Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο
banner

Our Latest

Το Καπετανόσπιτο - Γράφει η Ελένη Ζηνονίδη

Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...

Ανθρώπινα Παιχνίδια

Μέρος 1ο


25 Ιουνίου 1987
Μια περίεργα κινούμενη φιγούρα έκανε την εμφάνιση της στα σκοτεινά σοκάκια της οδού Ντορκ. Κινιόταν με πολύ δυσκολία, κινήσεις κοφτές, σχεδόν μηχανικές, προσπαθούσε να τρέξει, να ξεφύγει από κάτι.
Ένα ζευγάρι που τύχαινε να περνάει από εκείνο το σημείο είδε την φιγούρα με τις αριστοτεχνικά τρομακτικές κινήσεις. Σταμάτησε φοβισμένο και κρύφτηκε πίσω από έναν κάδο σκουπιδιών. Παρατηρούσε από μακριά την φιγούρα. Σκέφτηκαν πως έπρεπε να είναι γυναίκα, είχε ξανθά μαλλιά που όμως θα μπορούσε να είναι και περούκα.
Η φιγούρα εκείνη την στιγμή έβγαλε κάποιες φιμωμένες κραυγές πόνου, έκανε μερικά μετέωρα βήματα ακόμα και σωριάστηκε στο βρώμικο πεζοδρόμιο.
Το ζευγάρι συνέχιζε να παρακολουθεί έντρομο από την κρυψώνα του, δεν ήξεραν τι θα μπορούσαν να κάνουν. Βγήκαν δειλά και απλά έτρεξαν, είχαν αποφασίσει πως θα έκαναν ένα ανώνυμο τηλεφώνημα στην αστυνομία.
10 Αυγούστου 1960
Ο μικρός Φράνσις Ρούιζ έτρεχε προς το σπίτι του, είχε λαχανιάσει όμως φοβόταν πάρα πολύ να σταματήσει το τρέξιμο. Το αίμα από το σχισμένο χέρι του έτρεχε ποτάμι, δεν μπορούσε να το συγκρατήσει με το χέρι του. Ο καταραμένος ο Τζακ Ρόνσον, ο πιο αχρείος νταής του σχολείου τον είχε παγιδέψει σε μια γωνία με τα τσιράκια του. Δεν τον συμπαθούσαν ιδιαίτερα, εκτός του ότι είχαν μόλις εγκατασταθεί στην επαρχεία Κρέιν με τον πατέρα του, ο Φράνσις είχε και μια απαράμιλλη θηλυκότητα στα χαρακτηριστικά του η οποία δεν ήταν αρεστή. Ο Τζακ Ρόνσον όμως εκείνη την μέρα είχε αφηνιάσει, είχε βγάλει λεπίδα με σκοπό να τον τραυματίσει σοβαρά, ίσως και θανάσιμα αν δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει ρίχνοντας στον Τζακ μια δυνατή γονατιά στα αρχίδια του.
Μόνο όταν έφτασε στο κατώφλι της πόρτας του σπιτιού του μπόρεσε να γυρίσει πίσω το κεφάλι του και να ρίξει μια δειλή ματιά. Κανένας δεν τον ακολουθούσε, ξεφύσησε ανακουφισμένος και μπήκε στο σπίτι. Το ήξερε μέσα του πως από εδώ και πέρα θα έπρεπε να προσέχει τα νώτα του, θα έπρεπε να αλλάξει κάπως, το πως όμως ήταν κάτι που δεν γνώριζε.
Μέσα στο σπίτι έτρεξε κατευθείαν στο μπάνιο και προσπάθησε να σταματήσει το αίμα από το πληγωμένο χέρι του. Σκεφτόταν πως έπρεπε να το κάνει πριν γυρίσει ο πατέρας του από την δουλειά, τον μισούσε τρομερά. Ο Μπιλ Ρούιζ, αυτός ο παΤέρας, αυτός ο σχεδόν πάντα μεθυσμένος κρετίνος. Αυτός που στην οποιαδήποτε ευκαιρία κακοποιούσε εκείνον και την μητέρα του με περίσσεια ευχαρίστηση και δέος. Αυτός ήταν ο λόγος που η μάνα του τους παράτησε, λόγω της υπερβολικής του βίας, η οποία αυξανόταν με την ολοένα περισσότερη κατανάλωση αλκοόλ. Ήταν ο λόγος που παράμενε κρυμμένος στο καβούκι του, χωρίς να κάνει αυτά που τον ευχαριστούν, χωρίς να μπορεί να είναι ο εαυτός του. Το αίμα συνέχιζε να τρέχει λιγότερο τώρα, θα τελείωνε από στιγμή σε στιγμή.
