηγώ στα γρήγορα αν και δεν χρειάζεται. Αποκύημα του μυαλού μου είναι και αυτή ∙ τα ξέρει. Παρόλα αυτά, της εξηγώ κι εκείνη με ακούει. Όταν τελειώνω, σταυρώνει τα χέρια πάνω στη μαύρη ποδιά – ή μπλε σκούρη, δεν είμαι σίγουρος- που έχει τρύπα στην τσέπη για τα κέρματα, εκείνα που της έκλεβα μικρός. Στην παύση της διστάζω. Κοιτάζω γύρω για βοήθεια και έκπληκτος συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει κανένας άλλος στον χώρο. Γυρίζω πάλι σε εκείνη. Ούτε και αυτή είναι εκεί που την άφησα. 

Άλλη μια απουσία…

Πιάνω την μπίρα και την αδειάζω. Σβήνω την καύτρα από το τσιγάρο και ετοιμάζομαι να μπω μέσα. Δεν πήγε όπως τη σχεδίαζα η νύχτα. Πριν κλείσω το φως του μπαλκονιού, ακούω ξανά τη φωνή της. “Να τους συγχωρήσεις αυτούς που έφυγαν. Όλους να μας συγχωρήσεις”. 

Μένω μετέωρος με το ένα πόδι στο πλακάκι που θέλω να αλλάξω κάποια στιγμή, και το άλλο σε αυτό του σαλονιού που δεν με ενόχλησε ποτέ αρκετά ώστε να ασχοληθώ μαζί του. Σκέφτομαι αυτό που μου είπε. Μου παίρνει μερικά λεπτά μέχρι να συνειδητοποιήσω πως δεν μπορώ να πάρω μιαν απόφαση. 

Το βράδυ στο κρεβάτι το σκέφτομαι ακόμη. Κάνω πράξεις αριθμητικές, χωρίζω τις απουσίες μου και πάλι σε ομάδες, σε αυτούς που συγχώρησα και στους άλλους, που είμαι πολύ εγωιστής για να το κάνω ακόμη. Γιατί ηθελημένα ή άθελά τους, όλοι τους κάτι πήραν μαζί τους φεύγοντας και η ετυμηγορία για τον καθένα κρίθηκε από το βάρος του αδικήματος. Και κάτι έδωσαν, όμως. Κάτι θα πήρα κι εγώ. Όχι; Μπορεί, αλλά σήμερα δεν έχω διάθεση να δικαιολογήσω κανέναν. Σήμερα ήπια τη μπίρα που δεν μου αρέσει, και κάπνισα τα τσιγάρα που δεν κάνω κέφι για μένα και μόνο. Ποιες απουσίες σου τσαμπουνάω τόση ώρα; Όλα για μένα έγιναν. Και ίσως για να ξαναδώ κι εκείνη, που τη φωνή της δυσκολεύομαι να φέρω στ’ αυτιά μου πλέον και μου έλειψε. Αυτή είναι συγχωρεμένη. Και για τους άλλους θα το αποδεχτώ κάποια στιγμή. Όπως και να το κάνεις, δεν είναι όλοι οι ρόλοι γραμμένοι για να φτάσουν στην τελευταία σεζόν.

Ζεσταίνομαι, στριφογυρίζω στο κρεβάτι, ανακατεύω τα σεντόνια. Η πάλη όμως είναι σύντομη και σταματά απότομα. Καταλήγω ανάσκελα να κοιτάζω το ταβάνι απαυδισμένος. 

Μέσα σε όλα τα άλλα, ξέχασα να κλείσω τον ανεμιστήρα.    

Σχόλια

  1. Αναμέτρηση του ήρωά σου με στιγμές, με αναμνήσεις. Με παρουσίες και αποχωρήσεις από τη ζωή του. Μού αρέσουν αυτά τα θέματα, Χάρη, ίσως να το έχεις καταλάβει. Είναι μάλλον η έρπουσα αύρα θλίψης που επικάθεται στη διάθεσή μου. Η γραφή σου χαρακτηριστική, δοκιμασμένη, αγαπημένη.
    Πολύ όμορφο αγαπητέ φίλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ενθαρρυντικός όπως πάντα! Εκτιμώ πολύ το σχόλιο Γιάννη για το κείμενο, μιας και έρχεται μετά από μια περίοδο μακράς αποχής από το γράψιμο και ήταν μάλλον περισσότερο ενστικτώδες! Όσο για τη διάθεση, ποιος ξέρει, μπορεί να είναι και το φθινόπωρο που έρχεται, πλησιάζει! Όπως και να ΄χει, σε ευχαριστώ!

      Διαγραφή
    2. Η αποχή είναι πρόσκαιρη και δικαιολογημένη από όμορφα πράγματα. Χάρη, σε περιμένουμε δριμύ και το ξέρεις. Εμείς σε ευχαριστούμε φίλτατε.

