Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο
banner

Our Latest

Το Καπετανόσπιτο - Γράφει η Ελένη Ζηνονίδη

Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...

Υδάτινο Φέρετρο


Γράφει η Δανάη Ιμπραχήμ 


«Δεν έχω καταφέρει να δαμάσω ακόμα αυτό τον ψεύτικο κόσμο
Δεν έχω καταφέρει να συναντήσω ακόμα τους αγαπημένους μου
Φύγε θάνατε κι έλα ξανά μετά»
- Karacaoglan (c. 1606 - 1680)



Η Ελενίτσα βάδιζε πλάι στην ακρογιαλιά κρατώντας σφιχτά την κούκλα της. Ο ουρανός από πάνω ήταν γεμάτος χρώματα από τους χαρταετούς που πετούσαν οι συντοπίτες της. Κάπου εκεί βρισκόταν και αυτός που πάσχιζαν να κρατήσουν ψηλά ο πατέρας με τον αδερφό της. Εκείνη όμως είχε κουραστεί και ζήτησε από την μητέρα της την άδεια να κατέβει στην παραλία.
«Δεν θα πλησιάσεις το νερό», την είχε συμβουλέψει. «’Κει κοντά είναι και η κυρά Μάρω. Αν δεις κάποιον περίεργο ή πεινάσεις θα τρέξεις κοντά της».
Αφού η μικρή υποσχέθηκε ότι θα έκανε ό,τι της υπέδειξε η μητέρα της, κατέβηκε να απολαύσει την αλμύρα και τον απαλό ήχο του νερού καθώς άγγιζε τα βότσαλα.
Λίγη ώρα αφότου βρέθηκε στην παραλία, είδε από μακριά ένα παιδί να κάθεται και να κοιτάζει το νερό θλιμμένο. Θυμούμενη τα λόγια της μητέρας της ένιωσε πως έπρεπε να τρέξει στην κυρά Μάρω. Όμως παρατηρώντας το καλύτερα, κατάλαβε ότι δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Φαινόταν μικρότερος της και χωρίς ιδιαίτερη ενέργεια.
Το πλησίασε με αργά βήματα για να μην το τρομάξει και όσο μειωνόταν η απόσταση, συνειδητοποίησε ότι το μικρό αγοράκι ήταν βρεγμένο. Πρέπει να είχε μπει στην θάλασσα με τα ρούχα του και τώρα έσταζαν, όπως και τα σγουρά μαλλιά του.
Όταν το αγόρι άκουσε τα βήματα της, τινάχτηκε προς τα πίσω. Τα μάτια του λαμπίρισαν από τον φόβο και κλαψούρισε ένα παράπονο που η Ελενίτσα δεν κατάλαβε. Το παιδί δεν πρέπει να ήταν ντόπιο, όπως μαρτυρούσε το σκούρο δέρμα του.
«Μην φοβάσαι», προσπάθησε να τον καθησυχάσει και γονάτισε δίπλα του. «Είμαι η Ελένη. Είμαι εννιά χρονών. Εσύ ποιος είσαι;»
Το αγόρι δεν την κατάλαβε και ο φόβος μεγάλωνε λεπτό με το λεπτό. Ήθελε να βρεθεί στην ζεστή και προστατευτική αγκαλιά της μητέρας του, αλλά δεν ήξερε πού ήταν. Από όταν μπατάρισε η βάρκα έχασε κάθε ίχνος της οικογένειας του. Και τώρα ήταν μόνος του, παγωμένος και τρομαγμένος.
«Γιατί είσαι βρεγμένος;», τον ρώτησε η Ελένη. «Μπήκες στην θάλασσα; Είναι πολύ κρύα ακόμα».
Τα μάτια του αγοριού πλημμύρισαν με δάκρυα κι άρχισαν να τρέχουν στο καστανό πλην χλωμό του δέρμα. Η Ελενίτσα κατάλαβε ότι κρύωνε, γιατί τα χείλη του είχαν πάρει μια μοβ απόχρωση και έβγαλε το ζακετάκι της για να ρίξει πάνω στους ώμους του. Ευτυχώς ήταν αρκετά πιο μικρός από εκείνη κι έτσι του ήταν λίγο πιο μεγάλο.
«Είσαι καλύτερα;»
