Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο
banner

Our Latest

Το Καπετανόσπιτο - Γράφει η Ελένη Ζηνονίδη

Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...

ΈΝΑ ΤΑΓΚΟ ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ (Διήγημα της Ελευθερίας Καλογνωμά)

 

                                                 

                                              



 

 

   Η καθημερινότητά του είχε γίνει ίδια κι απαράλλαχτη και το μόνο που τον παρηγορούσε ήταν πως αυτή η καθημερινότητα ήταν ακριβώς έτσι και για όλους τους υπόλοιπους. Τους γνωστούς και τους ξένους. Τους γείτονες, τους συνεργάτες, τους φίλους, τους συγγενείς. Μαύρα τα νέα στην τηλεόραση και τι σημασία είχε αν η μέρα έξω ήταν ανοιξιάτικη; Τίποτα δεν άνθιζε πια στις ψυχές των ανθρώπων. «Μένουμε σπίτι», φώναζαν και τραγουδούσαν οι πάντες στο διαδίκτυο, σαν να ήταν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, σαν να μην απαιτούσε σκληρή προσπάθεια το να σταματήσεις ξαφνικά να ζεις και να περιοριστείς σε λίγα τετραγωνικά. Άπαντες διασκέδαζαν τον πόνο τους, χωμένοι και χαμένοι στον παγκόσμιο Ιστό που τους είχε πιάσει για τα καλά στα δίχτυα του, είχε γίνει ξαφνικά όλος ο κόσμος τους κι όχι απλά ένα κομμάτι του, τους πρόσφερε χαμόγελα που χρειάζονταν και προβληματισμούς που δεν ήθελαν. Διασημότητες και μη, προσπαθούσαν πίσω και μπροστά από τις οθόνες να πείσουν τους εαυτούς τους και τους άλλους πως αυτή ήταν η λύση. Κρατάς το κακό έξω από την πόρτα σου και κλείνεις τ' αυτιά σου όταν αυτό τη χτυπά επίμονα.

  Ο Μάσιμο είχε ολοκληρώσει την καθημερινή ρουτίνα της καραντίνας του. Είχε πάρει πρωινό, είχε κάνει γυμναστική, είχε ανεβάσει ένα στόρι στο Instagram, όπου έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε σε μια αγάπη που δεν υπήρχε πια στην ζωή του και είχε τηλεφωνηθεί με τη μητέρα του. 'Έφτιαξε έναν καφέ και βγήκε στο μικρό μπαλκονάκι του διαμερίσματός του. Η μέρα ήταν υπέροχη, χρώματα κι αρώματα της άνοιξης έκαναν το μυαλό και το σώμα του να ουρλιάζουν για μια βόλτα, για λίγο ήλιο. Η άνοιξη είχε έρθει και πάλι αλλά περπατούσε μόνη και βαριεστημένη σε στενά, λεωφόρους, πλατείες και μνημεία. Ο Μάσιμο μετάνιωνε που δεν είχε σκύλο ώστε να έχει την αφορμή να βγει για λίγο, να κάνει έστω τον γύρο του τετραγώνου, να ξεδιπλώσει τα δυνατά του πόδια και τη νεανική του ψυχή έξω από τα κάγκελα μιας απομόνωσης που ήταν ακούσια εκούσια. Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί για λίγο στα απέναντι μπαλκόνια, μιας και στον δρόμο δεν υπήρχε τίποτα και κανείς για να παρατηρήσει. Και τότε την είδε...

