Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...
Γράφει η Δανάη Ιμπραχήμ Εγώ ποτέ δε μίσησα τους ανθρώπους. Εκείνοι μισούσαν εμένα. Εκείνοι γελούσαν σε βάρος μου. Εκείνοι με εγκατέλειψαν. Το Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες μου είχε τραβήξει εδώ και καιρό την προσοχή. Αφού η αγαπημένη Ιουλία μου το δάνεισε, το άρχισα αμέσως και με δύναμη ψυχής κατάφερα να το ολοκληρώσω σε μια βδομάδα. Είναι από τα βιβλία που μόλις το ανοίξεις δεν μπορείς να το αφήσεις κάτω, αλλά δεν ήθελα να το αποχωριστώ αμέσως. Είμαι από τους αναγνώστες που δεν επιστρέφει σε ολόκληρη την ιστορία, αφού αυτή γίνει κομμάτι μου. Ήθελα λοιπόν να απολαύσω αυτό το θλιμμένο ταξίδι προς την ενηλικίωση, αυτόν τον σκληρό αγώνα επιβίωσης. Ξημερώματα της 30 ης Οκτωβρίου του 1969 βρίσκεται μέσα στα έλη το πτώμα ενός νεαρού. Η τοπική κοινωνία ταράζεται από τον απρόσμενο θάνατο του Τσέις Άντριους και αμέσως ξεκινάνε έρευνες, προκειμένου να διαλευκανθεί η υπόθεση. Καθώς τα στοιχεία φέρνουν τους αστυνομικούς όλο και πιο κοντά στη θεωρία φόνου, ένα μεγάλο μέρος του...