Άκουσε την πόρτα να ανοίγει, αλίμονο, αυτός είχε γυρίσει νωρίτερα. Τώρα τον φώναζε, τον έψαχνε, δεν μπορούσε να μη του απαντήσει, αγνόηση και ασέβεια ισοδυναμούσε με τιμωρία. Ανταποκρίθηκε μη θέλοντας στο κάλεσμα του. Ο πατέρας μπήκε με ορμή και τρεκλίζοντας στο μπάνιο, τον κοίταξε με εκείνο το μεθυσμένο και ημίτρελο βλέμμα του, του κοπήκαν τα ήπατα.
«Τι κάνεις εδώ μικρέ;»
«Τίποτα πατέρα, να... απλώς καθαρίζομαι».
Το ημίτρελο βλέμμα του έπεσε στο γεμάτο αίματα χέρι του.
«Τι είναι αυτά τα χάλια; Τι έκανες πάλι, κουνιόσουν σε κανέναν;»
Ο Φράνσις τον κοίταξε στα μάτια, με το ζόρι συγκρατούσε τα δάκρυα του. Προσπάθησε να απολογηθεί, να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ένα χτύπημα του πατέρα του με την ανάστροφη του χεριού του όμως έκανε το κεφάλι του να χτυπήσει πάνω στον καθρέφτη με τρομακτική δύναμη.
«Και τώρα άδειασε μου την γωνία και πήγαινε να μου ετοιμάσεις κάτι να φάω, γρήγορα».
Βγήκε από το μπάνιο με αθόρυβα αναφιλητά, θραύσματα του καθρέφτη είχαν καρφωθεί στο μέτωπο του. Παρ' όλον τον πόνο του έπρεπε να κάνει αυτό που του ζήτησε και έτσι κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Αυτή ήταν η ζωή του σε ηλικία 12 χρονών, δεν μπορούσε να βρει το σθένος να φύγει, όπως είχε κάνει και η μητέρα του πριν χρόνια.
Το βράδυ ήταν ήσυχο, εκείνος είχε ξεραθεί μετά από το φαγητό που του ετοίμασε, μια ομελέτα με τρία αυγά και μία χλέπα για γαρνιτούρα. Ο Φράνσις αφού έπλυνε τα πιάτα ανέβηκε στο δωμάτιο του και έκλεισε την πόρτα. Άνοιξε την κουρτίνα και άφησε να μπει στο δωμάτιο το θολό φως του φεγγαριού. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του δωματίου του, οι αμυχές στο χέρι του και στο πρόσωπο του είχαν καλυφτεί από αυτόν με γάζες και χανζαπλάστ. Άνοιξε το μικρό μπαούλο που είχε κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι του και έβγαλε από μέσα τα αγαπημένα του παιχνίδια, πέντε πανομοιότυπες πλαστικές κούκλες, τα μοναδικά πράγματα που είχε αφήσει πίσω η μητέρα του πριν φύγει. Κάθισε στο πάτωμα δίπλα από το παράθυρο και άρχισε να παίζει με τις κούκλες, να τις χτενίζει και να τις αλλάζει τα αυτοσχέδια χαρτονένια φουστανάκια τους.
Απορροφημένος όπως ήταν από το παιχνίδι του δεν άκουσε τον πατέρα του ο οποίος είχε ξυπνήσει και είχε μπει στο δωμάτιο του χωρίς καν να χτυπήσει. Ο Μπιλ είδε τον γιο του να παίζει με αυτά τα ελεεινά κοριτσίστικα παιχνίδια, είχε μεγαλώσει με αυστηρά ανδροκρατούμενες και ρατσιστικές ιδέες και στην θέα αυτή του γιου του άρχισε να τρελαίνετε.
«Τι κάνεις εκεί ρε τσόγλανε, δεν θέλω τέτοια πράγματα στο σπίτι μου».
