Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...
Γράφει η Αναγνώστου Εύα
Τα σήμαντρα των εκκλησιών χτύπησαν πένθιμα
Οι χαρές στα βάθη του χωριού σταμάτησαν
Οι περιπλανώμενοι έμειναν μετέωροι , τα σώματα τους στήλες άλατος
Χιλιάδες πουλιά πέταξαν πάνω από τον γκρίζο ουρανό
Δέντρα που λυσσομανούσαν για μια θέση στην ζωή
Ρίζες βαθιά χωμένες στην γη
Νύχια γαμψά από κοράκια που μόνη τους ευχαρίστηση να τρέφονται
από τις σάρκες των καταραμένων
Το μελαγχολικό της πρόσωπο έμεινε ανέκφραστο
Κρυμμένο πίσω από τις επιβλητικές κουρτίνες
Αόρατο από τα άγνωστα μάτια που πάση θυσία ήθελαν να παρεισφρήσουν στην ζωή της
.
.
Τα γαλανά μάτια της μετετράπηκαν στο χρώμα του γραφίτη
Τα δόντια της έγιναν πιο αιχμηρά ουρλιάζοντας στην μέση του άδειου σπιτιού
Τα δόντια της έγιναν πιο αιχμηρά ουρλιάζοντας στην μέση του άδειου σπιτιού
Χιλιάδες δαίμονες σκαρφάλωσαν στο καταραμένο δέρμα της
Τους ένιωθε να τρυπάνε σαν βελόνες κάθε σημείο του
Να εισχωρούν στο ήδη διαταραγμένο της μυαλό
Βλασφήμια βγήκε από τα ματωμένα της χείλη
Η σκέψη της λεπίδας πάνω από τις φλέβες της
Η εξορία της από τον παράδεισο
Ένας ακόμα άγγελος γεννημένος από τις δυσκολίες ,
τον πόνο, την αμαρτία.
Ούρλιαξε ώσπου ο λαιμός της μάτωσε
Μόνη της συντροφιά η απελπισία και μάρτυρας της εκείνος.
Ο άρχοντας του σκότους, ο ζοφερός δαίμονας της κόλασης
Όλα σιώπησαν. Τα σήμαντρα σταμάτησαν , οι άνθρωποι συνέχισαν τον περίπατο τους .
Ο ήχος ενός όπλου τάραξε την μικρή κοινωνία
Αχ βρε Εύα μου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπήκα μέσα στην ψυχολογία της πρωταγωνίστριας.
Απίστευτο το πόσο εύκολα μπορεί να σε ταξιδέψει ένα κείμενο που είναι γραμμένο κατευθείαν από την καρδιά.
Το αγάπησα! Εξαιρετικό...
Συγκλονιστικά επιβλητικό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕύα υποκλίνομαι στην εκφραστική του δεινότητα και δύναμη. Ανατριχίλα.
Αγαπητή φίλη πραγματικά με καθήλωσε.
Σας ευχαριστώ και τους δύο Γιάννη και Βούλα. Το ποίημα αυτό το λάτρεψα και πίστευα πως ταιριάζει καλύτερα εδω! Τα λόγια σας πάντα υπέροχα ,τιμή μου να τα ακούω !
ΔιαγραφήΥπέροχο Εύα!!!Δεν έχω λόγια !
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ !!
Διαγραφή