  Το μπαλκόνι της ήταν έναν όροφο πιο χαμηλά από το δικό του και ακριβώς απέναντι. Δεν είχε δώσει ποτέ σημασία στους γείτονες, η ζωή του ήταν πάντα γεμάτη, δεν είχε λόγο να ασχοληθεί. Τώρα όμως ο κόσμος του είχε γίνει μικρόκοσμος κι εκείνη τη στιγμή έμοιαζε να εστιάζει σε ένα μόνο αντικείμενο, σαν φακός υψηλής ευκρίνειας. Ήταν περίπου στην ηλικία του, όχι πάνω από 25 και ήταν ο τύπος της γυναίκας που συνήθως δεν κοιτούσε. Μικροκαμωμένη, λεπτή σαν μίσχος τουλίπας, με μακριά καστανά μαλλιά, πιασμένα σε αλογοουρά. Φορούσε μια φόρμα και ένα μπλουζάκι σε φωτεινό κίτρινο. Ο Μάσιμο μισούσε το κίτρινο στα ρούχα, όμως εκείνη του θύμισε ήλιο σε σκοτεινό υπόγειο. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της δεν ήταν πολύ ευδιάκριτα, όχι οι λεπτομέρειες τουλάχιστον από αυτή την απόσταση, όμως φαινόταν συμπαθητική. Τίποτα το εξαιρετικό και σε άλλη περίπτωση δε θα του τραβούσε την προσοχή, όμως αυτό που τον έκανε να συνεχίσει να την κοιτάζει ήταν η στάση του σώματός της. Στεκόταν στητή στη μέση του δωματίου που μάλλον ήταν το καθιστικό του σπιτιού, με το κορμί σε ευθεία γραμμή και τα χέρια σε τέτοια θέση που έμοιαζε σαν να τα ακουμπούσε στους ώμους ενός αόρατου καβαλιέρου. Κι όταν άρχισε ξαφνικά να ακούγεται μουσική, ο Μάσιμο κατάλαβε τι ακριβώς έκανε εκείνο το κορίτσι, χόρευε ταγκό! Κινούνταν στον ρυθμό του "I Bust Your Windows" που αντηχούσε δυνατά στο στενό, ακολουθώντας βήματα που ίσως είχε ήδη μάθει σε κάποια σχολή χορού και η έλλειψη αληθινού καβαλιέρου στην αρχή έμοιαζε αστεία, οι κινήσεις της ήταν διστακτικές και λίγο άχαρες, όμως σε λίγο αφέθηκε και σιγά σιγά τα βήματά της έγιναν πιο σίγουρα, στροβιλιζόταν και οι κινήσεις της έγιναν πιο κοφτές, πιο στακάτες. Ένα ταγκό στο στενό πλαίσιο μιας μπαλκονόπορτας, σαν κινούμενος πίνακας ζωγραφικής μέσα σε άχαρη κορνίζα, ένα κορίτσι που ίσως ονειρευόταν τα χέρια ενός εραστή ολόγυρά της κι ο Μάσιμο είχε μείνει να την κοιτάζει μαγεμένος, με τον καφέ να παγώνει μέσα στην κούπα που κρατούσε.

  Ξαφνικά, η κοπέλα έγειρε πίσω το κορμί της και τέντωσε το χέρι της, ο αόρατος παρτενέρ είχε γείρει επάνω της κι ίσως εκείνη να φανταζόταν πως τη φιλούσε παθιασμένα. Και τότε τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Ίσιωσε το κορμί της απότομα παραπατώντας ελαφρά και κοκκίνισε. Ο Μάσιμο της χαμογέλασε, ελπίζοντας πως δε θα του έκλεινε το παράθυρο κατάμουτρα ή δε θα τραβούσε τις κουρτίνες. Έμειναν για λίγο να κοιτάζονται, η κοπέλα λαχανιασμένη και αμήχανη κι ο Μάσιμο χαμογελώντας διαρκώς. Της έγνεψε να συνεχίσει κι εκείνη έγειρε το κεφάλι ελαφρά με απορία. Για να την ενθαρρύνει, ο Μάσιμο άφησε τον καφέ του στο μικρό τραπεζάκι δίπλα του και τη μιμήθηκε, δείχνοντας έτοιμος να τη συνοδεύσει. Η κοπέλα χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι της όμως ο Μάσιμο άρχισε να κάνει μικρά βήματα‧ δεν ήξερε ταγκό, απλά μιμούνταν τα δικά της, γνέφοντας της να του διδάξει από μακριά. Και το έκανε, δίνοντας στην καρδιά του έναν ρυθμό που είχε καιρό να νιώσει. Εκείνος είχε λιγότερο χώρο στο μπαλκόνι του και έκανε σχεδόν επιτόπου βήματα, όμως σύντομα συγχρονίστηκαν. Άτσαλα και αμήχανα, σαν δυο μαριονέτες που κάποιος πάνω από τον ουρανό της Φλωρεντίας κινούσε, ένας Θεός που είχε βαρεθεί να βλέπει ακίνητη την πλάση του και ήθελε απλά να διασκεδάσει. Το τραγούδι έσβησε κι ο Μάσιμο έγειρε το κορμί του μπροστά, ενώ η κοπέλα το δικό της πίσω, απόλυτα συγχρονισμένοι. Οι σκέψεις τους συναντήθηκαν, ένας σιωπηλός διάλογος υπό τους ήχους ενός ταγκό.