Ο Φράνσις δεν είπε κουβέντα, δεν μπορούσε καν να τον κοιτάξει. Ο Μπιλ τρελάθηκε ακόμα περισσότερο.
« Ακούς ρε που σου μιλάω;», είπε και κατευθύνθηκε προς το μέρος του, τον τράβηξε από τα μαλλιά και τον πέταξε στην άκρη. Πήρε όλες τις κούκλες από το πάτωμα, όλες εκτός από μία που του κράτησε ο Φράνσις στα χέρια του και την έκρυψε μέσα στην μπλούζα του πριν την δει ο πατέρας του.
Όταν πλέον ο πατέρας του ξέδωσε όλον τον θυμό και την οργή πάνω στον Φράνσις, τον κοίταξε όπως είχε κουλουριαστεί στο πάτωμα και κούνησε υποτιμητικά το κεφάλι του. Έφτυσε στο πάτωμα, ακριβώς μπροστά από τον Φράνσις και του γύρισε την πλάτη παίρνοντας μαζί του τις κούκλες του, τις κούκλες της μητέρας του, τα παιχνίδια του διαβόλου.
«Είσαι και θα παραμείνεις ένας ελεεινός γυναικωτός. Κοίτα να συμμαζέψεις και μην κάνεις φασαρία».
Έκλεισε την πόρτα αφήνοντας το Φράνσις μοναχό του. Οι πληγές του είχαν ανοίξει πάλι από το ξύλο που έφαγε. Κρατούσε με όλη του την δύναμη την κούκλα, ο μπάσταρδος δεν είχε καταφέρει να του την πάρει. Έφερε την κούκλα μπροστά στο πρόσωπο του και καθάρισε τα μάτια του από τα δάκρυα. Περίμενε να ακούσει από την κούκλα κάποια λόγια παρηγοριάς, κάποια διέξοδο από τον εφιάλτη, μάταια όμως. Θύμωσε, αυτές οι κούκλες του είχαν σταθεί περισσότερο απ' ότι η μάνα του. Έπιασε την κούκλα με τα δύο του χέρια και την έσπασε, πέταξε το σώμα και κράτησε στο ένα χέρι του το κεφάλι το οποίο στην βάση του λαιμού είχε αιχμηρά κοφτερά πλαστικά κομμάτια. Σηκώθηκε από το πάτωμα, έσφιξε στο χέρι του το κεφάλι, αίματα άρχισαν να στάζουν από τα κοψίματα του πλαστικού λαιμού. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω στο διάδρομο και προχώρησε προς το βάθος, εκεί που ήταν η πόρτα του μπάσταρδου.
Μπήκε μέσα και κοίταξε το κρεβάτι στα αριστερά του, εκείνος κοιμόταν εξουθενωμένος. Πλησίασε προσέχοντας να μην δημιουργήσει τον παραμικρό θόρυβο, ανέβηκε πάνω και τον καβάλησε. Πριν εκείνος προλάβει να ανοίξει τα μάτια του ο Φράνσις κάρφωσε στην καρωτίδα του το σπασμένο και αιχμηρό κεφάλι της κούκλας. Ο Μπιλ άνοιξε τα μάτια του και προσπάθησε να διώξει τον Φράνσις από πάνω του. Με τα μικρά του χέρια κούνησε το καρφωμένο στον λαιμό του Μπιλ κεφάλι με ένα ζεστό συντριβάνι αίματος να αναβλύζει. Ο Μπιλ έβγαζε περίεργους ρόγχους και θορύβους, ο Φράνσις τον κοίταζε μέσα στα έντονα πονεμένα μάτια του γεμάτος ικανοποίηση και γέλασε δυνατά.
«Πέθανε μπάσταρδε, επιτέλους τώρα θα μπορέσω να είμαι ελεύθερος», έβγαλε το κεφάλι της κούκλας από τον λαιμό του πατέρα του και βγήκε έξω από το δωμάτιο αναστενάζοντας ανακουφισμένος.
---------------------------------------------------------------------------------------
Το παρόν είναι το 1ο κεφάλαιο από το αστυνομικό θρίλερ "Ανθρώπινα Παιχνίδια".
Παρουσιάστηκε στο My little stories σε οχτώ μέρη, καθώς και στο My liitle stories on Wattpad


