Το τελευταίο βράδυ που κοιμήθηκα εκεί ήταν τον Αύγουστο του ’15. Είχαμε μαζευτεί πολλοί βλέπετε. Εγώ. Οι γονείς. Οι παππούδες. Τα φαντάσματα. Οι τύψεις -ζώντων και μη. Ίσως επέστρεφα ξανά. Ίσως όταν δε θα ζει κανένας από τους προαναφερθέντες αποφασίσω να μείνω ξανά μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Με τους νεκρούς και τις τύψεις τους τα καταφέρνω καλύτερα. Είναι πιο σιωπηλά όλα όταν είναι θαμμένα. Και οι άνθρωποι… και οι τύψεις τους. Το Καπετανόσπιτό μας ήταν κάτι σαν ιερό κειμήλιο. Σαν ένα παλιό μπαούλο που από μέσα του βγαίνουν άνθρωποι και αναμνήσεις. Ο παππούς Αυγέρης δεν ήταν ο πρώτος που έζησε εδώ, ήταν όμως εκείνος που φρόντισε να γεμίσει το πετρόχτιστο κειμήλιο των παππούδων του με ζωντάνια και φως. Και αναγκαστικά, όπως συμβαίνει πάντα με τους ανθρώπους… τύψεις. Ο Αυγέρης ήταν καπετάνιος. Και ως σωστός καπετάνιος που δεν μπορεί να κρατάει ταυτόχρονα το πηδάλιο ενός πλοίου κι ενός σπιτιού, παντρεύτηκε τη Σόφη παραδίδοντας της το πηδάλιο του σπιτιού και της καρδιάς του. ...
Γράφει η Χριστοδούλου Αικατερίνη Η φωνή σου έχει ξεθωριάσει απ' το φωνογράφο της ζωής Αυτή που κάποτε ήταν Ο απολαυστικότερος ήχος Το τραγούδισμα της ψυχής Χιλιοπαιγμένη στο μεγάλο δίσκο βινυλίου του νού.. Έχει πια φθαρεί Πάλιωσε Σκούριασε Η ακίδα συνέχιζε να χαϊδεύει Και να διαπερνάει κάθε εκατοστό της περιστρεφόμενης επιφάνειας Αδιάκοπα.. Τα σημάδια της φανερά από Το πλήρωμα Το πέρασμα του χρόνου.. Δυσκόλευε την τοξοειδή κίνηση του Χαραγματιές Χαραγματιές σαν αυτές Που άφησε με το φευγιό του Στη ζωή όλα είναι δανεικά Ακόμη και το φευγιό κάποια στιγμή θα συναντήσει το αντάμωμα του.. Θα το περιμένει σαν αιώνιος φύλακας Να 'ρθει να φουντώσει την τρικυμία του πόθου τους Σαν φουριόζος άνεμος Αναμεμειγμένος με αναμνήσεις Αρώματα Και υποσχέσεις μιας ζωής.. Έτσι λοιπόν.....