Όσο κι αν του απηύθυνε τον λόγο, το αγόρι δεν μπορούσε να της απαντήσει. Ήθελε να της πει κι εκείνος τόσα πολλά αλλά ήταν φανερό ότι δεν θα κατάφερναν να συνεννοηθούν. Αρκέστηκε να την ευχαριστήσει στην μητρική του γλώσσα με ένα αδύναμο χαμόγελο.
Ίσως πρέπει να φωνάξω την κυρά Μάρω, συλλογίστηκε η Ελενίτσα. Αν μπορούσε να φροντίσει την ίδια, σίγουρα θα έκανε το ίδιο με το παιδί.
«Περίμενε εδώ», του είπε κι έκανε να σηκωθεί.
Το αγόρι όμως άρπαξε το χέρι της και με απεγνωσμένο βλέμμα την παρακάλεσε να μην φύγει. Δεν ήθελε να μείνει πάλι μόνος του. Εκεί που ήταν πριν βρεθεί στο ακρογιάλι ήταν σκοτεινά και απόκοσμα. Η παρουσία της Ελενίτσας όμως τον γαλήνεψε και τον βοήθησε να νιώσει την ζεστασιά του ήλιου και της θαλπωρής.
«Θέλεις να παίξουμε;»
Για να την καταλάβει καλύτερα, πήρε ένα ορθογώνιο βότσαλο, έγειρε ελαφρώς στα πλάγια και το πέταξε στην θάλασσα. Αυτό αναπήδησε τρεις φορές μέχρι τελικά να βυθιστεί στο νερό. Το αγόρι χαμογέλασε με αυτό το θέαμα και η Ελενίτσα του βρήκε το κατάλληλο βότσαλο ώστε να το καταφέρει κι ο ίδιος.
Χρειάστηκαν αρκετές προσπάθειες μέχρι η μικρή πέτρα να αναπηδήσει στο νερό, αλλά η Ελένη ενθάρρυνε τον φίλο της με ένα ελαφρύ χτύπημα στην πλάτη. Όταν τελικά τα κατάφερε, χειροκρότησε ενθουσιασμένη και τον έκλεισε στην αγκαλιά της. Εκείνος κούρνιασε στην ωμοπλάτη της και έκλαψε σιωπηλά. Έτσι τρυφερά τον κρατούσε και η μαμά του κάθε φορά που κατάφερνε κάτι. Άραγε θα τον αγκάλιαζε ξανά ή αυτή ήταν η τελευταία φορά που ένιωσε ασφαλής;
Όταν η Ελενίτσα έλυσε τον δεσμό τους και στράφηκε ξανά προς την θάλασσα, αντίκρισε μια αλλόκοσμη εικόνα. Εκατοντάδες παιδιά, από μωρά μέχρι και μεγαλύτερα από εκείνη, αιωρούνταν πάνω από το νερό. Ήταν επίσης χλομά και βρεγμένα όπως ο άγνωστος φίλος της και είχαν την ίδια θλίψη στο βλέμμα τους. Μόλις τους είδε κι εκείνος κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να γλιτώσει από αυτή την μοίρα. Παρά τις προσπάθειες του να ξεγλιστρήσει, η θέση του ήταν μαζί τους.
Με τα δάκρυα να χύνονται σαν καταρράκτες και τον θρήνο του για τον εαυτό του και τα υπόλοιπα παιδιά να σκίζουν την ηρεμία του αέρα, βάδισε μέσα στην θάλασσα. Η Ελενίτσα προσπάθησε να τον σταματήσει, αλλά εκείνος κινούταν γρήγορα και αέρινα σαν να μην ήταν σάρκα και οστά. Το ζακετάκι της έπεσε στα βότσαλα όταν το αγόρι βρισκόταν πια πάνω από το νερό. Και μόλις πλησίασε αρκετά τους άυλους συντρόφους του, βυθίστηκαν στην καρδιά του πελάγους, στο απέραντο υδάτινο φέρετρο.
Λίγες ώρες αργότερα η γειτονιά είχε βουίξει με τα νέα. Μια λέμβος είχε αναποδογυρίσει κι ένα ακόμα παιδί πνίγηκε στο Αιγαίο. Η Ελενίτσα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο τρομαγμένος φίλος της δεν ήταν παρά η ψυχή ενός παιδιού που δυσκολευόταν να πραγματοποιήσει τη μεγάλη μετάβαση. Γι’ αυτό ήταν κρύος και χλομός, γιατί είχε πεθάνει.
