Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...
Γράφει ο: My little stories
«Δε θα με σπάσεις όσο και αν προσπαθείς. Ακούς!»
«Τι είπες ρε; Τώρα μου ανήκεις ολοκληρωτικά».
«Ίσως το σώμα μου, η ψυχή μου όμως θα παραμένει για πάντα ελεύθερη».
«Θα το δούμε και αυτό», είπε ο επιβλητικά σωματώδης φύλακας και έκλεισε την πόρτα του κελιού με ένα προκλητικό μειδίαμα σχηματισμένο στα χείλη του.
Παρέμεινε μέσα στο κελί του κουλουριασμένος σε μια σκοτεινή και υγρή γωνία. Οι πληγές στο σώμα του από τα βασανιστήρια ήταν ακόμα νωπές. Το μυαλό του και η λογική του απείχαν μόλις ένα εκατοστό του βήματος από την πλήρη εξουθένωση.
Όλο τον καιρό που ήταν κλεισμένος εκεί μέσα προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. Να βρει την αφορμή και την αιτία που βρισκόταν σ' αυτό το μέρος της ντροπής. Τα πάντα φάνταζαν ακραίως απίθανα, ειδικά σε μια δημοκρατική χώρα όπως συνεχώς διαλαλούσαν οι διάφορες αρρωστημένες σειρήνες.
Προσπαθούσε να θυμηθεί πως είναι να ζεις ως πραγματικά ελεύθερος άνθρωπός σ' αυτήν την κοινωνία.
Προσπαθούσε να θυμηθεί πως είναι να ζεις χωρίς κανένα είδος λογοκρισίας ή καταπίεσης.
Προσπαθούσε να θυμηθεί πως είναι να ζεις χωρίς κανένα είδος λογοκρισίας ή καταπίεσης.
Προσπαθούσε να θυμηθεί πως είναι να ζεις πιστεύοντας σε ιδανικά και ιδέες που ίσως και να μπορούν να αλλάξουν τις συνήθειες και τον τρόπο σκέψης και συναίσθησης.
Βαθιά μέσα του γνώριζε, όπως άλλωστε και όλοι οι ομοϊδεάτες, πως όλες αυτές οι ιδέες μπορούσαν να συνυπάρξουν μόνο σε μια ονειρική ουτοπία.
Η σκληρή και ωμή πραγματικότητα όμως, που δεν επέτρεπε κανένα είδος ελεύθερης σκέψης, ήταν αυτή της αρρωστημένης δημοκρατίας.
Αρρωστημένης διότι εξελίχθηκε σε δημοκρατία των εχόντων και ισχυρών.
Αρρωστημένης διότι συνεχώς απομυζούσε τα όποια ίχνη ελεύθερης βούλησης και σκέψης.
Αρρωστημένης διότι αντί να μας εκπαιδεύσει τις έννοιες και του θεσμούς της ελεύθερης σκέψης αποφάσισε να μυήσει τους αόμματους έννοιες απαγορευμένες.
Έννοιες όπως ρατσισμός για όλους και για τα πάντα.
Έννοιες όπως φασισμός και καταπάτηση των δικαιωμάτων.
Έννοιες όπως χυδαία διάκριση και εξευτελισμός.
Υπήρχαν όμως και κάποιοι ελάχιστοι που αποφάσισαν να παραμείνουν πιστοί στις έννοιες που πραγματικά είχαν αξία και που θα έκανα την διαφορά. Κάποιοι συμμετείχαν σιωπηλά, υιοθετώντας τον τρόπο σκέψης στην καθημερινή ζωή τους. Κάποιοι άλλοι συμμετείχαν πιο ενεργά, προσπαθώντας να πολεμήσουν το σάπιο σύστημα της διαφθοράς. Χωρίς βία με μοναδικά τους όπλα τις ιδέες του και την φαντασία τους να πολεμούν την εξουσία.
Χαμένος όπως ήταν στις σκέψεις του δεν μπορούσε να ακούσει τα βαριά βήματα του φρουρού καθώς πλησίαζε στο κελί τού. Το αποτρόπαιο πρόσωπο του εμφανίστηκε στα κάγκελα, τον κοίταζε με ένα τρελό και γεμάτο κακία βλέμμα.
«Λοιπόν έφτασε και η ώρα σου να μιλήσεις». Σήκωσε το κεφάλι του με πόνο, προσπαθούσε όσο μπορούσε να μη το δείξει, και τον κοίταξε κατάματα χωρίς κανένα ίχνος φόβου. Ο φρουρός καθόταν από πάνω του με ένα μεγάλο μεταλλικό μπαστούνι ηλεκτρόδιο στο χέρι του. Γέλασε χαιρέκακα ο φρουρός. «Πες τα όλα. Πες μου που βρίσκονται οι σύντροφοι σου και ίσως να φύγεις από 'δω σώος».
«Όχι».
«Πολύ καλά. Να ξέρεις όμως πως οι υπόλοιποι σύντροφοί σου τα ξέρασαν όλα».
«Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό. Κανένας από' μας δε θα πρόδιδε τα ιδανικά του. Κανένας από' μας δε θα στερούσε την ελευθερία κανενός».
«Πραγματική ελευθερία δεν υπάρχει, ακούς. Είσαι τόσο ελεύθερος όσο το ορίζουν οι κανόνες μας».
Σταμάτησε να του μιλάει, δεν υπήρχε άλλωστε νόημα. Παρέμεινε στο υγρό πάτωμα του κελιού να τον κοιτάει συνεχώς κατάματα, λες και προσπαθούσε να διαβάσει την ψυχή τούτον είδε καθώς εκείνος αποφασιστικά ύψωσε το μεταλλικό του μπαστούνι. Όλοι αυτοί οι φασίστες νόμιζαν πως μπορούν να ''συνετίσουν'' κάποιον από το παραλήρημα της πραγματικής ελευθερίας με τα βασανιστήρια και τον εξευτελιστικό εκφοβισμό του σώματος και της ψυχής, πόσο λάθος ήταν όμως.
Έκλεισε τα μάτια του και άνοιξε διάπλατα την καρδιά του. Άδειασε το κορμί του και από το παραμικρό ψήγμα φόβου. Καθώς ο φρουρός κατέβαζε ξανά και ξανά με δύναμη επάνω του το μπαστούνι της ντροπής εκείνος ένιωθε όλο και πιο ελεύθερος.
Ίσως αυτός ο κόσμος δεν χωράει ονειροπόλους.
Ίσως αυτός ο κόσμος να είναι αργά για ν' αλλάξει πλέον.
Ίσως η πραγματική ελευθερία να είναι μια ιδέα στο μυαλό ενός παράφρονα ανθρώπου.
-- Όπως εμφανίστηκε στο Η φαντασία στην εξουσία
Ένα ακόμα εξαίρετο και επίκαιρο δημιούργημά σου Γιώργο. Με τη δύναμη της γραφής σου και το φως της σκέψης σου. Τα μηνύματα είναι καταιγιστικά και μεγάλα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι αγαπητέ φίλε.
Toso parelthon ma kai toso paron grothia sto stomahi..
ΑπάντησηΔιαγραφήΠωπω πω βρε Γιώργο ανατρίχιασα. Χαίρομαι που σε βλέπω κι εδώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήφοβερά τα μηνύματα του έργου σου και όντως είναι γροθιά στο στομάχι που είπε ο προηγούμενος φίλος
Καλή συνέχεια σε όλους σας