  «Πώς θα ήταν αν τη φιλούσα;»  

 «Πώς θα ήταν αν με φιλούσε;»

  Κάθε πρωί, όσο κράτησε αυτή η καραντίνα, συγχρονισμένοι στο σιωπηλό ραντεβού τους, εκείνη άνοιγε την μπαλκονόπορτα κι ο Μάσιμο έβγαινε στο μπαλκόνι. Αντί καλημέρας, χαμογελούσαν, έπαιρναν θέση και χόρευαν. Πάντα ταγκό. Πάντα το  ίδιο. "I Bust Your Windows" ομολογούσε η τραγουδίστρια κι οι δυο τους δεν ήθελαν να σπάσουν παράθυρα, αλλά τον κόσμο ολόκληρο, που τους κρατούσε ακόμα μακριά, έναν κόσμο πολύ σκληρό για τα νιάτα τους που δε χωρούσαν πια σ' ένα μικρό καθιστικό κι ένα ακόμη μικρότερο μπαλκόνι. Δεν είχαν ανταλλάξει λέξη, δεν ήθελαν να χαθεί στον δρόμο που τους χώριζε αυτή η μαγεία που μοιράζονταν. Ένα αόρατο σκοινί τεντωνόταν ανάμεσά τους κι εκείνοι ακροβατούσαν πάνω του, συναντιούνταν στη μέση και χόρευαν. Τις νύχτες κρυφοκοιτούσαν ο ένας το μπαλκόνι του άλλου και περίμεναν με αγωνία την ημέρα που η σκλαβιά τους θα έληγε και θα μάθαιναν επιτέλους τα ονόματά τους, ποιοι ήταν και τι έκαναν στη ζωή τους. Κι όταν αυτή η μέρα επιτέλους έφτασε, κανείς τους δεν εμφανίστηκε στο μπαλκόνι. Βρέθηκαν κι οι δυο ξαφνικά στον δρόμο που χώριζε τα σπίτια τους, ανάμεσα στον κόσμο που είχε ξεχυθεί ανυπόμονα για να ξαναπιάσει τη ζωή του από κει που την είχε αφήσει και στάθηκαν ο ένας μπροστά στον άλλον. Έμειναν για λίγο να κοιτάζονται, αποτυπώνοντας μέσα τους τα χαρακτηριστικά που τόσο καιρό περισσότερο μάντευαν παρά διέκριναν. Εκείνη είχε δυο τεράστια αμυγδαλωτά μάτια, του χαμογελούσε διστακτικά. Τώρα που ο Μάσιμο την έβλεπε πια από κοντά, όλα είχαν ξεχαστεί, η μοναξιά όλων των τελευταίων εβδομάδων, η απόγνωση. Ο κόσμος που είχε από καιρό σταθεί ακίνητος, τώρα έπαιρνε και πάλι μπροστά, αργά και σκουριασμένα. Ο δικός του κόσμος όμως, χρειαζόταν το πάτημα ενός διακόπτη κι αυτός... δεν ήταν παρά ένα ταγκό, έστω και χωρίς μουσική.

  Πέρασε το ένα του χέρι γύρω από τη μέση της και την τράβηξε κοντά του. Το άλλο του χέρι βρήκε το δικό της και πήραν θέση. Εκείνη τον κοιτούσε πιο έτοιμη από ποτέ‧ τώρα ο καβαλιέρος της ήταν αληθινός, είχε δυο κατάμαυρα μάτια, ένα μαγικό χαμόγελο και ένα ζεστό, δυνατό κορμί που παλλόταν κάτω από τα δάχτυλά της και την παρέσερνε σ' ένα ταγκό, εκεί στη μέση του δρόμου, που μόνο μια κατάληξη μπορούσε να έχει‧ αυτήν που λαχταρούσαν από την πρώτη μέρα, που είχε στοιχειώσει τις νύχτες τους και είχε φωτίσει τις σκοτεινές μέρες τους. Οι άνθρωποι τους προσπερνούσαν χαμογελώντας, κάποιοι είχαν σταθεί και τους κοιτούσαν βουρκωμένοι, έτοιμοι να χειροκροτήσουν. Έμοιαζαν σαν να χόρευαν από πάντα μαζί κι ας μην είχαν αγγίξει ο ένας τον άλλον ποτέ. Ο έρωτας δε χρειάζεται πρόβες, ξέρει πάντα τα βήματα. Βρίσκει τον ρυθμό του ακόμα και στα σκοτάδια, ακόμα κι όταν όλος ο κόσμος καταρρέει, συρρικνώνεται και γίνεται ένα μοναχικό ταγκό σ' ένα μπαλκόνι.