Σχόλια

  1. Το λατρεύω αυτό το μυθιστόρημα Γιώργο! Στην κυριολεξία το λατρεύω. Το θεωρώ ένα μοναδικό έργο πάνω στο είδος του φανταστικού τρόμου και ίσως ένα από τα καλύτερά σου. Χαίρομαι που θα έχω την ευκαιρία να το διαβάσω ξανά αλλά και να το γνωρίσουν και οι υπόλοιποι φίλοι εδώ.
    Το συνιστώ ανεπιφύλακτα!
    Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γιάννη ευχαριστώ για την συνεχή σου στήριξη στα γραπτά μου.
      Χαίρομαι και εγώ με την σειρά μου για αυτό το μπλογκ που ξεκινήσαμε και με τις ωραίες ιδέες που παραθέτουμε.
      Καλή μας συνέχεια.

      Διαγραφή
    2. Το συγγραφικό σου έργο Γιώργο κερδίζει μόνο του και επάξια την εκτίμηση και την αποδοχή. Όσον αφορά αυτό εδώ το μπλογκ ναι ήδη δίνει ένα όμορφο και φρέσκο άρωμα.

      Διαγραφή
  2. Πολύ δυνατή γραφή! Γλαφυρή και ζωντανή. Το ζούσαμε μαζί με τους χαρακτήρες...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Από την κατηγορία βιβλίων που λατρεύω... Και με κερδίσει όλο και περισσότερο.
    Η πλοκή σου εξελίσσεται με εξαιρετικό τρόπο και οφείλω να ομολογήσω ότι έχεις κάνει τρομερή δουλειά. Όλες οι περιγραφές σου ολοζώντανες και οι διάλογοι έδωσαν την ρεαλιστική διάσταση του προβλήματος ακόμα πιο ξεκάθαρα, αλλά και τη μεταξύ τους σχέση. Παιδιού - πατέρα.

    Τι όμορφο να διατηρούμε αυτό το επίπεδο συλλογικά!
    Μπράβο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ πολύ Βούλα. Αφού σου αρέσει η κατηγορία θα ευχαριστηθείς και την συνέχεια.

      Διαγραφή
  4. Ωπα ο Φράνσις!!Φοβερό. Το ξαναδιάβασα ευχαρίστως και δεν έχω ξεχάσει κάτι από την πρώτη φορά
    Ξανά μπράβο Γιώργο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ Άννα, ο Φράνσις το παλιόπαιδο έφτασε και εδώ.

      Διαγραφή
  5. Ανατριχιαστικό..Έντονες σκηνές σαν να το ζούσα από κοντά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Most Popular

Το Καπετανόσπιτο - Γράφει η Ελένη Ζηνονίδη

Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΤΖΟΑΝ ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ

  (από τη Βούλα Γκεμίση)     Ποια ήταν η πρώτη "σκοτεινή σκέψη" που σου ενέπνευσε να ασχοληθείς με το είδος του ψυχολογικού θρίλερ;       Δεν ήταν απλώς μια σκέψη, ήταν όλο το backround από πίσω. Φαντάσου πως από πολύ μικρή ηλικία είχα ξεκινήσει να βλέπω ταινίες με τον Freddy Krueger (τις έβλεπα αγκαλιά με τον μπαμπά μου και δε φοβόμουν) και διάβαζα βιβλία μυστηρίου, οπότε ήταν αναμενόμενο μεγαλώνοντας να αναζητώ να διαβάζω και να γράφω κάτι πιο σκοτεινό. ΒΡΕΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ!    Πώς διαχειρίζεσαι τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αγωνία και την υπερβολή όταν χτίζεις την ψυχολογία των χαρακτήρων σου;      Προσπαθώ να μπαίνω στη θέση των χαρακτήρων για να τους κατανοήσω, οπότε μου δίνουν εκείνοι τις απαντήσεις. Τώρα αν καταφέρνω να μην περνάω αυτήν τη λεπτή γραμμή, θα το κρίνουν οι αναγνώστες. ΒΡΕΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ!     Υπάρχει κάποιος ήρωας ή αντιήρωας από τα βιβλία σου που σε ταλαιπώρησε συναισθηματικά περ...

Συνέντευξη στον Χάρη Κωφιάδη

"Βρες την ευτυχία σου και γραπώσου επάνω της με νύχια και με δόντια. Κρατήσου με ό,τι έχεις. Δεν θα έχεις πολλές ευκαιρίες, κανείς μας δεν έχει." Στον «καναπέ» των Ονείρων Πένες φιλοξενείται σήμερα ο Χάρης Κωφιάδης. Αναμφίβολα ταλαντούχος και πολυπράγμων με έδρα στη Θεσσαλονίκη, μας μιλάει για εκείνον, για όσα αγαπάει, για όσα δημιουργεί. Όσα αγαπάει να δημιουργεί. Το βιβλίο του « Το όνομά μου είναι Σάντρα » είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική πλατφόρμα Carmella ’ s books  στα ελληνικά, ενώ σύντομα θα είναι διαθέσιμη και η  αγγλική μετάφραση: https://carmelasbooks.com/el/books/2 Πάμε λοιπόν να τον γνωρίσουμε!                                         Λίγα στοιχεία για να γνωρίσουμε τον συγγραφέα Χάρη καλύτερα. Ποια είναι η ιδανική συνθήκη για να γράψεις; Μερικοί συγγραφείς από την άλλη παραδέχονται ότι μπορούν να γράψουν όπου κι αν βρεθούν. Άλλοι πάλι δημιουργούν οι ίδιοι τη...