      Διαγραφή
    3. Το διάβασα πάλι ναι! Με περισσότερη συγκίνηση αυτή τη φορά, φίλε μου. Με πιο δυνατές τις εικόνες. Ένας ακόμα λόγος να φωνάξω δυνατά "Μάς λείπεις Χάρη!"
      Μ' ακούς;

      Διαγραφή
    4. Αν σε ακούω; Πεντακάθαρα αγαπητέ μου φίλε και αυτό με στεναχωρεί ακόμη περισσότερο! Γιατί κι εμένα μου λείπετε πολύ! Θα φτιάξει όμως! Μέχρι τότε έχεις την απέραντη εκτίμηση και ευγνωμοσύνη μου!

      Διαγραφή
    5. Δεν είναι σκοπός μου να σε πιέσω, Χάρη. Απλά να σου θυμίζω πράγματα και δημιουργία. Ευχαριστώ φίλε μου.

      Διαγραφή
  2. Δεν έχω λόγια, ειλικρινά. Νομίζω ότι κάπου σε μια καρέκλα δίπλα στον ήρωα σου, είδα τον εαυτό μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τι όμορφο αυτό που λες.. Όσο οξύμωρο και αν ακούγεται το "όμορφο" για το θέμα! Σ' ευχαριστώ πραγματικά!

      Διαγραφή
  3. Ακόμη μια φορά που με συγκίνησες... Πραγματικά ακόμη μια φορά η γραφή σου φοβερή.. καταπληκτική... 👏🏻👏🏻👏🏻👏🏻👏🏻👏🏻👏🏻👏🏻👏🏻♥️

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. To ευχαριστώ είναι λίγο και για τα όμορφα λόγια και για το ενδιαφέρον! Το εκτιμώ απεριόριστα να το ξέρεις!

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Most Popular

Το Καπετανόσπιτο - Γράφει η Ελένη Ζηνονίδη

Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΤΖΟΑΝ ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ

  (από τη Βούλα Γκεμίση)     Ποια ήταν η πρώτη "σκοτεινή σκέψη" που σου ενέπνευσε να ασχοληθείς με το είδος του ψυχολογικού θρίλερ;       Δεν ήταν απλώς μια σκέψη, ήταν όλο το backround από πίσω. Φαντάσου πως από πολύ μικρή ηλικία είχα ξεκινήσει να βλέπω ταινίες με τον Freddy Krueger (τις έβλεπα αγκαλιά με τον μπαμπά μου και δε φοβόμουν) και διάβαζα βιβλία μυστηρίου, οπότε ήταν αναμενόμενο μεγαλώνοντας να αναζητώ να διαβάζω και να γράφω κάτι πιο σκοτεινό. ΒΡΕΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ!    Πώς διαχειρίζεσαι τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αγωνία και την υπερβολή όταν χτίζεις την ψυχολογία των χαρακτήρων σου;      Προσπαθώ να μπαίνω στη θέση των χαρακτήρων για να τους κατανοήσω, οπότε μου δίνουν εκείνοι τις απαντήσεις. Τώρα αν καταφέρνω να μην περνάω αυτήν τη λεπτή γραμμή, θα το κρίνουν οι αναγνώστες. ΒΡΕΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ!     Υπάρχει κάποιος ήρωας ή αντιήρωας από τα βιβλία σου που σε ταλαιπώρησε συναισθηματικά περ...

Συνέντευξη στον Χάρη Κωφιάδη

"Βρες την ευτυχία σου και γραπώσου επάνω της με νύχια και με δόντια. Κρατήσου με ό,τι έχεις. Δεν θα έχεις πολλές ευκαιρίες, κανείς μας δεν έχει." Στον «καναπέ» των Ονείρων Πένες φιλοξενείται σήμερα ο Χάρης Κωφιάδης. Αναμφίβολα ταλαντούχος και πολυπράγμων με έδρα στη Θεσσαλονίκη, μας μιλάει για εκείνον, για όσα αγαπάει, για όσα δημιουργεί. Όσα αγαπάει να δημιουργεί. Το βιβλίο του « Το όνομά μου είναι Σάντρα » είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική πλατφόρμα Carmella ’ s books  στα ελληνικά, ενώ σύντομα θα είναι διαθέσιμη και η  αγγλική μετάφραση: https://carmelasbooks.com/el/books/2 Πάμε λοιπόν να τον γνωρίσουμε!                                         Λίγα στοιχεία για να γνωρίσουμε τον συγγραφέα Χάρη καλύτερα. Ποια είναι η ιδανική συνθήκη για να γράψεις; Μερικοί συγγραφείς από την άλλη παραδέχονται ότι μπορούν να γράψουν όπου κι αν βρεθούν. Άλλοι πάλι δημιουργούν οι ίδιοι τη...