  Στην τελευταία στροφή, την έγειρε απαλά πίσω, κρατώντας τη γερά κι έφερε το πρόσωπό του πάνω από το δικό της, τα χείλη του μια ανάσα από τα δικά της.

   «Μάσιμο», της είπε.

   «Τζούλια», του απάντησε.

    Και τη φίλησε.

 

 

 

 

 

Σχόλια

  1. Τόσο ρομαντικό και γεμάτο εικόνες. Δεν μπορείς να ξεχάσεις τον τίτλο του!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Υπεροχο !!! Ολοζωντανο !!!!!! Εμαθα τανγκο !!!!!! Το εζησα μαζι τους !!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Έχω πολύ καιρό να διαβάσω ένα γλυκό, τρυφερό, αβίαστα ερωτικό διήγημα. Και το χάρηκα τόσο. Απλό και σύνθετο μαζί, όμορφο, ανθρώπινο. Πόσα λίγα χρειάζονται για να συντονιστούν δυο καρδιές τελικά. Και πόσες ανατροπές μπορεί να κάνει ο έρωτας.
    Όμορφη η γραφή σου, Ελευθερία μου, το ξέρουμε δα καλά και το απολαμβάνουμε πάντα. Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Most Popular

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΤΖΟΑΝ ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ

  (από τη Βούλα Γκεμίση)     Ποια ήταν η πρώτη "σκοτεινή σκέψη" που σου ενέπνευσε να ασχοληθείς με το είδος του ψυχολογικού θρίλερ;       Δεν ήταν απλώς μια σκέψη, ήταν όλο το backround από πίσω. Φαντάσου πως από πολύ μικρή ηλικία είχα ξεκινήσει να βλέπω ταινίες με τον Freddy Krueger (τις έβλεπα αγκαλιά με τον μπαμπά μου και δε φοβόμουν) και διάβαζα βιβλία μυστηρίου, οπότε ήταν αναμενόμενο μεγαλώνοντας να αναζητώ να διαβάζω και να γράφω κάτι πιο σκοτεινό. ΒΡΕΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ!    Πώς διαχειρίζεσαι τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αγωνία και την υπερβολή όταν χτίζεις την ψυχολογία των χαρακτήρων σου;      Προσπαθώ να μπαίνω στη θέση των χαρακτήρων για να τους κατανοήσω, οπότε μου δίνουν εκείνοι τις απαντήσεις. Τώρα αν καταφέρνω να μην περνάω αυτήν τη λεπτή γραμμή, θα το κρίνουν οι αναγνώστες. ΒΡΕΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ!     Υπάρχει κάποιος ήρωας ή αντιήρωας από τα βιβλία σου που σε ταλαιπώρησε συναισθηματικά περ...

Το Καπετανόσπιτο - Γράφει η Ελένη Ζηνονίδη

Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...

Συνέντευξη στον Χάρη Κωφιάδη

"Βρες την ευτυχία σου και γραπώσου επάνω της με νύχια και με δόντια. Κρατήσου με ό,τι έχεις. Δεν θα έχεις πολλές ευκαιρίες, κανείς μας δεν έχει." Στον «καναπέ» των Ονείρων Πένες φιλοξενείται σήμερα ο Χάρης Κωφιάδης. Αναμφίβολα ταλαντούχος και πολυπράγμων με έδρα στη Θεσσαλονίκη, μας μιλάει για εκείνον, για όσα αγαπάει, για όσα δημιουργεί. Όσα αγαπάει να δημιουργεί. Το βιβλίο του « Το όνομά μου είναι Σάντρα » είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική πλατφόρμα Carmella ’ s books  στα ελληνικά, ενώ σύντομα θα είναι διαθέσιμη και η  αγγλική μετάφραση: https://carmelasbooks.com/el/books/2 Πάμε λοιπόν να τον γνωρίσουμε!                                         Λίγα στοιχεία για να γνωρίσουμε τον συγγραφέα Χάρη καλύτερα. Ποια είναι η ιδανική συνθήκη για να γράψεις; Μερικοί συγγραφείς από την άλλη παραδέχονται ότι μπορούν να γράψουν όπου κι αν βρεθούν. Άλλοι πάλι δημιουργούν οι ίδιοι τη...