Έξω από το δωμάτιο της άκουγε τον αδερφό της και τον πατέρα της να τσακώνονται και η ψυχή της βάρυνε ακόμα περισσότερο.
«Καλύτερα. Ένας λιγότερος», ήταν τα σκληρά λόγια του πατέρα της.
«Πώς μπορείς να το λες αυτό;», αναφώνησε ο δεκαεξάχρονος αδερφός της. «Ήταν απλά ένα παιδί. Μικρότερος κι από την Ελενίτσα μας. Θα ήθελες να έλεγαν κάτι τέτοιο για εκείνη;»
«Αν γινόταν πόλεμος στην πατρίδα μου, θα καθόμουν να πολεμήσω. Δεν θα έφευγα σαν δειλός».
«Δεν είναι δειλία η θέληση για ζωή!»
«Για ποιον λόγο τους υπερασπίζεσαι; Έλληνας είσαι εσύ μωρέ;»
«Έλληνας σημαίνει και τέρας; Πάνω από όλα είμαι άνθρωπος».
«Τα ίδια θα λες όταν οι βρομιάρηδες περάσουν τα σύνορα μας;»
«Γιατί μισείς αυτούς; Δεν ήρθαν μόνοι τους! Κάποιος τους έστειλε. Κάποιος ανώτερος με δύναμη και λεφτά. Αυτοί δεν είναι παρά τα πιόνια τους στην μεγάλη σκακιέρα εξουσίας».
«Φωνάζουν ότι θα μας σκοτώσουν».
«Το ίδιο κι εμείς! Αυτοί οι άνθρωποι ήταν κάποτε παιδιά και δεν μεγάλωσαν όπως εγώ κι η Ελένη. Έζησαν τον πόλεμο και την φρίκη του. Ήταν μονίμως τρομαγμένοι. Και τα τρομαγμένα παιδιά γίνονται βίαιοι ενήλικες. Όμως δεν ήρθαν με την θέληση τους εδώ. Κάποιος τους χρησιμοποιεί ως μέσο εκβιασμού. Πότε αρχίσαμε να φερόμαστε στους ανθρώπους σαν αντικείμενα; Πότε έγινε η αγανάκτηση τους όπλο μας;»
«Είσαι μικρός και βλέπεις τον κόσμο ρομαντικά. Μεγαλώνοντας όμως...»
«Θα γίνω κι εγώ ένας βίαιος ενήλικας, γιατί φοβάμαι! Αυτός ο κόσμος είναι τρομακτικός. Και τον κάνατε εσείς έτσι».
Ανήμπορος πια να ακούει τον παράλογο πατέρα του, πήρε τον δρόμο για το δωμάτιο του. Στον διάδρομο τον περίμενε η κλαμένη του αδερφή.
«Μην μου στενοχωριέσαι Ελενίτσα», αποκρίθηκε σκουπίζοντας τα μάγουλα της. «Σου υπόσχομαι ότι δεν θα αφήσω να συμβεί κάτι τέτοιο σε σένα».
Ήταν σίγουρος πως ούτε η μάνα του νεκρού παιδιού ήθελε κάτι τέτοιο για τον γιο της. Κι εκείνη θα πάλεψε για να τον σώσει από την ανθρώπινη μιζέρια. Αλλά η μοίρα έδειξε ξανά το πιο σκληρό της πρόσωπο.
«Γιατί πεθαίνουν τα παιδιά;», τον ρώτησε. «Νόμιζα ότι μόνο οι μεγάλοι πεθαίνουν».
Τι να της έλεγε; Πώς θα της εξηγούσε ότι αυτός ο κόσμος δεν ευνοούσε τις αθώες ψυχές; Πώς θρεφόταν από αυτές; Θα κοιμόταν ήσυχη τα βράδια αν γνώριζε πως ό,τι θεωρούσε δεδομένο  μπορούσε να ανατραπεί μέσα σε μια στιγμή; Ότι η ειρήνη διατηρούταν δυσκολότερα από τον πόλεμο; Ότι η ανάγκη για επιβίωση θα την καθιστούσε δακτυλοδακτούμενη και παρία; Εκείνος πάντως δεν μπορούσε να κλείσει μάτι γνωρίζοντας ότι όλοι τους ήταν αναλώσιμοι σε όσους υποστήριζαν ότι κυβερνούσαν με γνώμονα το καλό τους, γιατί το καλό των απλών πολιτών ήταν το τελευταίο πρόβλημα των ανωτέρων.
«Δυστυχώς Ελενίτσα, δεν ξέρω γιατί πεθαίνουν τα παιδιά. Αυτό που ξέρω είναι ότι τώρα δεν φοβούνται».

