Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...
"Φυλακισμένοι στο ίδιο κλουβί" γράφει η Christy Oshima Η πόρτα πίσω μου είναι κλειστή. Έφυγε και εγώ στέκομαι εδώ, αποσβολωμένος, ανίκανος να διανοηθώ όσα είχαν προηγηθεί. Το σώμα μου ακόμα τρέμει και εκείνα τα δάκρυα που μετά βίας είχα κατορθώσει να σταματήσω πριν από λίγα λεπτά, τώρα ξεχύνονται σαν χείμαρροι άγριοι και βίαιοι. Ξανά όμως, δεν μπορώ να βγάλω τον παραμικρό ήχο από μέσα μου. Τρέμω από τα πόδια ως το κεφάλι, πονάει το στήθος μου σαν κάποιος να με έχει μαχαιρώσει δεκάδες φορές στη καρδιά, το μυαλό μυο ουρλιάζει αλλά δεν λέω να μιλήσω ή να φωνάξω. Τα μάτια μου καρφωμένα στο κενό, παρατηρούν και παρακολουθούν σε λούπα τον τσακωμό. Φωνές…πολλές φωνές, θέε μου γιατί φωνάζει; Πράματα σπάνε και μαζί τους η καρδιά μου. Διαλύεται και γίνεται ένα με τα κομμάτια γυαλιού στο πάτωμα. Κι άλλες φωνές ακολουθούν. Πιο δυνατές και απειλητικές. Αρκετά, ανταποδίδω με ένα ουρλιαχτό και για πρώτη φορά γεννιέται ο τσουχτερός πόνος στο μπράτσο μου. Ακόμα πονάει. Ακόμα διστάζω να σηκώσ...