Σχόλια

  1. Δανάη πάρα πολύ ωραίο και δυνατό με ζωντανές εικόνες. Μπράβο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ένα κείμενο γεμάτο αλήθειες... Μπράβο Δανάη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δανάη,
    ομολογώ απερίφραστα ότι το αφήγημά σου με συγκίνησε και με άγγιξε πάρα πολύ σε όλη την καρδιά μου.
    Αυτές τις μέρες ορισμένοι κύκλοι, επικουρούμενοι από τα ΜΜΕ επιχειρούν να δαιμονοποιήσουν αδύνατους και κατατρεγμένους ανθρώπους, που, όπως αναφέρει η αφήγησή σου, χρησιμοποιούνται ασύστολα.
    Και έτσι κάποιοι , καθώς δεν έχουν την αντρειοσύνη να αντιπαλέψουν τους πραγματικούς εχθρούς και υπονομευτές, βυσσοδομούν σε αδύνατους ανθρώπους.
    Φωτεινό σημείο το αφήγημά σου και χαίρομαι ιδιαίτερα για αυτό καλή μας φίλη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έτσι είναι Γιάννη μου. Πίσω από μια οθόνη είμαστε όλοι επαναστάτες και φυσικά τα βάζουμε με τους αδύναμους. Κι ανάμεσα τους υπάρχουν παιδιά με όνειρα που δυστυχώς τους τα διαλύουμε.

      Διαγραφή
  4. Θαυμάσιο και ανθρώπινο το διήγημά σου! Με συγκίνησε βαθύτατα
    Καλογραμμένο και πλήρες μηνυμάτων.
    Μπράβο σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ήταν αρκετά μικρό, αλλά το νόημα είναι ένα. Ευχαριστώ πολύ.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Most Popular

Το Καπετανόσπιτο - Γράφει η Ελένη Ζηνονίδη

Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΤΖΟΑΝ ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ

  (από τη Βούλα Γκεμίση)     Ποια ήταν η πρώτη "σκοτεινή σκέψη" που σου ενέπνευσε να ασχοληθείς με το είδος του ψυχολογικού θρίλερ;       Δεν ήταν απλώς μια σκέψη, ήταν όλο το backround από πίσω. Φαντάσου πως από πολύ μικρή ηλικία είχα ξεκινήσει να βλέπω ταινίες με τον Freddy Krueger (τις έβλεπα αγκαλιά με τον μπαμπά μου και δε φοβόμουν) και διάβαζα βιβλία μυστηρίου, οπότε ήταν αναμενόμενο μεγαλώνοντας να αναζητώ να διαβάζω και να γράφω κάτι πιο σκοτεινό. ΒΡΕΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ!    Πώς διαχειρίζεσαι τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αγωνία και την υπερβολή όταν χτίζεις την ψυχολογία των χαρακτήρων σου;      Προσπαθώ να μπαίνω στη θέση των χαρακτήρων για να τους κατανοήσω, οπότε μου δίνουν εκείνοι τις απαντήσεις. Τώρα αν καταφέρνω να μην περνάω αυτήν τη λεπτή γραμμή, θα το κρίνουν οι αναγνώστες. ΒΡΕΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ!     Υπάρχει κάποιος ήρωας ή αντιήρωας από τα βιβλία σου που σε ταλαιπώρησε συναισθηματικά περ...

Συνέντευξη στον Χάρη Κωφιάδη

"Βρες την ευτυχία σου και γραπώσου επάνω της με νύχια και με δόντια. Κρατήσου με ό,τι έχεις. Δεν θα έχεις πολλές ευκαιρίες, κανείς μας δεν έχει." Στον «καναπέ» των Ονείρων Πένες φιλοξενείται σήμερα ο Χάρης Κωφιάδης. Αναμφίβολα ταλαντούχος και πολυπράγμων με έδρα στη Θεσσαλονίκη, μας μιλάει για εκείνον, για όσα αγαπάει, για όσα δημιουργεί. Όσα αγαπάει να δημιουργεί. Το βιβλίο του « Το όνομά μου είναι Σάντρα » είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική πλατφόρμα Carmella ’ s books  στα ελληνικά, ενώ σύντομα θα είναι διαθέσιμη και η  αγγλική μετάφραση: https://carmelasbooks.com/el/books/2 Πάμε λοιπόν να τον γνωρίσουμε!                                         Λίγα στοιχεία για να γνωρίσουμε τον συγγραφέα Χάρη καλύτερα. Ποια είναι η ιδανική συνθήκη για να γράψεις; Μερικοί συγγραφείς από την άλλη παραδέχονται ότι μπορούν να γράψουν όπου κι αν βρεθούν. Άλλοι πάλι δημιουργούν οι ίδιοι τη...